Ένας από τους πιο συναρπαστικους δίσκους που κυκλοφόρησαν μέσα στο 2023, το «To know where it’s going», είναι το ντεμπούτο άλμπουμ των Athos, των δύο Κύπριων αδελφών, του Αντώνη και του Δημήτρη Καστελλανή. Και οι δυο έχουν σπουδές στην κλασική μουσική και την σύνθεση.
Στα 10 κομμάτια του δίσκου επιχειρούν να προσεγγίσουν το έντεχνο με μια πιο φρέσκια, σχεδόν new age ματιά. Αντλούν έμπνευση από το κινηματογραφικό έργο του Μίκη Θεοδωράκη –κυρίως από το φιλμ «Σέρπικο»–, γενικότερα του Μάνου Χατζιδάκι αλλά και του Σταύρου Ξαρχάκου.
Το αποτέλεσμα είναι μια ονειρική sui generis δουλειά με μια σχεδόν υπερβατική ατμόσφαιρα που δύσκολα μπορεί κανείς να περιγράψει. Ανακάλυψα το συγκρότημα μέσα από την ενθουσιώδη κριτική του αρθρογράφου του «Wire», Νιλ Κουλκάρνι, ο οποίος ως σημεία αναφοράς έχει τους Βασίλη Πολυδούρη, Ένιο Μορικόνε αλλά και καλλιτέχνες όπως ο John Cale και οι Woo, το βρετανικό πειραματικό συγκρότημα των αδερφών Ives.
Το ταξίδι της δημιουργίας του άλμπουμ μάς έφερε αντιμέτωπους με τους προσωπικούς μας αγώνες έναντι της μετατόπισης και της οικογένειας, ενθαρρύνοντάς μας να συνάψουμε νέες σχέσεις με το περιβάλλον μας και τους ανθρώπους.
Γράφει, λοιπόν, αυτός σχετικά: «Οι Αthos δημιουργούν με αφοσίωση ένα κουκούλι γεμάτο κοινές εμπειρίες, που κινείται μέσα σε μια σφαίρα αποκλειστικά δική τους. Ο δίσκος μοιάζει με γλυπτό σμιλεμένο με αθωότητα μέσα από μια διαρκή μεταμόρφωση. Παιχνιδιάρικο και ταυτόχρονα σκοτεινό, είναι ιδανική μουσική για να συνοδεύσει κινηματογραφικά τον ακροατή σε μια προσωπική εξερεύνηση της διττότητας και χωροχρονικών διαστρεβλώσεων της ζωής του».Για τα αδέλφια Καστελλανή η έννοια της διττότητας βρίσκεται στην καρδιά του άλμπουμ, όπως και η αναζήτηση της ταυτότητας. Γεννημένοι και μεγαλωμένοι στη Βρετανία και με έδρα το Λονδίνο, είναι Κύπριοι τρίτης γενιάς. Χαρακτηρίζουν το άλμπουμ ως ένα ερωτικό γράμμα στην παιδική τους ηλικία και, όπως μου λέει ο Αντώνης, «το ταξίδι της δημιουργίας του μας έφερε αντιμέτωπους με τους προσωπικούς μας αγώνες έναντι της μετατόπισης και της οικογένειας, ενθραρρύνοντάς μας να συνάψουμε νέες σχέσεις με το περιβάλλον μας και τους ανθρώπους. Το κόνσεπτ του φαίνεται από το εξώφυλλό του: μια φοβερή φωτογραφία.
Η μητέρα μου αλλά και άλλα μέλη της οικογένειάς μας ήταν εκπαιδευτικοί και αυτό σήμαινε ότι, πέρα από την ανατροφή, μας επηρέασε και το ελληνικό σχολείο στο οποίο πηγαίναμε. Για πολλά χρόνια το προτιμούσα από το κανονικό σχολείο, καθώς ένιωθα ότι μπορούσα να εκφραστώ πιο ελευθερα και χωρίς τον φόβο της επίκρισης. Προσωπικά, δεν ευχαριστήθηκα ιδιαίτερα τα χρόνια που πήγαινα σχολείο επειδή βίωσα πολλή αποξένωση και έναν ανθυγιεινό ανταγωνισμό με τους συνομηλίκους μου. Μόνο μέσω της μουσικής αισθανόμουν ότι μπορούσα να αναπτύξω τη γλώσσα και την ιστορία τη δική μου και της οικογένειάς μου, κάτι που με βοήθησε αρκετά στην πορεία». Ο Δημήτρης συμφωνεί με τον αδελφό του – η συζήτητησή μας γίνεται μέσω του Instagram Live, o Αντώνης είναι στο Λονδίνο και ο Δημήτρης στο Λίβερπουλ.
«Bιώσαμε από την αρχή πώς ήταν να επισκεπτόμαστε, μεγαλώνοντας, την Κύπρο ως μια διαιρεμένη χώρα. Δεν είχαμε γνωρίσει ποτέ κάτι διαφορετικό. Ο πατέρας μας και πολλοί από τους συγγενείς μας είχαν αφήσει πίσω τους τα σπίτια και τις αναμνήσεις τους και ακούγοντας τόσο πολλές ιστορίες και βλέποντας φωτογραφίες αυτής της χώρας-φάντασμα ενισχύθηκαν η περιέργεια και ο ρομαντισμός με τον οποίον τη βλέπαμε – σίγουρα έχει τεράστιο αντίκτυπο σε αυτά που κάνουμε», αναφέρουν. Έχουν ένα μικρό σπίτι κοντά στη Λεμεσό, αλλά δεν επισκέπτονται τη χώρα τόσο συχνά όσο άλλοτε.
