Η γλώσσα είναι ο ίδιος ο άνθρωπος, αναφέρει σε συνέντευξή του στο ΚΥΠΕ οδιακεκριμένος πανεπιστημιακός, γλωσσολόγος και λεξικογράφος, Γεώργιος Μπαμπινιώτης. Ακόμη, σημειώνει ότι έχουμε χάσει την πίστη μας στη γλώσσα, υπογραμμίζοντας παράλληλα ότι η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας στηρίζεται στην κατάκτηση της μητρικής γλώσσας.
Αναφερόμενος στη θέση της γλώσσας στη σύγχρονη εποχή της προηγμένης τεχνολογίας και των έντονων ρυθμών της ζωής, ο κ. Μπαμπινιώτης τονίζει ότι η γλώσσα δεν υποχωρεί και δεν χάνεται ποτέ, γιατί η γλώσσα είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. «Οι λέξεις υπηρετούν τις έννοιες. Η γλώσσα υπηρετεί τη σκέψη μας, τη νόησή μας, την ύπαρξή μας», εξηγεί.
Ό,τι και να συμβεί, δηλώνει ο κ. Μπαμπινιώτης, «απλώς κάποιες μορφές επικοινωνίας μπορούν να αλλάξουν». Παράλληλα, διευκρινίζει ότι «όλες, άμεσα ή έμμεσα, θα αξιοποιούν με τον τρόπο τους τη γλώσσα». Ακόμη, τονίζει ότι «το θέμα πάντοτε είναι τι ποιότητα λόγου παράγουμε γραπτώς και προφορικώς στην ηλεκτρονική επικοινωνία αλλά και στη συνήθη μορφή επικοινωνίας».
Σε ερώτηση αν συμμερίζεται τις απόψεις περί λεξιπενίας της νέας γενιάς και περί κινδύνων που απειλούν την ελληνική γλώσσα, οι οποίες κατά καιρούς εκφράζονται, ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης αναφέρει ότι δεν θα ήθελε ποτέ να μιλήσει για κίνδυνο να χαθεί, να ατονήσει, να υποστεί ανήκεστο βλάβη η Ελληνική. «Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ, εκτός αν εμείς οι ομιλητές της γλώσσας στην Ελλάδα και στην Κύπρο πάψουμε πια να είμαστε αυτοί που είμαστε», τονίζει.
Ο διακεκριμένος γλωσσολόγος υποδεικνύει ότι «πρέπει να εστιάσουμε στο πραγματικό πρόβλημα, το οποίο είναι η ποιότητα στη χρήση του προφορικού και του γραπτού λόγου», θέτοντας το ερώτημα αν αξιοποιούμε το λεξιλόγιο της Ελληνικής ή αν αρκούμαστε στο να επικοινωνούμε αδρομερώς χωρίς να καλλιεργούμε περισσότερο τον λόγο μας.
«Έχουμε χάσει την πίστη μας στη γλώσσα. Δεν έχουμε αντιληφθεί όσο θα έπρεπε ότι κάθε επένδυση στη γλώσσα (κόπος, χρόνος, άσκηση) είναι επένδυση στη λειτουργία της σκέψης μας, της νόησής μας», αναφέρει ο κ. Μπαμπινιώτης, τονίζοντας ότι ποιότητα γλώσσας σημαίνει ποιότητα σκέψης και κατ’ επέκταση ποιότητα βίωσης του κόσμου μας. «Αυτά τα τρία συνυπάρχουν, κόσμος – νους – γλώσσα. Ό,τι υπάρχει στον κόσμο περνάει μέσα από το μυαλό μας, γίνεται έννοιες και οι έννοιες γίνονται γλώσσα. Επομένως, το ένα υπηρετεί το άλλο», εξηγεί.
Εν συνεχεία, ο διακεκριμένος γλωσσολόγος τονίζει ότι «η γλώσσα είναι η ίδια μας η ύπαρξη, γιατί είναι το ίδιο το μυαλό μας, δηλαδή το κύριο χαρακτηριστικό μας ως ανθρώπων, δεν είναι κάτι στατικό». Η γλώσσα, όπως λέει, «είναι κατ’ εξοχήν δυναμική, γιατί και η ζωή του ανθρώπου είναι μια συνεχής ροή, ένα γίγνεσθαι, όπως ξέρουμε από τη φιλοσοφία».
