Τα «Λαλαγκούθκια» είναι ένα μικρό βιβλίο που μόλις εκδόθηκε από τις Εκδόσεις Αλμύρα. Ωστόσο δύσκολο να το περιγράψει κανείς και να αποδώσει την ουσία του. Όχι μόνο γιατί το βιβλίο είναι μικρό, τα κείμενα είναι σύντομα, ποίηση από τη μια, διηγήματα από την άλλη και ο εξωτερικός παρατηρητής θα μπορούσε να πεί πως φαίνονται, εκ πρώτης όψεως, ετερόκλητα. Ακριβώς, όμως, θα ήθελα να αποδείξω ακριβώς το αντίθετο. Την εσωτερική συνοχή και τη σύνδεση. Ο τίτλος, όσο και αν φαίνεται παράξενος, είναι, παρ' όλα αυτά, αρκετά περιγραφικός.
Οι δύο συγγραφείς, ο Κώστας Βασιλείου και ο Κώστας Λυμπουρής, είναι σημαντικότατοι λογοτέχνες με πλούσιο έργο. Δεν αποσκοπούσαν στο έργο αυτό ούτε να επιδείξουν ούτε να εκθέσουν τη λογοτεχνική τους δεινότητα. Επίσης το έργο εμπλουτίζεται με έργα εξαίρετων εικαστικών (Νίτσα Χατζηγεωργίου, Ανδρέας Καραγιάν, Νίκος Κουρούσιης, Γιώργος Κωνσταντίνου) αλλά και παιδικές ζωγραφιές (από παιδία του 7ου Δημοτικού Σχολείου Λεμεσού και του Νηπιαγωγείου «Νάγια» Αθηναίου), που φιλοξενούνται και αναδεικνύονται ως αναπόσπαστο μέρος του βιβλίου και δένουν αρμονικά με τα κείμενα.
Το βιβλίο είναι το προϊόν μιας συμβολής υδάτων. Είμαστε σε συναπάντημα και σε συμπόσιο. Ή για να το πούμε πιο γλαφυρά, είμαστε σε γιάφκα ή άντρο πειρατών που γιορτάζουν με τη λεία τους.
Ένα συμπόσιο που συνεχίζεται από τη συγγραφή των κειμένων και φτάνει στην έκδοση και την παρουσίαση και πάει παρακάτω. Τα κείμενα και οι πίνακες είναι σπονδές και εμείς όλοι μύστες στην ιεροτελεστία, αναζητώντας ή παίζοντας τους ερασιτέχνες ιεροφάντες. Βρισκόμαστε ενώπιον μιας συμπαιγνίας, μιας συνενοχής, μιας αδιόρατης μυστικής συνωμοτικής συνομιλίας, όπου μόνο οι ίδιοι οι συντελεστές και οι εικαστικοί συνεργάτες τους συμμετέχουν πλήρως και μόνο αυτοί μπορούν να αποφασίσουν να αποκαλύψουν και να μας κάνουν ισότιμους κοινωνούς, στο βαθμό που γίνεται. Τόσο που, παρά την τοσο φιλόξενη τους προσέγγιση, νιώθει κανείς λίγο παρείσακτος ως μάρτυρας σ ’αυτήν την όμορφη, ανάμεσά τους, διάχυση και ώσμωση.
