Ο ζωγράφος John Singer Sargent και η Ena Wertheimer υπήρξαν καλοί φίλοι. Η αμοιβαιότητα στη σχέση τους είναι εμφανής στο εντυπωσιακό πορτρέτο που της φιλοτέχνησε: εκείνη με περιβολή ιππασίας, η οποία συνοδεύεται από ένα εντυπωσιακό καπέλο με φτερά. Ο πίνακας αυτή την εποχή εκτίθεται στην έκθεση Fashioned by Sargent στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης.
Ο παρατηρητικός φιλότεχνος, κοιτάζοντας πάνω από τον ώμο της, θα προσέξει το πλατύ χαμόγελο της, ενώ κρατάει στο καλυμμένο με γάντι χέρι της, ένα κομμάτι ύφασμα φορεμένο με τέτοιο τρόπο ώστε να θυμίζει μανδύα. Μια σκούπα που ξεπροβάλλει από κάτω, υποκαθιστά το τελετουργικό σπαθί. Ο δυναμικός χαρακτήρας του πορτρέτου, που είναι σαν να αποτυπώνει τη Ena εν μέσω μιας δράσης, σαν ο καλλιτέχνης να συλλαμβάνει τη στιγμή, οδήγησε στην ιταλική ονομασία του πίνακα του 1905, A Vele Gonfie, που σημαίνει «με γεμάτα πανιά» ή «με κέφι».
Πρόκειται για ένα εξαιρετικά ασυνήθιστο πορτρέτο κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, αλλά αυτό που το καθιστά ακόμα πιο ασυνήθιστο είναι ότι το πορτρέτο ήταν παραγγελία του Asher Wertheimer, πατέρα της Ena, Βρετανού εμπόρου τέχνης γερμανοεβραϊκής καταγωγής. Αφορμή αποτέλεσε ο γάμος της με τον χρηματιστή Robert Mathias. Ήταν ένα από τα 12 πορτρέτα της οικογένειας που ζωγράφισε ο Sargent, η μεγαλύτερη ιδιωτική παραγγελία που είχε αναλάβει ποτέ ο καλλιτέχνης.
Ο μελετητής Andrew Stephenson λέει χαρακτηριστικά: «Δεν ήταν καθόλου συνηθισμένο να απεικονίζεται μια γυναίκα με ανδρική ενδυμασία για ένα επίσημο πορτρέτο γάμου, αποτελεί εξαίρεση». Σύμφωνα με την Tate, «το πλουμιστό καπέλο και ο μανδύας ήταν τα ενδύματα που φορούσαν τα μέλη του Τάγματος της Περικνημίδας της βρετανικής μοναρχίας, το οποίο εκείνη την εποχή δεχόταν αποκλειστικά άντρες - μέλη».
Σίγουρα δεν ήταν το είδος του ρούχου με το οποίο θα συμφωνούσε να εμφανιστεί η γυναικεία αριστοκρατική πελατεία του Σάρτζεντ, αλλά επρόκειτο και για γυναίκες με τις οποίες ο Σάρτζεντ δεν ένιωθε καμία πραγματική σύνδεση.
Αμερικανός στην καταγωγή που είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Ευρώπη, ο Sargent αισθανόταν κάπως σαν παρείσακτος στη βρετανική κοινωνία και προτιμούσε εκείνες τις γυναίκες που δεν δεσμεύονταν από όλα εκείνα που θεωρούσε ασφυκτικούς κώδικες ευπρέπειας.
Όπως εξηγεί ο Stephenson: «Δεν έβρισκε πολύ ενδιαφέρουσες τις συμβατικές, συντηρητικές Αγγλίδες. Του άρεσαν οι πολύ δυνατές, συχνά ανεξάρτητες γυναίκες».
Μια αντισυμβατική γυναίκα
Η Ena Wertheimer ανταποκρινόταν πλήρως σε όλα τα σωστά στάνταρ, έχοντας ιδιότητες που άρεσαν στον ζωγράφο τόσο ως φίλη όσο και ως συνοδό σε εκδηλώσεις της εποχής. Τόσο αυτή όσο και η αδελφή της Betty είχαν φοιτήσει στη Σχολή Καλών Τεχνών Slade και η Ena αργότερα εξελίχτηκε σε έμπορο τέχνης. «Σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, ήταν πολύ εξωστρεφής, διασκεδαστική και αντισυμβατική στον τρόπο και τον προφορικό της λόγο. Ήταν επίσης πολύ ψηλή. Αυτός ο συνδυασμός δημιούργησε μια γυναίκα που ήταν ιδιαίτερη, που ξεχώριζε, πολύ κοσμοπολίτισσα στους τρόπους της και στην προσέγγισή της στο πώς πρόβαλλε τον εαυτό της στη δημόσια σφαίρα γενικότερα», συμπληρώνει ο Stephenson.
