Υπάρχουν δύο ιδιότητες τις οποίες είναι αδύνατον να οικειοποιηθεί και ο πλέον ματαιόδοξος άνθρωπος. Η πρώτη είναι αυτή του μύστη, η δεύτερη εκείνη του ποιητή.
Η ιστορία που θα διηγηθώ δεν είναι από κάποια ταινία του Ιντιάνα Τζόουνς, ούτε αποκύημα φαντασίας. Είναι αληθινή και διαδραματίστηκε στο ανατολικό Νεπάλ στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Εκείνη την περίοδο, ως μέλος της ερευνητικής ομάδας του φίλου μου καθηγητή ανθρωπολογίας Romano Mastromattei, ζούσα στην Κατμαντού και μελετούσα (με κίνητρο την τέχνη) το φαινόμενο της έκστασης στον σαμανισμό. Επηρεασμένος από κάποιες αόριστες φήμες που έλεγαν ότι στα περίχωρα μιας μικρής πόλης πριν τα σύνορα με το Σικίμ θα μονομαχούσαν δύο ισχυροί σαμάνοι, αποφάσισα να ρισκάρω το ταξίδι και χωρίς να το καλοσκεφτώ, επιβιβάστηκα σ' ένα «ετοιμόρροπο» αεροπλανάκι και πέταξα από την Κατμαντού προς την Μποζπούρ.
Γνώριζα από αφηγήσεις πως όταν δύο αντίπαλοι σαμάνοι έρθουν σε ρήξη, η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη. Μονομαχούν καθισμένοι οκλαδόν σε αρκετή απόσταση ο ένας από τον άλλο, βυθίζονται σε έκσταση και συναντιόνται σε μια μη ορατή στα μάτια μας διάσταση όπου, αλλάζοντας διαρκώς μορφές, ο πιο δυνατός παγιδεύει στην ενέργειά του τον αδύναμο και τον ρίχνει δίχως οίκτο νεκρό.
Όταν το αεροπλανάκι προσγειώθηκε στον χωμάτινο διάδρομο και πάτησα ανακουφισμένος σε στέρεο έδαφος, αποφάσισα να μην χάσω χρόνο παραμένοντας στη Μποζπούρ. Συνδυάζοντας τον χάρτη με κάποιες αόριστες υποδείξεις (δεν υπήρχε ακόμα Google Maps) ακολούθησα ένα μονοπάτι ευχόμενος να μην έχω κάνει λάθος. Περπατούσα όλη μέρα κι όταν συνάντησα το πρώτο χωριό - μια σειρά πλινθόσπιτα στην άκρη του δρόμου σαν σκηνικό, ήταν μισοσκόταδο. Μετά από διαπραγματεύσεις με τους κατοίκους κατάφερα να νοικιάσω για μια νύχτα ένα υποτυπώδες δωμάτιο ώστε να μην κοιμηθώ στην ύπαιθρο. Καλώς ή κακώς δεν κουβαλάω ποτέ μαζί μου υπνόσακο ή άλλον παρόμοιο εξοπλισμό, κι έτσι, αφού τίναξα τη γεμάτη κατσαρίδες ψάθα, ξάπλωσα με τα ρούχα πάνω της χρησιμοποιώντας σαν σκέπασμα μια κουβέρτα άπλυτη από χρόνια. Ξύπνησα πολλές φορές το βράδυ από έντονη φαγούρα και το πρωί διαπίστωσα πως ό,τι από το σώμα μου έμενε ακάλυπτο, πρόσωπο, αφτιά, παλάμες, το είχαν φάει άγνωστα ζωύφια. (Τα μάτια μου καθώς σηκωνόμουν δάκρυζαν κι έβηχα σπασμωδικά. Πηχτός καπνός γέμιζε ασφυκτικά τον χώρο, ενώ πιο εκεί ένα μικρό κορίτσι μαγείρευε τροφοδοτώντας ακατάπαυστα τη φωτιά με ξερά φύλλα καλαμποκιού. Όλα στο εσωτερικό του σπιτιού -από τα ξύλινα δοκάρια ώς τα πνευμόνια των νεογέννητων, τα οποία έβηχαν σαν φυματικά πριν συμπληρώσουν μήνα- ήταν μαύρα, καλυμμένα με μια κρούστα φούμο, προστασία από το σαράκι, τα έντομα, τα ερπετά).