Ο κ. Μπαμπινιώτης αναφέρει ότι τελειώνει σύντομα ένα βιβλίο σχετικά με το ρήμα, μέσω του οποίου δηλώνεται το γίγνεσθαι στη γλώσσα. «Το ρήμα είναι η βάση της επικοινωνίας. Όλα μέσα από το ρήμα και γύρω από το ρήμα. Τα ουσιαστικά τίθενται γύρω από το ρήμα για να εξειδικεύουν το ρήμα», συμπληρώνει.
Ερωτηθείς κατά πόσον η Ελληνική απειλείται από την επικράτηση της Αγγλικής ως διεθνούς γλώσσας (lingua franca), ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης αναφέρει ότι πάντοτε στον παγκόσμιο χώρο υπάρχει μια γλώσσα επικοινωνίας στις συναλλαγές των ανθρώπων, η lingua franca. «Αυτό δεν πρέπει να μας ξενίζει, αφού lingua franca ήταν και η Αλεξανδρινή Κοινή. Επομένως, ένα παρόμοιο ρόλο, τηρουμένων των αναλογιών, παίζει σήμερα η Αγγλική και παλαιότερα έπαιζε η Γαλλική», επισημαίνει, τονίζοντας ότι αυτό δεν ανησυχεί και δεν υπονομεύει τη μητρική γλώσσα.
«Είναι θέμα ψυχολογίας, νοοτροπίας και συνείδησης των ομιλητών κατά πόσο υποβαθμίζουν ηθελημένα ή αθέλητα τη μητρική τους γλώσσα και την υποτάσσουν αξιολογικά στην ξένη γλώσσα», σημειώνει ο Καθηγητής Μπαμπινιώτης, υποδεικνύοντας ότι η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας στηρίζεται στην κατάκτηση της μητρικής γλώσσας.
Επομένως, προσθέτει, «δεν κινδυνεύουμε από τα Αγγλικά, αλλά από τη νοοτροπία μας αν θεωρούμε ότι γνωρίζοντας τα Αγγλικά γινόμαστε καλύτεροι, πιο δυνατοί ή πιο χρήσιμοι». Όπως λέει, «εάν αυτό συμβαίνει, τότε είναι θέμα συνειδησιακό που δεν θέλω να πιστέψω ότι ισχύει είτε για τους ανθρώπους της Κύπρου είτε για τους ανθρώπους της Ελλάδας». «Απλώς θεωρούμε τα Αγγλικά ως μια χρήσιμη δεύτερη γλώσσα, καλό είναι να τη μαθαίνουμε καλά. Μέχρι εκεί», διευκρινίζει.
Κληθείς να τοποθετηθεί στις συζητήσεις που αναφύονται για την απόδοση επαγγελμάτων ή αξιωμάτων στο θηλυκό γένος, ο κ. Μπαμπινιώτης δηλώνει στο ΚΥΠΕ ότι υποστηρίζει τύπους όπως «ο βουλευτής – η βουλεύτρια», με τον ίδιο τρόπο που λέμε «ο καθηγητής – η καθηγήτρια», «ο μαθητής – η μαθήτρια», «ο ερευνητής – η ερευνήτρια». Όπως λέει, «όπου μπορώ με έναν τρόπο καταξιωμένο και υπαρκτό στην ελληνική γλώσσα να δηλώσω το θηλυκό στον επαγγελματικό χώρο, πρέπει να το κάνω». Το θέμα είναι, σημειώνει, «να μην το τραβήξω πάρα πολύ και συγκρουστώ με το γλωσσικό αίσθημα των ανθρώπων». «Αν αυτό δεν συμβαίνει και γίνεται αποδεκτό από τους ανθρώπους, τότε δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα και είναι απολύτως θεμιτό», συμπληρώνει.