Παρόλο που είναι σαφέστατο ότι η Ena καταδιασκέδασε όσο διαρκούσε το ποζάρισμα της, οι κριτικοί υποδέχθηκαν τον πίνακα με ανάμεικτα συναισθήματα και όταν αυτός εκτέθηκε στη Βασιλική Ακαδημία το 1905.
Ο ζωγράφος John Collier επαίνεσε την «εξαιρετική ζωντάνια της έκφρασης» ωστόσο, ο κριτικός τέχνης ACR Carter το σχολίασε με καυστικό ύφος, ότι η Ena είχε «τη φευγαλέα χάρη ενός hoyden στα ανοικτά της θάλασσας». Υπ’όψιν ότι Ηoyden σημαίνει αγενής και κακοαναθρεμμένος. Αυτή, προφανώς και ήταν μία εξαιρετικά αιχμηρή και πιθανόν αντισημιτική κριτική.
Η Ena προερχόταν από μια αστική οικογένεια που είχε το... θράσος να κερδίζει τα χρήματά της αντί να τα έχει κληρονομήσει, και η ίδια δεν ήταν εξοικειωμένη με τους κώδικες συμπεριφοράς της αριστοκρατίας. Κι όπως εξηγεί ο Stephenson, ο αντισημιτισμός της εποχής κατηγορούσε τις Εβραίες για μια υποτιθέμενη «υπερβολική και ανεδαφική» επιδειξιμανία.
Ωστόσο, το γεγονός ότι το πορτραίτο της Ena ζωγραφίστηκε τέσσερα χρόνια μετά από ένα κοινό πορτραίτο της ίδιας και της αδελφής της που είχε δεχθεί ακόμη πιο σκληρή κριτική υποδηλώνει ότι η ίδια, και μάλιστα ολόκληρη η οικογένειά της, δεν έδινε δεκάρα για τους επικριτές τους. Σε εκείνο το πορτρέτο έδειχνε την Ena, με το κεφάλι ψηλά, το ένα χέρι να αγκαλιάζει τη μέση της Betty και το άλλο να ακουμπάει στο καπάκι ενός μεγάλου κινέζικου βάζου, σύμβολο της πηγής της ευμάρειας της οικογένειας. Και οι δύο νεαρές γυναίκες είναι ντυμένες με ακριβά και τολμηρά φορέματα με χαμηλό μάκρος. Εκπέμπουν μια προσωπική, ακόμη και σεξουαλική αυτοπεποίθηση, που όπως φαίνεται περιφρονούν τα χειρότερα χαρακτηριστικά του σύγχρονου βρετανικού σνομπισμού και της προκατάληψης.
Στο Saturday Review, ο DS Macoll σχολίασε ότι η Ena ήταν «εκεί με μια ζωντάνια που δύσκολα συγκρίνεται από την εποχή του Rubens, η φυλή, ο κοινωνικός τύπος, το πρόσωπο», ενώ η Marion Spielmann παραπονέθηκε στο Magazine of Art ότι «η ζωντάνια - ειδικά των δύο νεαρών κυριών - είναι σχεδόν οδυνηρή».
Αν και η «ζωντάνια» ήταν σαφώς αυτό που η συντηρητική κοινωνία θεωρούσε ότι έπρεπε να περιορίζεται, για τους Wertheimer ήταν κάτι που έπρεπε να εκτιμηθεί. Η Ena προφανώς δεν αισθάνθηκε καμία ανάγκη να περιορίσει τη φυσική της πληθωρικότητα στο A Vele Gonfie, και ο Sargent φαίνεται ιδιαίτερα ικανοποιημένος που είχε την ευκαιρία να τη ζωγραφίσει κατ’αυτόν τον τρόπο. Η άρνησή της να δειλιάσει απέναντι στις κοινωνικές προσδοκίες προφανώς άρεσε στον καλλιτέχνη, ο οποίος αναζητούσε διακαώς τη συντροφιά γυναικών που μοιράζονταν παρόμοιες απόψεις και συχνά τις εξυμνούσε στο έργο του.
«Κινούνταν σε καλλιτεχνικούς κυρίως κύκλους και αυτού του τύπου οι γυναίκες ήταν μερικές από τις πιο στενές του φίλες», λέει η Frances Fowle, καθηγήτρια Τέχνης του 19ου αιώνα στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου και επικεφαλής επιμελήτρια στις Εθνικές Πινακοθήκες της Σκωτίας. Εκτός από τους Βερτχάιμερ, στον κύκλο του Σάρτζεντ περιλαμβάνονταν η Αμερικανίδα συλλέκτρια και προστάτιδα έργων τέχνης Ιζαμπέλα Στιούαρτ Γκάρντνερ και η Βρετανίδα συγγραφέας Βάιολετ Πέιτζ, γνωστή ως Βέρνον Λι, η οποία διατηρούσε ομόφυλη σχέση με την Κλεμεντίνα «Κιτ» Άνστρεδερ Τόμσον. «Ήταν λιγότερο συμβατικός από πολλούς ζωγράφους πορτραίτων και πολύ περισσότερο υποστηρικτικός στον τρόπο ζωής που ακολουθούσαν πολλές από αυτές τις γυναίκες», λέει η Fowle.
