Ολόκληρη η Επιτροπή Επιμελητών Αναζήτησης για την Documenta 16 παραιτήθηκε ως απάντηση στις πρόσφατες παραιτήσεις δύο μελών της, των Bracha Lichtenberg Ettinger και Ranjit Hoskote (καθένας για διαφορετικούς λόγους), που σχετίζονται με τη σύγκρουση Ισραήλ - Χαμάς. Η κίνηση-ματ (από τους παραιτηθέντες) έρχεται εν μέσω ευρύτερης αναταραχής στην πολιτιστική σφαίρα της Γερμανίας σχετικά με το τι πρέπει να προστατεύεται ως ελευθερία του λόγου.
Η πενταετής γιορτή στη γερμανική πόλη του Κάσελ είναι ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα στη σύγχρονη εποχή, ημερολόγιο του κόσμου της τέχνης, που συναγωνίζεται ακόμα και την Μπιενάλε της Βενετίας, καθώς φέτος στο πρόγραμμά της περιλαμβάνει 1.500 καλλιτέχνες. Έτσι, ο γερμανικός Τύπος την τελευταία εβδομάδα έχει στραμμένο το βλέμμα του στη διοργάνωση, αφού λειτουργεί και με δημόσιο προϋπολογισμό, ύψους 42 εκατομμυρίων ευρώ.
Το χρονικό των παραιτήσεων
Η επιτροπή εύρεσης, αρχικά μιας ομάδας έξι ατόμων, είχε επιφορτιστεί με τον διορισμό του/των επιμελητή/ών για την Documenta 16, η οποία έχει προγραμματιστεί να πραγματοποιηθεί το 2027. Οι παραιτήσεις των Hoskote και Ettinger ανακοινώθηκαν στις 13 Νοεμβρίου. Τα υπόλοιπα τέσσερα μέλη της επιτροπής (Gong Yan, Simon Njami, Kathrin Rhomberg και María Inés Rodríguez) ανακοίνωσαν την παραίτησή τους μόλις τρεις ημέρες αργότερα, στις 16 Νοεμβρίου. Η ομάδα συνυπέγραψε μια επιστολή στην οποία έλεγαν ότι το «συναισθηματικό και πνευματικό κλίμα υπεραπλούστευσης των περίπλοκων πραγματικοτήτων και οι περιοριστικοί περιορισμοί που προκύπτουν από αυτήν» καθιστούν «αδύνατο για εμάς να συλλάβουμε ένα ισχυρό και σημαίνον εκθεσιακό έργο, και κατά συνέπεια να επιτρέπουν την υπεύθυνη συνέχιση της διαδικασίας επιλογής για τον καθορισμό μιας επιμελητικής ιδέας για την Documenta 16».
Ο Hoskote, θεωρητικός και επιμελητής του πολιτισμού, παραιτήθηκε μόλις τέσσερις ημέρες αφότου η Süddeutsche Zeitung ανέφερε, στις 9 Νοεμβρίου, ότι είχε υπογράψει μια αναφορά που καταδίκαζε μια εκδήλωση που σχεδίαζε το Γενικό Προξενείο του Ισραήλ στο Πανεπιστήμιο της Βομβάης το 2019. Η εκδήλωση διερεύνησε σχέση μεταξύ του δεξιού σιωνισμού και του ινδουιστικού εθνικισμού. Όταν δημοσιοποιήθηκε αυτή η είδηση, ο υπουργός Πολιτισμού της Γερμανίας απείλησε να αποσύρει την κρατική χρηματοδότηση από την Documenta 16. Λίγο αργότερα, η Documenta ζήτησε από τον Hoskote να αποστασιοποιηθεί δημόσια από την αναφορά. Ωστόσο αυτός επέλεξε να παραιτηθεί, λέγοντας ότι η συμπάθειά του για τον παλαιστινιακό λαό είχε παρερμηνευθεί ως υποστήριξη της Χαμάς. Και πρόσθεσε: «Είναι σαφές για μένα ότι δεν υπάρχει χώρος σε αυτήν την τοξική ατμόσφαιρα για μια λεπτή συζήτηση». Ο διευθύνων σύμβουλος της Documenta Andreas Hoffmann ευχαρίστησε τον Hoskote για την απόφασή του υπό το φως των κατηγοριών για αντισημιτισμό που διατυπώθηκαν κατά της Documenta. «Πρέπει να αποστασιοποιούμαστε με συνέπεια από κάθε μορφή αντισημιτισμού», είπε. «Τα γεγονότα του καλοκαιριού του 2022 δεν πρέπει να επαναληφθούν. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί μια νέα αρχή». Από την πλευρά του, ο Hoskote φοβήθηκε ότι τα γεγονότα θα μπορούσαν να «αναιρέσουν το ιστορικό άνοιγμα της Documenta σε μια ποικιλία θέσεων».