Ρώτησα δεξιά-αριστερά για τη μονομαχία μα δεν κατάφερα να μάθω κάτι συγκεκριμένο. Συμπέρανα ότι δεν ήξεραν κι έτσι, κατά τις έξι το πρωί τους χαιρέτησα συνεχίζοντας το μονοπάτι με το μυαλό γεμάτο μπερδεμένες οδηγίες πορείας προς τα άλλα χωριά. Βάδιζα όλη μέρα μονάχος στις άλλοτε δασώδεις κι άλλοτε σκαλωτά καλλιεργημένες πλαγιές, έχοντας τις αισθήσεις σε υπερένταση. Αραιά και που, κάθετες γραμμές καπνού, σαν λιγνά μονοπάτια, ανέβαιναν στον ουρανό μαρτυρώντας στους θεούς τις εστίες των ανθρώπων οι οποίοι, όπου κι αν τους συνάντησα, βυθισμένοι στην απόγνωση της δυστυχίας τους, σπάνια με χαιρετούσαν. Μόνο τα παιδιά έτρεχαν κοντά μου, κεντρισμένα από την περίεργη φτιαξιά του ξένου.
Το χωριό στο οποίο με έριξε ή τύχη κατά το σούρουπο, δεν είχε πάνω από εφτά-οκτώ σπίτια. Το σκοτάδι έπεφτε γλυκά στα Ιμαλάια, ο ορίζοντας κάλυπτε με βαθύ αμέθυστο την απεραντοσύνη του κι ενώ χανόταν, τα άστρα πλησίαζαν τόσο κοντά στους ανθρώπους, ώστε άκουγα το βουητό του φωτός τους. Ζήτησα να νοικιάσω έναν χώρο για τη νύχτα, μα δεν έδειξαν την παραμικρή προθυμία ή έστω τη διάθεση να παζαρέψουν. Δεν μου επέτρεψαν να κοιμηθώ ούτε καν με τα ζώα, από φόβο μην τους κάνω κακό ή τα τρομάξω. Ζητώντας σχεδόν απεγνωσμένα άσυλο, ρώτησα αν μπορούσα να μείνω στον μικρό ναΐσκο τον όποιο είχα δει λίγα μέτρα πιο κάτω, στην είσοδο του χωριού -ένα κλειστό κτίσμα δύο επί δύο περίπου- κι όταν επιτέλους κατάλαβαν τι εννοούσα, έκαναν με τα χέρια σχήματα αρνητικά, περιγράφοντας κάτι το όποιο δεν κατάφερα να αποκωδικοποιήσω. Έτσι, με πολύ βαριά διάθεση, αποφάσισα βρίζοντας μέσα από τα δόντια μου, να κοιμηθώ κάτω από τα δέντρα, πλάι σ' ένα σπίτι του όποιου οι ιδιοκτήτες έδειχναν καλοσυνάτοι.
Λαγοκοιμόμουνα όταν ένιωσα τη βροχή να χύνεται με το τουλούμι πάνω μου. Σε δευτερόλεπτα μούσκεψα μέχρι τα εσώρουχα. Αυτή την εποχή οι μουσώνες ξεσπάνε απροειδοποίητα, μετατρέποντας ταχυδακτυλουργικά το διάχυτο φως των άστρων σε σύννεφα, την ατάραχη λάμψη της νύχτας σε καταιγίδα. Αδιαφορώντας για τις συνέπειες, σκέφτηκα «το πρωί βλέπουμε» κι έτρεξα τσαλαβουτώντας στον μικρό ναΐσκο, το μόνο διαθέσιμο καταφύγιο. Σήκωσα τον ξύλινο σύρτη της χαμηλής πόρτας, την άνοιξα, μπήκα, μα πριν ολοκληρώσω το πρώτο βήμα κάπου σκόνταψα. Στο φως του zippo είδα απλωμένους στο πάτωμα δύο σκιερούς όγκους, λιγνούς σαν μακρονήσια. Ξαφνιάστηκα, «την κάναμε», είπα μέσα μου περιμένοντας να αντιδράσουν, μα η παρατεταμένη ακινησία καθώς και απάθεια στις αστραπές, με έκανε να συμπεράνω πως επρόκειτο για πεθαμένους.
Γύρισα να φύγω, όμως η καταιγίδα έξω δυνάμωνε χωρίς να μου αφήνει περιθώρια επιλογής.
Ενώ σφάλιζα την πόρτα, κατανοούσα το γιατί απαγόρεψαν την παραμονή μου εκεί μέσα. «Νεκροί», έλεγαν οι χειρονομίες, «πνεύματα». Ακούμπησα την πλάτη στο πορτόφυλλο ανακεφαλαιώνοντας την κατάσταση. Δεν βρεχόμουν μεν, όμως ήταν δύσκολο να δεχτώ πως θα περνούσα τις υπόλοιπες ώρες της νύχτας μαζί τους όρθιος. Οι φυσικές μου δυνάμεις δεν το άντεχαν και το πρωί είχα δρόμο.
