Η γραφή και ο τρόπος του Μπόρχες δεν έχει προηγούμενο: ως Αργεντινός αγάπησε κάθε μικρή λαϊκή ιστορία του τόπου του αλλά γνώρισε σε βάθος την αγγλοσαξονική θεωρία. Γεύτηκε κάθε γωνιά του κειμένου –κώδικες, παπύρους, επείσακτα παραμύθια–, έγινε ταυτόχρονα φιλόσοφος και ποιητής, ταξίδεψε, κατέγραψε κάθε στοιχείο που μπορούσε να ενώσει τη βιωμένη πραγματικότητα με τη σκέψη.
Έγινε λυρικός, παράφορος και ακριβής, έβαλε την ποίηση στα μαθηματικά και τη μεταφορά στην κυριολεξία, κατέληγε να είναι πάντα ένας άλλος από αυτό που όλοι περίμεναν και από την ταυτότητα που ο ίδιος προσδοκούσε για τον εαυτό του.
Δεν ανήκε ποτέ σε κάποια «σχολή» ούτε αγαπούσε την κλειστή θεωρία ίσως γιατί το απόλυτο ιδανικό του παρέμενε πάντα αυτό του ανέστιου ιδαλγού που περιφερόταν με άνεση ανάμεσα στα κείμενα και τίναζε στον αέρα προσδοκίες και κατηγοριοποιήσεις.
Ο ίδιος ποτέ δεν προκρίνει μια θεωρία ως ισχύουσα ή δυνατή, φτάνοντας να προασπιστεί με κάθε τρόπο τα λάθη συγκεκριμένων αποδόσεων: υπερασπίζεται, για παράδειγμα, τις λάθος αποδόσεις του Μπέρτον, του Λέιν ή του Γκαλλάν στις Χίλιες και μία νύχτες ακριβώς γιατί αποκαλύπτουν τους διαφορετικούς κόσμους που τις δημιούργησαν ή αντιλαμβάνεται και καταγράφει τις διαφορετικές κοσμοθεωρίες στην απόδοση των ομηρικών έργων.
Το θέμα του, άλλωστε, δεν ήταν η μικρή απόσταση που χωρίζει τη μορφή από το περιεχόμενο ή η αναζήτηση της ουσίας του κειμένου αλλά η λειτουργία του: το να μπορέσει δηλαδή να απελευθερώσει την ενέργεια που απλώνεται στον χώρο και στον χρόνο και το μετασχηματίζει σε ζωτική ορμή –κατά τον αγαπημένο του Μπερξόν– και ορμητική λάβρα.
«Τα κλειστά κείμενα έχουν να κάνουν με τη θρησκεία ή την κόπωση» γράφει ορθά στα Δοκίμια, καταργώντας τη σημασιολογική ανάλυση και εισάγοντας στην καρδιά της λογοτεχνίας τις μαθηματικές αρχές της εντροπίας. Και από εδώ ακριβώς ξεκινά –κάπου στη μέση του εκφραστικού κόσμου, στο μεταίχμιο του τέλους με την αρχή– η ανάγνωση ή, καλύτερα, το συναρπαστικό ταξίδι στον κόσμο του Χόρχε Λουίς Μπόρχες.
Τα Δοκίμιά του –που κυκλοφορούν σε δύο τόμους από τις εκδόσεις Πατάκη, σε πολύτιμη απόδοση του φίλου του Μπόρχες και μεταφραστή Αχιλλέα Κυριακίδη– ανιχνεύουν τον τρόπο που εξυφαίνει ο λογοτέχνης, δοκιμιογράφος, φιλόσοφος και ποιητής, σαν μια πολύτιμη δαντέλα, στις ακρώρειες του σύμπαντος το ατελείωτο κείμενό του.
Ξέρει, άλλωστε, πως ο ίλιγγος που θα νιώσει ο αναγνώστης καθώς θα προσπαθήσει να εκμηδενίσει τις αποστάσεις ανάμεσα στις διαφορετικές παραδόσεις και εκφορές είναι δεδομένος, αλλά όταν θα απαλλαγεί από τα στεγανά –της μετάφρασης, της αποκωδικοποίησης, του ορθού και του λάθους– θα γευτεί τη μαγεία.