Τα Λαλαγκούθκια του βιβλίου είναι ακριβώς όπως τα λαλαγκούθκια του τηγανιού, όπου η ζύμη ερωτοτροπεί με το λάδι. Μαγικά και απρόβλεπτα στη μορφή τους, με τη ζύμη και το λάδι να δίνουν και να παίρνουν σχήματα και να ελκύουν και να προσκαλούν, ενίοτε γυμνά και πιο συχνά με καλοδεχούμενες προσθήκες, είτε από έψημα, ειτε από ζάχαρη, ειτε από μέλι, είτε από κανέλα, είτε, εσχάτως, από αναρή, ίσως και από ροδόσταγμα, σε μια πανδαισία του φτωχού και του άκληρου με την προσδοκώμενη στιγμιαία ευτυχία του ουρανίσκου. Εικάζω πως όλα ξεκίνησαν, εξάλλου, με τα περισσεύματα από τη ζύμη που εχρησιμοποιείτο για το ψωμί. Αμαρτία να την πετάς, έστω και τα μικρά υπολείμματα στη σκάφη. Τα ρίχνεις στο λάδι και τα κάνεις λαλαγκούθκια. Το σιτάρι, που γίνεται αλεύρι και που γίνεται ζύμη, ενώνεται με το λάδι και η μίξη τους μας φέρνει στο «σίτος, ύδωρ, έλαιο», με μόνο ελλείπον στοιχείο τον οίνο που ακολουθεί για να αυξήσει τις προσδοκίες. Το ακαθόριστο σχήμα της συνάντησης της ζύμης με το λάδι, κάνει κάθε τηγανιά μια δημιουργία, μια όψη ζωής, μια ζωντανή έκφραση. Η τήξη και η ένωση των γεύσεων.
Το βιβλίο είναι όμως και μια έκφραση της ελαιολατρίας των συντελεστών του και της παράδοσης του τόπου μας. Τα λαλαγκούθκια είναι μια ωδή, ένας ύμνος, στο ελαιόλαδο. Για την εξομοίωση του με τη μεγάλη ανθρώπινη γενναιοδωρία, με την ειλικρινή φιλία, την ίδια κοινωνία όπως της ζύμης με το λάδι του τηγανιού και τη φωτιά.
Κλείνει συνωμοτικά το μάτι στην ιστορία και την παράδοση και τους μαιάνδρους της αγροτικής ζωής και στην ευλογία της παρουσίας της ελιάς, όχι αποκλειστικά, (για να μην ξεχνάμε για παράδειγμα τις αναφορές στο λουβί, στο κολοκάσι, στη ροδιά κ.λπ.) αλλά κυρίως, ως δώρο και ως ιερή παρακαταθήκη. Από τον ίσκιο της, στα άγια φύλλα της και την αέναη παρουσία τους από την ελληνική αρχαιότητα, στον χριστιανισμό. Σε κάθε τελετουργία, με τον καπνό τους στο καπνιστήρι, στο αναπήδημα τους την παραμονή της πρωτοχρονιάς. Στο δέντρο το αιωνόβιο, που κρατά στους αιώνες κάτι το εξέχον διαχρονικά, που και μας θυμίζει το εφήμερο της δικής μας ύπαρξης μα μας δένει με τους αρχαίους και τους παλιούς. Στις ελιές, μαύρες, πράσινες τσακιστές, ξιδάτες ή άλλως πώς. Στο ελαιοτριβείο, στην επιτόπια πανδαισία με το ψωμί, στο λάδι, παρθένο ή μαυρόλαδο ή πυρηνέλαιο, με τις μύριες χρήσεις του στη ζωή, στη θρησκευτική πρακτική, στην ιατρική και στην διατροφή. Στους πυρήνες, ως βιοαπορροφητικό ή ως λίπασμα ή ως αλεύρι για να κλείσει ο κύκλος της ζύμης. Στον κορμό και στα κλαδιά ως ξύλα που γίνονται κούτσουρα στο τζάκι. Στον κορμό που, με τα χρόνια και τους αιώνες, θέλει πολλά ανοιχτά χέρια για να τον αγκαλιάσουν. Στην τιμημένη ελιά της ποίησης και της πεζογραφίας που δοκιμάζει να παραβγεί της ροδιάς και της δάφνης.
Έτσι η ακραία κυπροδιαλεκτική επιμονή του Κώστα Βασιλείου, με τη γνωστή καυστικότητα και την άνευ ορίων και περιορισμών σαρκαστική του διάθεση, που εμποτίζεται ταυτόχρονα, όσο και αν φαίνεται οξύμωρο, με απίστευτη τρυφερότητα και λογοτεχνική μαεστρία, μπορεί να συναντάται και να συνυπάρχει αρμονικά με τη γλυκύτητα της πένας του Κώστα Λυμπουρή. Με τη γενναιόδωρη, απλή, ανθρώπινη και αποδραματοποιημένη αφήγηση του και την αγάπη του για τους ανθρώπους του τόπου και τον πόνο τους. Με τη δωρικότητα και την καλοσύνη της γραφής του και την ανεπιτήδευτη οικουμενικότητα, τη γάργαρη γλώσσα του, την ευαισθησία του και την πλατιά αγκαλιά του. Αποκαλύπτει και αντιδιαστέλλεται προς την επιφανειακή μεροληψία και μερικότητα του Βασιλείου, αλλά τελικά λειτουργούν συμπληρωματικά, αλληλοκαλύπτονται, επικαλύπτονται, και έλκονται όπως οι αντίθετοι πόλοι στο μαγνητικό πεδίο.