«Κατά πόσο επηρέασαν τα ακούσματα της οικογένειάς σας τον ήχο σας; Τι άκουγαν στο σπίτι;»
«Κλασικά πράγματα: Μανώλη Μητσιά, Τσιτσάνη, λαϊκά τραγούδια και νέο κύμα», λέει ο Αντώνης. «Και, φυσικά, Χατζιδάκι, που είναι ο αγαπημένος μου συνθέτης. Μέχρι σήμερα δεν έχει την αναγνώριση που του αξίζει στο εξωτερικό. Δεν είναι τόσο γνωστός, όπως συμβαίνει με άλλους Ευρωπαίους συνθέτες. Ήταν πολύ πειραματικός στις συνθέσεις του, οι οποίες είχαν ένα περισσότερο δυτικό και εξωστρεφές στοιχείο σε σχέση π.χ. με τον Θεοδοράκη, που ήταν πιο κλασικός».
Πέρα όμως από την καταγωγή τους, στην ουσία το άλμπουμ γεννήθηκε από την αγάπη τους για τη βρετανική φολκ μουσική αλλά και για το λαϊκό και το ρεμπέτικο. Έκαναν πολλή έρευνα μέχρι να βρουν ένα συγκεκριμένο κόνσεπτ και στυλ. Αναρωτιέμαι αν παρακολουθούσαν καθόλου τη σύγχρονη σκηνή της φολκ, όπως αυτή αναπτύχθηκε με τη νέα χιλιετία. Ο Δημήτρης μου αναφέρει ότι δεν έχει κοπάσει το ενδιαφέρον γι’ αυτό το είδος μουσικής, κάτι που επιβεβαιώνει η επιτυχία γκρουπ όπως οι Lankum, και την εξηγεί επίσης. «Υπάρχει έντονο ενδιαφέρον για αρχειακό υλικό. Για παράδειγμα, στο Cecil Sharp House, έναν βρετανικό φολκ σύλλογο, έχουν άπειρους δίσκους με μη καταγεγραμμένη φολκ μουσική. Επίσης, έχουν δημιουργηθεί διάφορες κολεκτίβες στο Λονδίνο. Θα έλεγα ότι γίνεται τρομερή αναβίωση και το κύμα που δημιουργείται είναι μεγάλο, ίσως μεγαλύτερο απ' ό,τι τις αρχές των '00s».
Δεν είναι όμως μέρος αυτής της σκηνής, κυρίως επειδή δεν ασχολούνται με τη βρετανική ή τη γενικότερη παράδοση –αν και κάποια στιγμή στην κουβέντα πετάγεται το όνομα του Nick Drake–, όπως είναι της μόδας τελευταία, αλλά με τη νεότερη μουσική ιστορία της Ελλάδας και της Κύπρου.
Το «To know where it’s going» έχει έντονα στοιχεία υβριδικότητας που συναντάς σε σύγχρονες δουλειές όπως αυτές του Ody Icons ή της Spivak (συμπτωματικά πρόκειται για άλλους δύο σημαντικούς Κύπριους καλλιτέχνες), αν και καταπιάνονται με άλλα είδη μουσικής.
«Δεν νομίζω ότι είμαστε μέρος κάποιας σκηνής, για να είμαι ειλικρινής», αναφέρει ο Δημήτρης «Όταν ήμασταν νεότεροι, το να είσαι μέλος της ελληνοκυπριακής κοινότητας μουσικά είχε να κάνει περισσότερο με το ελληνικό και κυπριακό ρεπερτόριο και νομίζω ότι αυτό που κάνουμε τώρα είναι μοναδικό και διαφορετικό από αυτό που κάνουν άλλοι Ελληνοκύπριοι μουσικοί στο Λονδίνο αυτήν τη στιγμή, επειδή φέρνουμε ένα πιο πειραματικό στοιχείο».
Παρακολουθούν πολύ τη μουσική που βγαίνει στην Ελλάδα, κυρίως ό,τι ανακαλύπτουν μέσα από το YouTube και τα σόσιαλ μίντια. Ο Αντώνης αυτήν τη στιγμή έχει κολλήσει με το γκρουπ Δημοσιοϋπαλληλικό Ρετιρέ από τη Θεσσαλονίκη. Μου μιλάνε για τη σκηνή του Λονδίνου, για το ότι κλείνουν συνέχεια χώροι όπου μπορούσες να κάνεις πιο μικρές πειραματικές συναυλίες και για το πόσο δύσκολο είναι να διοργανώσεις έναν event σε εξωτερικό χώρο. Από την άλλη, υπάρχουν νέες κολεκτίβες, κυρίως τζαζ, που ασχολούνται με διαφορετικές μουσικές.
Ο δίσκος χρειάστηκε τρία χρόνια για να ολοκληρωθεί και έχουν κάνει τα πάντα μόνοι τους, ακόμα και την παραγωγή. «Δεν είχαμε κάποια φόρμουλα όταν πρωτοξεκινήσαμε να το δουλεύουμε και δεν θέλαμε να κάνουμε ένα ακόμη ηλεκτρονικό άλμπουμ. Συχνά μαλώναμε αν έπρεπε να χρησιμοποιήσουμε μπουζούκι. Από τη μια θέλαμε να πειραματιστούμε, αλλά την ίδια στιγμή σκεφτόμασταν ότι αν ο κόσμος ακούσει έναν τόσο χαρακτηριστικό παραδοσιακό ήχο, αμέσως θα ξενερώσει, σαν να μην είναι κάτι νέο. Νομίζω, όμως, ότι τελικά καταφέραμε τα ενώσουμε αυτούς τους δύο κόσμους σε ένα συγκρότημα», μου λένε, και μπορώ να επιβεβαιώσω ότι αυτό ισχύει.
https://athosldn.bandcamp.com/
LIFO/Της Μαρία Παππά