Ο Λουκάς Σαμαράς ήταν Ελληνοαμερικάνος καλλιτέχνης. Στην αρχή της καρίερας του ασχολήθηκε με την ζωγραφική, τη γλυπτική και τα εικαστικά αλλά σύντομα τον κέρδισε η τέχνη της φωτογραφίας. Μάλιστα σε αφιέρωμα γι' αυτόν οι New York Times γράφουν ότι πέθανε «ο άνθρωπος που ήταν ο ίδιος του ο καμβάς».
Όπως γράφει το αφιέρωμα στην γκαλερί του: «Δουλεύοντας στην ψηφιακή σφαίρα πολύ πριν συνδεθεί με τις καλές τέχνες, ο Σαμαράς πρωτοστάτησε σε ριζοσπαστικούς νέους τρόπους δημιουργίας εικόνας σε όλη την ιστορική του καριέρα, ωθώντας και επαναπροσδιορίζοντας τα όρια της προσωπογραφίας και της αυτοπροσωπογραφίας κατά τη διάρκεια επτά δεκαετιών. Με επίκεντρο το σώμα και την ψυχή, το αυτοβιογραφικό έργο του Σαμαρά σε φωτογραφία, ζωγραφική, εγκατάσταση, συναρμολόγηση, σχέδιο, κλωστοϋφαντουργία και γλυπτική συχνά στοχάζεται στην εύπλαστη, μεταβαλλόμενη φύση του εαυτού. 'Μου αρέσει να ξαναφτιάχνω τον εαυτό μου στη φωτογραφία', είπε κάποτε ο καλλιτέχνης»
Γεννημένος στην Καστοριά της Ελλάδας το 1936, ο Σαμαράς μετανάστευσε με την οικογένειά του στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1948 και εγκαταστάθηκαν στη Δυτική Νέα Υόρκη στο Νιου Τζέρσεϊ. Παρακολούθησε το Πανεπιστήμιο Rutgers στο New Jersey από το 1955 έως το 1959, σπουδάζοντας κοντά στους καλλιτέχνες Allan Kaprow και George Segal. Ο Σαμαράς γνώρισε επίσης στο Rutgers τον συμφοιτητή του Robert Whitman, έναν καλλιτέχνη με τον οποίο θα συνεργαζόταν τα επόμενα χρόνια. Το 1959, σπούδασε ιστορία της τέχνης υπό τον Meyer Schapiro στο Πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης.
Τα τελευταία χρόνια οι αναφορές στο όνομά του πλήθαιναν στη χώρα μας, ενώ διοργανώθηκαν σημαντικές εκθέσεις αφιερωμένες στο έργο του. Άλλωστε σχετικά πρόσφατα, το 2009, εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Biennale της Βενετίας. Το αν η Ελλάδα ανακάλυψε κάπως καθυστερημένα το έργο του, ή αν τώρα παρουσιάζεται έτοιμη να το προσεγγίσει, δεν έχει μεγάλη σημασία. Γεγονός πάντως είναι, ότι ο περί ελληνικότητας λόγος για τους καλλιτέχνες ελληνικής καταγωγής που δραστηριοποιούνται στο εξωτερικό έχει χάσει την ουσία του στις μέρες μας.
Σε παλαιότερη αυτό-συνέντευξή του, στα τριάντα πέντε του, ο Σαμαράς ρωτούσε τον εαυτό του πού έχει γεννηθεί και απαντούσε, «στη Μακεδονία». Όταν εν συνεχεία ρώτησε τον εαυτό του πού βρίσκεται αυτή, εκείνος απάντησε με γλυκόπικρο χιούμορ, ίσως και με ανθελληνικό κυνισμό για κάποιους άλλους, «στην ελληνική και βυζαντινή ιστορία». Αργότερα αιτιολόγησε την προσωπική του επιλογή να παραμείνει στην Αμερική, λέγοντας: «Όταν βρίσκεσαι σε έναν κοινωνικό χώρο όπου έχεις κάποιον ενεργό και σημαντικό ρόλο, δεν έχει νόημα να γυρίσεις πίσω σε κάτι μικρότερο, στενότερο και κλειστοφοβικό… Εδώ, μπορώ να χρησιμοποιήσω τα κομμάτια του παρελθόντος όπως θέλω. Νομίζω ότι το μόνο που τελικά θα βρω, εάν πάω εκεί ψάχνοντας ένα χαμένο όνειρο, θα είναι το συναίσθημα του απόλυτα χαμένου». Σε πιο πρόσφατη συνέντευξή του, είπε σχετικά: «Τα πρώτα πέντε χρόνια της ζωής μου στις Ηνωμένες Πολιτείες ονειρευόμουν συνέχεια να επιστρέψω στην Ελλάδα. Έπειτα, μια μέρα, τα όνειρα σταμάτησαν. Ωστόσο, η αίσθηση ότι ήμουν ξένος διατηρήθηκε. Δεν έκανα καμία προσπάθεια να χάσω την προφορά μου κι έτσι οι άλλοι ήξεραν αμέσως ότι κατάγομαι από κάπου αλλού».
