Εαρινή Ισημερία | Δέκα ποιήματα για την άνοιξη

ΠΑΡΑΘΥΡΟ Δημοσιεύθηκε 21.3.2025
Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης και την πρώτη μέρα της άνοιξης

Ουτοπίες

Καθ’ οδόν

(7 και 30’ πρωινή προς εργασίαν)

συναντώ τον Μάρτιο

ευδιάθετον,

υπαινιγμών πλήρη

περί ανοίξεως και λοιπά.

Αναβάλλω την υπόστασή μου

ανακόπτω τη σύμβασή μου

με το χειμώνα

και διασπείρομαι σε χώμα.

Μια μικρή γη φυσική συντελούμαι,

ξαπλωμένη, απλωμένη

απέναντι στο

καθ’ όλα σύμφωνο

σύμπαν.

Φυτεύομαι άνθη,

ανθίζω συναισθήματα,

και είμαι πολύ καλά

εις άπλετον προορισμόν

και τοποθέτησιν.

«Απαγορεύεται η άνοιξις!»

ξάφνου μια πινακίδα – σύννεφο

απειλεί. Αμέσως

μια βροχή άρχισε κι έλεγε

εις βάρος της ανοίξεως

και εις βάρος μου,

ένας δύσθυμος άνεμος

μου κατάσχει τα άνθη,

μου κατάσχει τα συναισθήματα

και μ’ οδηγεί στο Γραφείο.

Παράβασις, λοιπόν, βαρεία,

και μάλιστα καθ’ οδόν,

από κυρία σχεδόν ώριμη

με οικογενειακές υποχρεώσεις,

και πολυετή θητείαν

εις Δημοσίαν θέση

και χειμώνες.

-Κική Δημουλά

*****

Ωραία έρημος η σάρκα

Ποτέ μου δεν κατάλαβα την άνοιξη

-φάνηκε και από άλλα ποιήματα-

γι' αυτό κι όλες οι παρεξηγήσεις με τη σάρκα

την ελπίδα, την αυτογνωσία μέσα στο χρόνο.

Ποτέ μου δεν κατάφερα να ισορροπήσω

το ετήσιο θαύμα

με την αιώνια σιωπή·

την αλήθεια του ανανεούμενου άνθους

με τον ένα και μόνο θάνατο.

Μελέτησα πάλι σήμερα το καινούριο πράσινο

και πώς ο παγωμένος αέρας έκπληκτος

μπρος στις διαχύσεις της φύσης

κάνει ένα βήμα πίσω.

Το φως ακκίζεται σε μισοκρυμμένες κορφές

κι εγώ βρέθηκα πάλι

εκτός θέματος.

Το θέμα είναι ένα:

το προσωπικό σώμα

κι ο απρόσωπος χαμός του.

- Αγγελάκη-Ρουκ Κατερίνα

*****

Δύσκολες Ημέρες

Πλήρεις συναισθημάτων

κατεβήκαμε από το πλοίο

στην έρημη πόλη.

Ο ουρανός ήταν από σύννεφο

και τα δέντρα τσιγκουνεύονταν

- άνοιξη, δά !-

να μας χαρίσουν ένα φύλλο.

Διαλέξαμε και σήμερα

το δρόμο της μοναξιάς.

Κλεισμένοι

στα διάτρητα μπουφάν μας.

Και με αγάπη

διά τους ναυτιλλομένους υπό τρικυμίαν επίσης.

-Αθανάσιος Γουρίδης

*****

Οι εχθροί της άνοιξης

Έρχεται φέτος κουρασμένη

η Άνοιξη

(να) κουβαλάει τόσα χρόνια

τα λουλούδια πάνω της.

Σκοτεινοί άνθρωποι

στις γωνιές την παραμονεύουν

για να την τσακίσουν.

Αυτή όμως

με κρότο

ανάβει ένα-ένα

τα λουλούδια της

στα μάτια τους τα ρίχνει

(για) να τους στραβώσει.

- Μίλτος Σαχτούρης

*****

Άνοιξη μ.Χ.

Πάλι με την άνοιξη

φόρεσε χρώματα ανοιχτά

και με περπάτημα αλαφρύ

πάλι με την άνοιξη

πάλι το καλοκαίρι

χαμογελούσε.

Μέσα στους φρέσκους ροδαμούς

στήθος γυμνό ώς τις φλέβες

πέρα απ’ τη νύχτα τη στεγνή

πέρα απ’ τους άσπρους γέροντες

που συζητούσαν σιγανά

τί θα ’τανε καλύτερο

να παραδώσουν τα κλειδιά

ή να τραβήξουν το σκοινί

να κρεμαστούνε στη θηλιά

ν’ αφήσουν άδεια σώματα

κει που οι ψυχές δεν άντεχαν

εκεί που ο νους δεν πρόφταινε

και λύγιζαν τα γόνατα.

Με τους καινούριους ροδαμούς

οι γέροντες αστόχησαν

κι όλα τα παραδώσανε

αγγόνια και δισέγγονα

και τα χωράφια τα βαθιά

και τα βουνά τα πράσινα

και την αγάπη και το βιος

τη σπλάχνιση και τη σκεπή

και ποταμούς και θάλασσα·

και φύγαν σαν αγάλματα

κι άφησαν πίσω τους σιγή

που δεν την έκοψε σπαθί

που δεν την πήρε καλπασμός

μήτε η φωνή των άγουρων·

κι ήρθε η μεγάλη μοναξιά

κι ήρθε η μεγάλη στέρηση

μαζί μ’ αυτή την άνοιξη

και κάθισε κι απλώθηκε

ωσάν την πάχνη της αυγής

και πιάστη απ’ τ’ αψηλά κλαδιά

μέσ’ απ’ τα δέντρα γλίστρησε

και την ψυχή μας τύλιξε.