Σπάζοντας τον κώδικα, θα μπει στον καρπό και στην ουσία, θα νιώσει τη γεύση, θα αφεθεί στο σύμπαν. Μόνο τότε, όταν ακραγγίξει τη στιγμή που κλείνει μέσα της όλες τις λεπτομέρειες του σύμπαντος, θα δει την αιωνιότητα: γιατί «χωρίς την αιωνιότητα, χωρίς έναν μυστικό και λεπτεπίλεπτο καθρέφτη αυτών που πέρασαν απ' τις ψυχές, η παγκόσμια ιστορία είναι χαμένος χρόνος – μαζί της, και η προσωπική μας ιστορία, κάτι που δεν είναι και πολύ ευχάριστο, γιατί μας υποβιβάζει σε φαντάσματα».
Για τον ποιητή, φιλόσοφο-λογοτέχνη και, κυρίως, δημιουργό, η αιωνιότητα δεν μπορεί να διασωθεί αλλά ούτε και να αφεθεί αποκλειστικά στην ποταπή χρονική συνθήκη.
Ενυπάρχει στη λεπτομέρεια κάθε κειμένου και κάθε βιώματος, στην προσθήκη που βάζει ο μεταφραστής επηρεασμένος από τη δόλια επιθυμία του, στις παρερμηνείες που κάνει και στα λάθη, σε εξωλογικές καταστάσεις όπως ο πόθος που νιώθουν οι πόρνες στα χαμαιτυπεία, στα απόλυτα πάθη που εκφράζει το ταγκό. «Το στυλ του πόθου είναι η αιωνιότητα» γράφει ο Μπόρχες και ο πόθος δεν λαθεύει ποτέ.
Αλλά και «η ζωή είναι πολύ φτωχή για να μην είναι αθάνατη» και γι' αυτό ακριβώς έχει ανάγκη από τις πολύτιμες προσθήκες που θέτει η δύναμη της μεταφοράς μέσα από προφορικές αφηγήσεις και τα κείμενα – όχι από τις θεωρίες.
Εξού και το ότι ο ίδιος ποτέ δεν προκρίνει μια θεωρία ως ισχύουσα ή δυνατή, φτάνοντας να προασπιστεί με κάθε τρόπο τα λάθη συγκεκριμένων αποδόσεων: υπερασπίζεται, για παράδειγμα, τις λάθος αποδόσεις του Μπέρτον, του Λέιν ή του Γκαλλάν στις Χίλιες και μία νύχτες ακριβώς γιατί αποκαλύπτουν τους διαφορετικούς κόσμους που τις δημιούργησαν ή αντιλαμβάνεται και καταγράφει τις διαφορετικές κοσμοθεωρίες στην απόδοση των ομηρικών έργων.
Το μυθιστόρημα, όπως και η μετάφραση, πρέπει να είναι «ένας συγκροτημένος συνδυασμός επαγρυπνήσεων, συγγενειών και αντηχήσεων» και όχι ένα βαρετό οριοθετημένο δίλημμα ανάμεσα στο σωστό και στο λάθος. Άλλωστε τίποτα δεν είναι ποτέ αυτό που φαίνεται για τον Μπόρχες και ο κόσμος δεν αρχίζει και δεν τελειώνει εκεί που βλέπουμε.
Το παράδοξο λειτουργεί εξίσου με το πραγματικό, το αντιληπτό με το μεταφορικό. Το απόλυτο υπάρχει στο λίγο και το λίγο αναπαράγει την αιωνιότητα στις στιγμές του – γι' αυτό και ο ίδιος δείχνει να αγαπάει τόσο τους Γνωστικούς ταυτόχρονα με τους μαθηματικούς του Μεσαίωνα.