Το 1955, πολιτογραφείται Αμερικανός και εγγράφεται στο Πανεπιστήμιο του Rutgers. Η καλλιτεχνική δράση του Σαμαρά αποκτά τεράστιο momentum μέσα από την ενασχόλησή του με τη φωτογραφία και πρώτη φορά δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Polaroid το 1969, όταν άρχισε να αυτοφωτογραφίζεται, παίρνοντας διάφορες πόζες, φορώντας περούκες και χρησιμοποιώντας μακιγιάζ.
Τις Autopolaroids θα συνεχίσει ο Σαμαράς, όμως σταδιακά, θα αρχίσει να εκμεταλλεύεται τις δυνατότητες που του έδινε αυτό το ξεχωριστό μέσο. Η φωτογραφία Polaroid, στην ουσία δεν είναι παρά ένα φιλμ, που αποτελείται από δύο πλαστικές επιφάνειες, οι οποίες περικλείουν ένα στρώμα παχύρρευστου, χημικού γαλακτώματος. Όταν φωτογραφίζεται ένα θέμα, η εικόνα του αποτυπώνεται στο γαλάκτωμα αυτό και σταδιακά γίνεται ορατή μέχρι να ολοκληρωθεί η χημική διαδικασία. Ο Σαμαράς, λοιπόν, μπορούσε να παρέμβει στο αποτέλεσμα που θα έδινε η Polaroid, αρκεί να μετακινούσε ή να επενέβαινε με κάποιο τρόπο στο στρώμα του γαλακτώματος τα λίγα αυτά δευτερόλεπτα, που χρειαζόταν αυτό για να στερεοποιηθεί.
Το 1973, ο John Holmes, υπάλληλος της Polaroid Corporation, έδωσε στο Σαμαρά, όπως και σε άλλους καλλιτέχνες, το νέο μοντέλο της εταιρείας, το SX 70, παροτρύνοντάς τους να πειραματιστούν με τη νέα μηχανή και να παράγουν φωτογραφίες για μια έκθεση που θα γινόταν στη Light Gallery, της Νέας Υόρκης. Με αφορμή την παραχώρηση αυτή, ο Σαμαράς θα εξελίξει ακόμη περισσότερο την τεχνική επεξεργασία των εικόνων του, και θα δημιουργήσει μία νέα ενότητα έργων, τις Φωτο-Μεταμορφώσεις, ή Photo-Transformations, από το 1973 μέχρι το 1976.
Τη δεκαετία του ’90, ο Σαμαράς έρχεται σε επαφή με την τεχνολογία των ηλεκτρονικών υπολογιστών, αποκτά ψηφιακή βιντεοκάμερα και ψηφιακή φωτογραφική μηχανή.
Αρχικά, επεξεργάζεται ψηφιακά τις φωτογραφίες του για να συνδυάσει παλαιότερες και πρόσφατες όψεις του εαυτού του σε μία εικόνα, με τη βοήθεια του Photoshop. Αργότερα θα βγει με τη μηχανή του, στους δρόμους της πόλης και θα φωτογραφίζει ασταμάτητα καρέκλες κάθε είδους, στα σκουπίδια, στα μαγαζιά, δίπλα στους πάγκους των πλανόδιων πωλητών και αλλού. Τις φωτογραφίες αυτές θα επεξεργαστεί ψηφιακά στην υπολογιστή, παρεμβαίνοντας στα χρώματά τους και θα τους δώσει τον τίτλο Vertiginous (ιλιγγιώδης), παραπέμποντας στην έντονη, ιλιγγιώδη και σκληρή χρωματική κλίμακα των εφφέ του υπολογιστή.
Με πληροφορίες από artycle.gr, pacegallery.com/lifo.gr