Μα εκείνη χαμογέλασε

φορώντας χρώματα ανοιχτά

σαν ανθισμένη αμυγδαλιά

μέσα σε φλόγες κίτρινες

και περπατούσε ανάλαφρα

ανοίγοντας παράθυρα

στον ουρανό που χαίρονταν

χωρίς εμάς τους άμοιρους.

Κι είδα το στήθος της γυμνό

τη μέση και το γόνατο

πως βγαίνει από την παιδωμή

να πάει στα επουράνια

ο μάρτυρας ανέγγιχτος

ανέγγιχτος και καθαρός,

έξω απ’ τα ψιθυρίσματα

του λαού τ’ αξεδιάλυτα

στον τσίρκο τον απέραντο

έξω απ’ το μαύρο μορφασμό

τον ιδρωμένο τράχηλο

του δήμιου π’ αγανάχτησε

χτυπώντας ανωφέλευτα.

Έγινε λίμνη η μοναξιά

έγινε λίμνη η στέρηση

ανέγγιχτη κι αχάραχτη.

-Γιώργος Σεφέρης

*****

Άνοιξη

Άνοιξη

Έφτασ’ η ώρια Άνοιξη -το λεν τα χελιδόνια-

κι ο σκυθρωπός Χειμώνας εκίνησε να φύγει·

του στέλνει κείνη λούλουδα, αυτός της ρίχνει χιόνια,

και με τ’ αθώο γέλιο της τα δάκρυά του σμίγει.

Στο γαλανό παλάτι του ο Φοίβος τριγυρίζει και,

χύνοντας, αφόβιστα ολόχρυσες αχτίδες,

σ’ ό,τι στο δρόμο του βρεθεί το χρώμα του χαρίζει

κι αφήνει πίσω του χαρά και άσβεστες ελπίδες.

Τα δέντρα πρασινίσανε και γιόμισαν λουλούδια·

του πιστικού ακούγεται η γέρικη φλογέρα να

σιγολέει άφταστα κάθε πρωί τραγούδια,

και τα πουλιά να κελαηδούν τον ύμνο τους στη μέρα.

Παντού ξεχύνετ’ η χαρά. Μόνον εσύ, μικρή μου,

βλέπεις τις τόσες ομορφιές με μάτια δακρυσμένα.

Έλα να βρεις παρηγοριά στ’ ολόθερμο φιλί μου!

Επρόβαλε η Άνοιξη! Ξέχνα τα περασμένα!

​​​​​​- Κώστας Καρυωτάκης

*****

Σούρουπο στη συνοικία

Άνοιξη.

Λαχανιάζει το φως

γύρω μας και μέσα μας.

Μια βαθιά ανάσα.

Λιγάκι πιότερος αγέρας…

-Γιάννης Ρίτσος

*****

Επικίνδυνη ηλικία

Πάντοτε δυσπιστούσα για την άνοιξη. Αυτή η ακαθόριστη αίσθηση

στις ανθισμένες βραγιές κι’ ένα ρίγος λεπτό

κι’ οι φωνές των παιδιών στο γήπεδο όταν το απόγευμα διυλίζει το φως

κι’ οι φίλοι μου να περιμένουν το καλοκαίρι, τι κι’ αν γινόταν αργότερα

μια θάλασσα μεσημεριού με ξέθωρον

ήλιο πετράδι δουλεμένο να φέγγει στη νύχτα. Πόλη μου αγαπημένη

πολύβουη μα ερημική, πολύκοσμη μα απρόσιτη βιτρίνα νεωτερισμών

ψευτίζοντας τη ζωή μας.

Αυτή η θηλυκιά εποχή

στιφή, παράξενη σα γριά, με τις εύκολες συζητήσεις

την πολλή συνάφεια, τη λιγοστή κατανόηση, την απέραντη μοναξιά

κι’ ο εφιάλτης πως κάποτε θα ξυπνήσουμε μη έχοντας τίποτε να πούμε

ανάμεσα στα βήματα αυτά, πηγαίνουν και πάλι ξανάρχονται

κι’ ύστερα σβήνουν στο διάδρομο· ανάβουνε το φως της σκάλας

μα δεν ακούγεται κανείς.

-Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου

*****

Καντάτα (Απόσπασμα)

Διάβαζα ένα ποίημα για την άνοιξη

όταν την είδα

να έρχεται από μακριά:

μισή γυναίκα,

μισή όνειρο.

Κατέβαινε το μονοπάτι κάτω

στεφανωμένη

με άνθη κερασιάς.

Τότε κατάλαβα τι δύναμη έχουν τα ποιήματα.

-Νίκος Καρούζος

*****

Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπους

Στον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολία.

Βυθίζει κάποια μυγδαλιά το ανθοχαμόγελό της

στου βάλτου το θολό νερό. Κ’ η θύμηση της νιότης

σαλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακία…

Εξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέρα,

όπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γλάστρα.

Το κυπαρίσσι, ατέλειωτο σα βάσανο, προς τ’ άστρα

σηκώνει τη μαυρίλα του διψώντας τον αέρα.

Και πάνε, πένθιμη πομπή λες, της δεντροστοιχίας

οι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τους.

Οι δυο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισιά τους

τα χέρια. Κ’ είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας.

-Οδυσσέας Ελύτης

***********

Εικόνα: Καίτη Στεφανίδου, από τη σειρά Πορεία Εντός 1992-98), ακρυλικό σε καμβά

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ
Ο κουμπάρος ο Μιχάλης, ο Πασιαρδής, ο Ποιητής

Ο κουμπάρος ο Μιχάλης, ο Πασιαρδής, ο Ποιητής

Ο κουμπάρος ο Μιχάλης, ο Πασιαρδής, ο Ποιητής