Ο Sargent ζωγράφισε τόσο την Lee όσο και τον Anstruther Thomson σε εξαιρετικά αντισυμβατικές για την εποχή πόζες. Η Lee φοράει γυαλιά και έχει τα μαλλιά της πιασμένα προς τα πίσω, σε μία κάπως ανδρόγυνη εμφάνιση που ενισχύεται από το κολάρο και τη γραβάτα της. Η Anstruther Thomson φοράει επίσης πουκάμισο και γραβάτα και στέκεται επιβλητικά με τους αντίχειρές της γαντζωμένους από το πέτο.
Και τα δύο αυτά πορτραίτα ήταν ιδιωτικά, οπότε ο Sargent ήταν ελεύθερος να πάρει μεγαλύτερες ελευθερίες, αλλά όταν ήξερε ότι οι εικονιζόμενοι προέρχονταν από φιλελεύθερες ή προοδευτικές οικογένειες εξαντλούσε τα όρια ακόμα και σε πορτραίτα που του είχαν ανατεθεί κατά παραγγελία.
«Υπάρχει κάτι πιο δυναμικό στις πόζες που επιλέγει για αυτές τις γυναίκες», λέει η Fowle. Η Alice Thursby, η οποία γεννήθηκε σε μια πολιτικά φιλελεύθερη οικογένεια και σπούδασε τέχνη στο Παρίσι, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. ΚΙ όπως συμπληρώνει η Fowle, «σηκώνεται από την καρέκλα, διατηρώντας μια ενεργητική στάση, κάτι πολύ ασυνήθιστο ακόμα και για έργο του Sargent». Ο τρόπος με τον οποίο το αριστερό χέρι της Θέρσμπι, πιέζει δυναμικά τον γοφό της, επικεντρώνοντας την προσοχή μας στη βέρα της είναι επίσης σημαντικός.
«Νομίζω ότι το νόημα είναι ότι ο γάμος της δεν πρόκειται να τη δεσμεύσει. Ο σύζυγός της ήταν μηχανικός και είχε εκτάσεις γης, οπότε κινείται σε αυτή την πιο συμβατική ζωή ωστόσο η ίδια εμφανίζεται ως πολύ ανεξάρτητη και φιλελεύθερη».
Το γεγονός ότι δεν φοράει βραδινό φόρεμα είναι ένας άλλος παράγοντας που τονίζει τη νεωτερικότητά της απεικόνισης της. «Συχνά έπαιρνε την απόφαση, ειδικά με νεότερες γυναίκες, να τις δείχνει με καθημερινό ένδυμα ως σύγχρονες γυναίκες, κάτι που ήταν αρκετά αντισυμβατικό», λέει η Fowle για τον Sargent.
Η Fowle πιστεύει ότι δύο από τα πιο διάσημα πορτρέτα του Sargent, η Lady Agnew of Lochnaw και η Ellen Terry ως Lady Macbeth, δείχνουν καταφανώς την προτίμησή του στις δυναμικές γυναίκες. Η Lady Agnew είχε συνάψει απρόθυμα γάμο με έναν πολύ μεγαλύτερό της άνδρα, αλλά φαίνεται ότι προτιμούσε τη ζωντανή παρέα συνομήλικων της. Ο Sargent αποτυπώνει έναν αισθησιασμό που ίσως ένιωθε υποχρεωμένη να καταπιέσει υπό κανονικές συνθήκες. Για την Terry, έφτασε στο σημείο να επινοήσει μια πόζα που δεν εμφανίζεται στο έργο και η οποία χρησιμεύει για να τονίσει την επιβλητική παρουσία της ηθοποιού τόσο εντός όσο και εκτός σκηνής.
Αλλά για την απόλυτη joie de vivre και την αποφασιστικότητα να αγνοήσει χαρούμενα τις κοινωνικές προκαταλήψεις, τίποτα δεν μπορεί να ξεπεράσει την Ena Wertheimer στο A Vele Gonfie.
Η έκθεση «Fashioned by Sargent» στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης διαρκεί μέχρι τις 15 Ιανουαρίου 2024 κι αργότερα μεταφέρεται από τις 7 Ιουλίου 2024 στην Tate Britain
BBC