Εν συνεχεία, ο καταξιωμένος πανεπιστημιακός τονίζει ότι «δεν πρέπει να υποτιμάμε ποτέ τη χρήση, η οποία καθορίζει τη γλώσσα». Παράλληλα, διευκρινίζει ότι αυτό δεν σημαίνει πως ό,τι ξεκινάει και είναι λάθος πρέπει να το υιοθετούμε γιατί χρησιμοποιήθηκε από κάποιους. «Υπάρχουν όρια σε αυτό», προσθέτει.
Όμως, όπως λέει στο ΚΥΠΕ, ό,τι έχει αλλάξει στη γλώσσα έχει ξεκινήσει ως λάθος. «Εάν το σύστημα της γλώσσας θελήσει να κάνει αλλαγές, εμείς οι ομιλητές σιγά-σιγά θα τις υιοθετήσουμε, οι λεξικογράφοι θα τις καταγράψουμε και είναι απολύτως θεμιτές και αποδεκτές», επισημαίνει ο κ. Μπαμπινιώτης, τονίζοντας ότι η γλώσσα είναι κοινό κτήμα όλων. Αναφέρει ακόμη τον Αδαμάντιο Κοραή, που είχε πει ότι δεν υπάρχει δημοκρατικότερος θεσμός από τη γλώσσα.
Αναφερόμενος στο καινούργιο βιβλίο που ετοιμάζει, ο κ. Μπαμπινιώτης αναφέρει ότι θα δείξει επιστημονικά πώς όλη η ανθρώπινη γλώσσα είναι μια πορεία εξειδίκευσης που ξεκινάει από το ρήμα και περνάει σε όλα τα άλλα μέρη του λόγου. «Οι σοφοί πρόγονοί μας, ο Διονύσιος ο Θραξ και ο Απολλώνιος ο Δύσκολος, συνέλαβαν και περιέγραψαν τα μέρη του λόγου, δηλαδή τις κατηγορίες νόησης που έγιναν γλωσσικές κατηγορίες», επισημαίνει. Παράλληλα, κάνει λόγο για τον Γάλλο φιλόσοφο Ρου, ο οποίος είχε πει ότι αυτή η αντιμετώπιση της γλώσσας έχει την ίδια σημασία με το πυθαγόρειο θεώρημα και έβαλε τις βάσεις για τη σύλληψη της λειτουργίας της γλώσσας.
Μιλώντας για τη σχέση του με την Κύπρο, ο κ. Μπαμπινιώτης λέει ότι αυτή έχει ξεκινήσει πολύ παλιά, όταν ως φοιτητής μετείχε στα συλλαλητήρια για την Ένωση. «Σιγά-σιγά προχώρησαν τα πράγματα και η σχέση μου με την Κύπρο έγινε διαφορετική», σημειώνει, εξηγώντας ότι ως πανεπιστημιακός δάσκαλος είχε φοιτητές και φοιτήτριες από την Κύπρο. Ύστερα, όπως λέει, συμμετείχε με τον καθηγητή Παναγιώτη Κοντό και άλλους καθηγητές από την Κύπρο σε εκδρομές Ελλαδιτών φοιτητών στην Κύπρο, κάνοντας λόγο για «προσκύνημα που είχε μόνιμη βάση», με αποτέλεσμα οι φοιτητές να έχουν βιωματική σχέση με την Κύπρο.
«Η Κύπρος έχει γίνει η δεύτερη πατρίδα μου με τις χιλιάδες των μαθητών μου, με τη δραστηριότητα που έχω αναπτύξει μιλώντας και διδάσκοντας εδώ κατά καιρούς και με την τηλεοπτική εκπομπή «Σε προσκυνώ γλώσσα», στην οποία μαθητές από την Ελλάδα και την Κύπρο έχουν την ευκαιρία να υποβάλουν ερωτήσεις περί γλώσσας στις οποίες απαντώ», αναφέρει.
«Έχω δεθεί με την Κύπρο μέσω συναδέλφων και φίλων και έχω την συγκλονιστική εμπειρία να περπατώ στους δρόμους της Κύπρου και να ανταλλάσσω φιλικές κουβέντες με ανθρώπους που δεν έχουμε γνωριστεί ποτέ», καταλήγει.