Με τις μπότες απομάκρυνα μαλακά τα άκαμπτα σώματα στα πλάγια δημιουργώντας ανάμεσά τους όσο χώρο χρειάζεται ένα κορμί για να ξαπλώσει, κι έπεσα ανάποδα, τα πόδια μου στο κεφάλι τους, αποφεύγοντας, κατά το δυνατόν τα αγγίγματα. Ευχαριστημένος από την εξέλιξη, βολεύτηκα όσο πιο άνετα μπορούσα, λευτέρωσα το μυαλό από περιττές σκέψεις κι άφησα την κούραση να οδηγήσει μονορούφι, δίχως όνειρα, τη συνείδησή μου στον ύπνο.
Με ξύπνησαν πνιχτοί ψίθυροι. Έντονο χρυσογάλαζο φως εισέβαλε από τις χαραμάδες του ναΐσκου. Η τρεμουλιαστή κίνηση των αιωρούμενων ηλιαχτίδων πρόδιδε την παρουσία ανθρώπων που απέξω προσπαθούσαν να δουν μέσα. Ακίνητος, παρατηρούσα -μια ανάσα μακρύτερα- τις άδειες από ζωή παγωμένες πατούσες. Πρέπει να είχαν περπατήσει όλη τους τη διαδρομή γυμνές κι αν υπήρχε κάποιος τρόπος μαντείας ανάλογος με εκείνη των χεριών, στο αποσκληρωμένο δέρμα, σκέφτηκα, οι χαραγματιές της κακουχίας θα προανήγγειλαν με βεβαιότητα τον πρόωρο θάνατο.
Έμεινα για λίγο καθιστός, με την πλάτη ακουμπισμένη στην πόρτα, αντίκρυ στα χλωμά σκουρόχρωμα πρόσωπα, μελετώντας τις φωτοσκιάσεις των μισόκλειστων ματιών, την ένταση των τραβηγμένων μυών. Απομεινάρια ανέκφραστα, παγωμένες φόρμες, συνδυασμοί χαρακτηριστικών στο άπειρο, τους οποίους θα έσβηνε για πάντα η φωτιά. Ξέχασα γρήγορα τις μορφές τους, αλλά θυμάμαι έντονα μια μεγάλη κόκκινη κηλίδα ξεραμένο αίμα στο λερωμένο σάβανο, καθώς επίσης τη δυσάρεστη οσμή, την οποία εισέπνεα όλο το βράδυ. Βγήκα από το νεκροφυλακείο υγρός, μουδιασμένος.
Όλο το χωριό ήταν μαζεμένο απέναντι από την πόρτα. Τους χαιρέτησα με ένα ήρεμο «ναμαστέ» προετοιμασμένος συνάμα να δεχτώ παρατηρήσεις, όμως αυτοί με κοιτούσαν σιωπηλά, μάλλον φοβισμένα.
Κι όσο στέγνωνα στον ήλιο το κορμί μου, οι άντρες έβγαλαν έξω τους νεκρούς. Τους ξάπλωσαν στο χώμα, έδεσαν ανά δύο τις άκρες του κάθε σεντονιού, πέρασαν ένα χοντρό μπαμπού ανάμεσα, με τρόπο που μόλις το σήκωναν η σορός να αιωρείται στο κενό σαν θήραμα το οποίο οι κυνηγοί του το μεταφέρουν επιδεικτικά προειδοποιώντας τα υπόλοιπα ζώα για το τι τα περιμένει. Στη συνέχεια χαιρέτησαν τους συγγενείς, φορτώθηκαν τις άκρες των χοντρών καλαμιών στις άκρες των αδύνατων ώμων τους, και χάθηκαν σε διχαλωτά μονοπάτια μέχρι τις όχθες του ιερού ποταμού. Εκεί, πάνω σε ένα σωρό ξύλα, το πυρακτωμένο κορμί ελευθερώνεται από τη βαρύτητα, μεταμορφώνεται σε εκατοντάδες πεταλούδες στάχτης και αναζητά χορεύοντας την ψυχή στο φως. Ό,τι είναι βαρύ, ό,τι δεν μπορεί να πετάξει, γίνεται σκόνη, στάχτη και γλιστράει στο ποτάμι με την άσβεστη ιερή ροή. Κατά τη διάρκεια της καύσης, απ' όλο το κορμί, μόνο ο εγκέφαλος εκρήγνυται, εκδηλώνοντας ίσως την ύστατη οργή του για έναν θάνατο που δεν κατανόησε ή δεν αποδέχτηκε ποτέ. (1)
1. Απόσπασμα από το βιβλίο «Ιστορίες ενός ρευστού έργου», εκδόσεις Εστίας, Αθήνα 1997.