Αρχαίο παραμύθι

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΛΗΘΕΙΝΟΣ Δημοσιεύθηκε 4.9.2023
Θαρρώ πως ξεχάσαμε τους προγόνους μας, αλλά έτσι πώς θα φτιάξουμε απογόνους; Πες μου.

Καλοκαίρι, τα κορμιά ιδρώνουν, το δέρμα σκουραίνει, οι πόροι ανοίγουν στο λάγνο μεσογειακό φως, ηλιοτρόπια, οι αισθήσεις (και οι πέντε) ονειρεύονται διακοπές. Οι πόλεις αδειάζουν, οι ζωντανοί ερωτεύονται σε αμμουδερά καταστρώματα παρακάμπτοντας τις καθημερινές αγωνίες· νεανικές ορμές και πόθοι απαγκιάζουν σε μύχιους κόλπους κι απόκρημνα βακχικά ακρωτήρια. Οι «σοφοί γέροντες», χορτάτοι χυμούς και μνήμες, αποζητούν την απόλαυση στην ανάγνωση. Ιστορία, λογοτεχνία, θεωρίες, διαχρονικά παραμύθια, ζουν και ξαναζούν στη σκιά μιας μουριάς, ενός πεύκου ή μιας πολύχρωμης ομπρέλας, υπό τον ήχο των τζιτζικιών, τις φωνές των διπλανών, τους χτύπους της ασεβούς ρακέτας. 

Καλοκαίρι των ζουμερών φρούτων και των αθώων ελληνοκυπριακών απολαύσεων· καρπούζι με χαλλούμι, σύκο με πεπόνι, μαύρο σταφύλι με αναρή, σιταροπούλα πανηγυριώτικη στα κάρβουνα κι αψηφισιά τόση που να τη χαίρονται ανέμελα οι κλέφτες κάθε ειδικότητας: πορτοφολάδες συγκοινωνιών, τσαντάκηδες αρχαιολογικών χώρων, τοιχωρύχοι μονοκατοικιών, διαρρήκτες διαμερισμάτων και, σπάνια πλέον, ληστές τραπεζών. Το καλοκαίρι, ανάμεσα στις πολλές χάρες και χαρές, προσφέρεται ευκαιριακά στις ικανότητες του παπατζή, του εύστροφου πλανόδιου απατεώνα.

Την ιστορία ενός πανέξυπνου νυχτοκλέφτη περιέγραψε πριν μερικούς αιώνες ο παππούς Ηρόδοτος στην Ευτέρπη, κι εγώ θα τη διηγηθώ όπως τη θυμάμαι, σαν παραμύθι θερινών διακοπών. 

Μια φορά κι έναν καιρό, πριν από τρεις χιλιάδες χρόνια περίπου, βασίλευε στην Αίγυπτο ο Ραμσής τον οποίον οι Έλληνες ονόμαζαν Ραμψίνιτο. Υποδουλώνοντας τις γύρω χώρες, ο συγκεκριμένος Φαραώ συσσώρευσε τόσα κλεμμένα πλούτη που κανένας άλλος δεν κατείχε πριν ή μετά από αυτόν, σε ολόκληρο το βασίλειο. Θέλοντας να διαφυλάξει τους αμύθητους θησαυρούς του, διέταξε να χτίσουν ένα απόρθητο πέτρινο θησαυροφυλάκιο, η μία πλευρά του οποίου ακουμπούσε στον εξωτερικό περίβολο των ανακτόρων. 

Αρχιμάστορας στην κατασκευή ήταν ένας ευφυής τεχνίτης ο οποίος σκέφτηκε να χτίσει τη λιθοδομή με τέτοιον τρόπο, ώστε μια από τις πέτρες να βγαίνει εύκολα χωρίς να αφήνει ίχνη παραβίασης. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να μπαινοβγαίνει κρυφά στο θησαυροφυλάκιο όποτε ήθελε. 

Όταν τελείωσε η κατασκευή, ο μεν βασιλιάς συσσώρευσε τους θησαυρούς του σε μεγάλα πιθάρια, ο δε αρχιμάστορας αποχώρησε με το μυστικό, το οποίο λίγο πριν πεθάνει αποκάλυψε στους δυο γιους του. «Παιδιά μου», τους είπε, «από εδώ κι εμπρός θα είσαστε εσείς οι διαχειριστές του βασιλικού θησαυρού. Ακολουθήστε τις συμβουλές μου με σύνεση και η ζωή σας θα είναι πολυτελής». Και πράγματι, την ίδια νύχτα τα παιδιά πήγαν κρυφά στο ανάκτορο, μετακίνησαν την πέτρα, μπήκαν στο ανοχύρωτο πλέον θησαυροφυλάκιο και βγήκαν φορτωμένοι λάφυρα.