Σημασία δεν έχει να κατακρίνεις ή να επεξηγείς το παράλογο αλλά να βλέπεις τι είναι αυτό που το μετέτρεψε σε θεωρία, ποιο πάθος το οδήγησε στο να θέλει να ωριμάσει: «Άλλο πράγμα είναι η αφηρημένη θεωρία της θεϊκής ενότητας και άλλο η ριπή του ανέμου που ξεσήκωσε κάποιους Άραβες βοσκούς από την έρημο και τους έριξε σε μια μάχη που δεν έληξε ακόμα και που έφτανε απ' την Ακουιτανία ως τον Γάγγη» γράφει χαρακτηριστικά αναφερόμενος στον Ουόλτ Ουίτμαν, «που ήθελε να πλάσει έναν ιδεώδη δημοκράτη, όχι να διατυπώσει μια θεωρία».
Για τον ίδιο λόγο δείχνει ξεχωριστή αδυναμία στον Φλωμπέρ, ο οποίος, παρότι «σφυρηλάτησε το ρεαλιστικό μυθιστόρημα με τη Μαντάμ Μποβαρί, ήταν ο πρώτος που το διέρρηξε», με ύψιστο παράδειγμα το άκρως γκροτέσκο Μπουβάρ και Πεκυσέ, το οποίο αποκάλυψε την αδυναμία της γνώσης να γραπώσει την πραγματικότητα – πόσο μάλλον το αιώνιο.
Ο Μπόρχες προσδίδει στον Φλωμπέρ αρχετυπικά χαρακτηριστικά, παρομοιάζοντάς τον με τον Πίνδαρο: «Με αυτό τον ιερατικό ποιητή που παρομοίασε τις ωδές του με πλακόστρωτους δρόμους, με μια παλίρροια, με χρυσελεφάντινα γλυπτά και με κτίρια και είχε τη συναίσθηση ότι ενσάρκωνε την αξιότητα της θεραπείας των γραμμάτων».
Ίσως αυτός τελικά να είναι και ο ρόλος που ανέλαβε ο Μπόρχες για τον εαυτό του – θεραπευτικός με την αρχαιοελληνική έννοια της παρηγοριάς απέναντι στην αδυναμία του ανθρώπου να γίνει ένα με το άφατο, το καθολικό και το αιώνιο. Ένας αόρατος ιχνηλάτης που τρύπωσε μέσα στα κείμενα και μετέφερε σχεδόν διαισθητικά –δεν είναι τυχαίο ότι το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το πέρασε τυφλός– αυτό που θέλουν να συλλάβουν, αλλά ποτέ δεν μπορούν με ακρίβεια οι λέξεις.
Στον βαθμό που η αλήθεια δεν είναι ποτέ εφικτή και η παγκόσμια ιστορία δεν συνεχίζεται από τα γεγονότα αλλά από τις μεταφορικές της μετατοπίσεις, ξέρει πως ο ίδιος, ως αναγνώστης, είναι καταδικασμένος να περιφέρεται ανάμεσά τους σαν ζαλισμένος Δον Κιχώτης. Ποτέ δεν θα ξέρει αν κυνηγάει ανεμόμυλους ή αν αυτά που συλλαμβάνει είναι πραγματικά – «Οι προθάλαμοι συγχέονται με τους καθρέφτες, το προσωπείο είναι κάτω από το πρόσωπο, κανείς δεν ξέρει ποιος είναι ο πραγματικός άνθρωπος και ποια τα είδωλά του.
Κι ωστόσο, τίποτα δεν έχει σημασία. Αυτή η αταξία είναι συνηθισμένη και καλόδεχτη, σαν εκείνα τα οράματα μεταξύ ύπνου και ξύπνου». Μέσα στην ιλλιγιώδη συνθήκη της ζωής που έζησε ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες και αυτής που βρήκε μέσα στα κείμενα τα πάντα θα είναι τόσο απτά όσο και μυστηριώδη.
Πέθανε στις 14 Ιουνίου του 1986 στη Γενεύη, τάφηκε στο Μπουένος Άιρες και δεν τιμήθηκε ποτέ με το βραβείο Νόμπελ, ίσως γιατί η πραγματικότητα ποτέ δεν τον χώρεσε. Ήταν απλώς σπουδαίος. Ο σπουδαιότερος όλων.
lifo.gr