Εκτός από την αποχώρηση του Hoskote, η Ισραηλινή καλλιτέχνιδα και θεωρητικός Bracha Lichtenberg Ettinger παραιτήθηκε, επίσης επικαλούμενη την αγωνία της για την κατάσταση στη Μέση Ανατολή, η οποία ανάφερε πως «είναι τραγική από όλες τις πλευρές». Ζήτησε να διακοπεί η διαδικασία επιλογής λόγω της «ανικανότητάς της να είναι αποτελεσματική» κατά τη διάρκεια συναντήσεων που πραγματοποιήθηκαν από τις 12 έως τις 13 Οκτωβρίου, οι οποίες συνδέονταν εξ αποστάσεως από το Ισραήλ και οι οποίες «παρέλυσαν από πυραύλους». Ωστόσο, λόγω του ότι η διαδικασία είχε φτάσει σε προχωρημένο στάδιο, το αίτημά της δεν έγινε δεκτό.
Όταν λοιπόν ανακοινώθηκαν αυτές οι αποχωρήσεις στις 13 Νοεμβρίου, τα υπόλοιπα τέσσερα μέλη και η διοίκηση της Documenta εξέτασαν μια σειρά από «διαδρομές» για τη συνέχεια των διαδικασιών. Αυτές περιελάμβαναν την αναβολή της διαδικασίας επιλογής κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης Ισραήλ - Χαμάς ή την εύρεση αντικαταστατών και την πλήρη επανεκκίνηση της έρευνας. Εν τέλει, όμως, τα υπόλοιπα μέλη της επιτροπής αποφάσισαν ότι δεν επιθυμούσαν πλέον να συμμετέχουν. Σε επιστολή που εξηγεί την απόφασή της, η ομάδα αναγνώρισε ότι «ενόψει του παρελθόντος της, η Γερμανία έχει διακριτές κοινωνικές και πολιτικές ευθύνες. Η μεγάλη ευαισθησία απέναντι σε όλες τις αντισημιτικές τάσεις είναι εύγλωττη μαρτυρία στον βαθμό που το έθνος έχει εσωτερικεύσει αυτήν την ευθύνη». Δήλωσαν επίσης ότι αυτό «αξίζει τη μεγαλύτερη εκτίμηση, ειδικά τώρα, όταν ανησυχητικά σημάδια βαθιά ριζωμένου αντισημιτισμού γίνονται και πάλι αισθητά σε όλο τον κόσμο». Προειδοποιώντας μάλιστα πως «αυτή η επίγνωση των ειδικών ευθυνών διατρέχει τον κίνδυνο να χρησιμοποιηθεί καταχρηστικά για την πολιτική της κοινής γνώμης προκειμένου να κατασταλούν ανεπιθύμητες προσεγγίσεις και η ευρεία και ανοιχτή τους συζήτηση. Δεν συζητήθηκε αναλυτικά και με διάλογο, με αποτέλεσμα να πάρουν έδαφος η υπεραπλούστευση και οι προκαταλήψεις». Αυτά τα συμπεράσματα φαίνεται να υπονοούν ότι το πολιτικό κλίμα επί του παρόντος δεν είναι κατάλληλο για τη διοργάνωση μιας εκδήλωσης όπως η Documenta 16. «Υπό τις παρούσες συνθήκες δεν πιστεύουμε ότι υπάρχει χώρος στη Γερμανία για μια ανοιχτή ανταλλαγή ιδεών και την ανάπτυξη πολύπλοκων διακριτικών καλλιτεχνικών προσεγγίσεων που αξίζουν οι καλλιτέχνες και οι επιμελητές της Documenta», ανέφεραν. «Δεν πιστεύουμε ότι μπορούν να δημιουργηθούν αποδεκτές συνθήκες βραχυπρόθεσμα και θεωρούμε ότι είναι ασέβεια προς την κληρονομιά της Documenta να παραμείνουμε ικανοποιημένοι με την τρέχουσα κατάσταση». Σε ανακοίνωσή της ως απάντηση στις παραιτήσεις, η Documenta είπε ότι «σέβεται αυτήν την απόφαση και ευχαριστεί όλους τους εμπλεκόμενους για τη δέσμευσή τους». Ο οργανισμός είπε ότι θα υπάρξει ανανέωση της επιτροπής επιλογής, αλλά δεν σχολίασε εάν η Documenta 16 θα προχωρήσει το 2027 όπως αρχικά είχε προγραμματιστεί.