Σε ό,τι αφορά τον Βασιλείου, θα μου επιτρέψετε να ισχυριστώ, κάπως εικονοκλαστικά, πως οι φερόμενες εθνικιστικές του εκρήξεις και εξάρσεις, οι βωμολοχίες, η αιχμηρότητα και οι αναθεματισμοί, δεν είναι παρά απόρροια της συνειδητοποίησης της τραγικότητας της κατάστασης μας και μια άπελπις προσπάθεια να συγκρατήσει την υπό εξαφάνιση ταυτότητα του τόπου. Ένα έδαφος που υποχωρεί και χάνεται κάτω από τα πόδια μας. Η ειλικρίνεια του είναι αφοπλιστική και ξέρει και δεν αναμένει ότι θα συμφωνήσουμε μαζί του, αν όχι στη διαπίστωση, σίγουρα όχι στον τρόπο. Δεν επικαλείται καν την ποιητική άδεια, αλλά ούτε και την αποποιείται. Είναι ωμός και τραχύς αλλά πάντα ευαίσθητος και με τα μάτια ανοιχτά. Νιώθει, στο πετσί του, την ευθύνη του καθενός από εμάς και τη δική του, βεβαίως πάνω απ’ όλα και τρέχει ασθμαίνοντας να προλάβει, να αφυπνίσει, να προειδοποιήσει. Η διάλεκτος από πηγή γίνεται ιδεατός τύπος και η επιβίωση της γίνεται η επιβίωση του τόπου και των ανθρώπων, συμφιλίωση με τις ρίζες και τις παραδόσεις τους, διαφύλαξη του νοητού νήματος της ιστορίας.
Ο φαινομενικός και, αποκληθείς ως εθνικιστικός, παροξυσμός και παραλήρημα που έχουν καταχρηστικά χρησιμοποιηθεί κατά καιρούς ως χαρακτηρισμοί για το έργο του, δεν φαίνεται να μοιάζει καθόλου με τον γνωστό παρωχημένο λόγο που λειτουργεί ως το ύστατο καταφύγιο μελών και οπαδών κάθε λογής κύκλων φυλετικής και ιστορικής μοναδικότητας. Είναι ακριβώς το αντίθετο. Είναι ο αιώνιος ρέμπελος που παλεύει με τον λίβα και τον βοριά. Είναι κραυγή αγωνίας που μεταμφιέζεται σε ιαχή. Είναι πλημμυρίδα που φοβάται και ανησυχεί για τις συνέπειες της άμπωτης. Η κανέλα και το έψημα, ίσως και λίγο κόκκινο πιπέρι.
Όλοι οι αφορισμοί και οι μικρές ιστορίες του βιβλίου, μοιάζουν λίγο με χαιρετισμούς και θυμίζουν την παραδοσιακή πλειοδοσία στα παινέματα που βρίσκουμε στα τσιατιστά, ανάμεσα σε προικισμένους ποιητάρηδες. Ο εκθειασμός νιώθει πως δικαιούται να μετατρέπεται σε αυτοσκοπό μιας και εκπορεύεται από τον σεβασμό και την αγάπη και η υπερβολή καλείται να επιβεβαιώνει διαρκώς του λόγου το αληθές. Και το συμπόσιο καλά κρατεί.
Κώστας Βασιλείου – Κώστας Λυμπουρής Λαλαγκούθκια - Ποιήματα και Διηγήματα, Λευκωσία, Εκδόσεις Αλμύρα, 2024