Το φιτίλι
Όλα ξεκίνησαν όταν ένα κεντρικό έργο «άναψε» το φιτίλι των αντιδράσεων στη διοργάνωση του 2022. Πρόκειται για τη μεγάλη εγκατάσταση-πανό από την ινδονησιακή κολεκτίβα «Taring Padi» με τίτλο «People's Justice». Είχε τοποθετηθεί μπροστά στο Φριντεριτσιάνουμ, τον κεντρικό χώρο της Documenta, και προκάλεσε σάλο ανάμεσα σε κοινό, επιμελητές και καλλιτέχνες για τον αντισημιτικό της χαρακτήρα.
Στο κέντρο του έργου υπήρχε μια φιγούρα που έμοιαζε με έναν Ορθόδοξο Εβραίο με ένα «SS» στο καπέλο του, καθώς και ένα γουρούνι που φοράει κράνος με την ένδειξη «Mossad». Το πολιτικό πανό, μήκους περίπου 60 μέτρων, περιλάμβανε καρτουνίστικες απεικονίσεις ακτιβιστών που αγωνίζονται ενάντια στη στρατιωτική κυριαρχία της Ινδονησίας. Η καλλιτεχνική κολεκτίβα κατηγορήθηκε ευθέως για αντισημιτισμό από τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης καθώς και από την πρεσβεία του Ισραήλ στη Γερμανία, με την τελευταία να εκφράζει «αηδία» στους «Times of Israel» για την ένταξη του έργου τέχνης στην παγκοσμίου φήμης έκθεση. Τότε, μερικοί είχαν την άποψη ότι «η ανάγνωση ενός έργου ως αντισημιτικού είναι μονοδιάστατη, θα μπορούσε να οδηγήσει σε λογοκρισία και επίσης να δημιουργήσει ένα ανησυχητικό προηγούμενο».
Τότε, οι διαμάχες συνεχίστηκαν μέχρι το τέλος της διοργάνωσης, με τη συζήτηση να περιορίστηκε μόνο σε αυτό, επισκιάζοντας κάθε άλλη εκδήλωση. Πράγμα που, ουσιαστικά, μεγάλωσε το χάσμα των απόψεων του γερμανικού κατεστημένου για το μποϊκοτάζ του Ισραήλ και των καλλιτεχνών, των μουσικών και άλλων δημιουργών, ειδικότερα από το εξωτερικό. Όπως είχαν γράψει οι «ΝΥΤ», μεγάλο μέρος του καλλιτεχνικού κόσμου υποστήριζε ότι το μποϊκοτάζ κατά του Ισραήλ δεν συνιστά αντισημιτική στάση, κάτι που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με αυτά που υποστηρίζουν οι Γερμανοί πολιτικοί, ενώ οι δύο πλευρές φαίνονταν απρόθυμες να συζητήσουν μεταξύ τους και βρέθηκαν σε θεμελιώδη σύγκρουση. Σημειώνεται ότι ο αντισημιτισμός είναι ευρέως διαδεδομένος στη Γερμανία, και ορισμένα από τα έργα τέχνης στην Documenta θα μπορούσαν να τον τροφοδοτήσουν. Ωστόσο, δεν μπορεί να θεωρηθεί αντισημιτισμός οποιαδήποτε κριτική ασκείται στο Ισραήλ.
Στη διάρκεια της διοργάνωσης, ένας χώρος που στέγαζε την παλαιστινιακή κολεκτίβα «The Question of Funding» βανδαλίστηκε από την ομάδα διαμαρτυρίας «Alliance Against Antisemitism Kassel» η οποία έριξε λάδι στη φωτιά και τροφοδοτήθηκε από πολιτικούς και τον Τύπο. Ο βαθμός εμπιστοσύνης ανάμεσα στους καλλιτέχνες, τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης και τις αρχές άγγιξε το ναδίρ.
Πληροφορίες από ArtNet, ArtForum, Art Newspaper