Μια από τις επόμενες μέρες, ο Φαραώ επισκέφτηκε το θησαυροφυλάκιο κι απόρησε βλέποντας τη στάθμη του χρυσού κατεβασμένη. Έψαξε παντού χωρίς να ξέρει τι να υποθέσει· οι φρουροί ήταν ακοίμητοι, η πόρτα εφτασφράγιστη, οι τοίχοι ανέπαφοι. Έβαλε σημάδια μα όσο περνούσε ο καιρός έβλεπε έκπληκτος τους θησαυρούς του να λιγοστεύουν ανεξήγητα (αφού οι κλέφτες μπαινόβγαιναν σχεδόν κάθε βράδυ). Οργισμένος διέταξε να φτιάξουν παγίδες και να τις κρύψουν καλά γύρω από τα πιθάρια. 

Το επόμενο βράδυ τα αδέλφια επέστρεψαν ανύποπτα στο θησαυροφυλάκιο, μπήκε πρώτος ο μεγαλύτερος, πλησίασε ένα πιθάρι κι απρόσμενα πιάστηκε στις σιδερένιες δαγκάνες. Προειδοποίησε τον μικρότερο κι αναλύοντας την κατάσταση τον πρόσταξε να του κόψει το κεφάλι και να το πάρει μαζί του ώστε να μην τον αναγνωρίσουν και γίνει αιτία να χαθούν όλοι κι όλα. Έτσι κι έγινε. Ο μικρός αδελφός βγήκε, επανατοποθέτησε την πέτρα κι επέστρεψε έχοντας στο σακί αντί για χρυσάφι, το κεφάλι του αδελφού του.

Το επόμενο πρωί ο βασιλιάς μπήκε στο θησαυροφυλάκιο κι έμεινε κατάπληκτος βλέποντας πιασμένο στην παγίδα ένα σώμα ακέφαλο και τα πάντα άθικτα, χωρίς σημάδια εισόδου ή εξόδου. Ανήμπορος να εξηγήσει το μυστήριο, διέταξε να κρεμάσουν τον ακέφαλο κλέφτη στα τείχη κι έβαλε φρουρούς να τον φυλάνε με τη διαταγή, αν δουν κάποιον να κλαίει και να οδύρεται, να τον συλλάβουν αμέσως.

Όσο το πτώμα του ενός ανέμιζε στα τείχη, η μητέρα τους παρακαλούσε τον άλλο της γιο να βρει τρόπο να το κλέψει, διαφορετικά θα πήγαινε στον Φαραώ και θα μαρτυρούσε τα πάντα. Στην αρχή ικέτευε μα όσο περνούσαν οι μέρες αγρίευε και φοβέριζε. Ο μικρός, μη μπορώντας να μαλακώσει τον πόνο και τις απειλές της μάνας του, σκέφτηκε το εξής: Φόρτωσε δυο γαϊδούρια με ασκούς γεμάτους κρασί και περνώντας μπροστά απ’ τους φρουρούς χαλάρωσε τις άκρες των σχοινιών ώστε να πέσουν κατάχαμα οι ασκοί, ενώ ταυτόχρονα χτυπιόταν κι έκλαιγε δήθεν απεγνωσμένα. Μόλις οι σκοποί είδαν το κρασί να χύνεται, έτρεξαν κρατώντας πήλινες κούπες κι έπιναν κοροϊδεύοντας τον αγωγιάτη. Εκείνος πάλι προσποιούνταν τον απελπισμένο, κι όταν επιτέλους έζεψαν τους πεσμένους ασκούς, τους χάρισε τον πιο μεγάλο για να τους ευχαριστήσει. Οι φρουροί άρχισαν να πίνουν, κι επειδή πίνοντας έγιναν φίλοι, τους χάρισε ακόμα έναν ασκό κι έπειτα άλλον, ώσπου μέθυσαν για τα καλά και τους πήρε ύπνος βαρύς. Τότε ο πονηρός γιος έλυσε με την ησυχία του τα σκοινιά, φορτώθηκε το πτώμα του αδελφού του, το πήγε στη μάνα τους κι εκείνη το έπλυνε και το έθαψε όπως έπρεπε. 

Ο Φαραώ θύμωσε πάρα πολύ όταν έμαθε τι έγινε, αλλά μέσα του θαύμασε την εξυπνάδα και την αψηφισιά του κλέφτη. «Είναι δυνατόν να είναι πιο έξυπνος από εμένα;», αναρωτήθηκε και για να τον συλλάβει, έβαλε την κόρη του σε οίκο ανοχής ορμηνεύοντάς την πριν κοιμηθεί με κάποιον πελάτη να τον αναγκάζει να της λέει ό,τι πιο έξυπνο κι ανίερο έχει κάνει στη ζωή του. «Κι αν κάποιος ομολογήσει την ιστορία με τον θησαυρό», της είπε, «να μην τον αφήσεις να φύγει μέχρι να έρθει η φρουρά που θα παραμονεύει απ’ έξω». 

Η κοπέλα έκανε ό,τι πρόσταξε ο πατέρας της αλλά ο παμπόνηρος κλέφτης το έμαθε και θέλοντας να ξεπεράσει τον βασιλιά σε πονηριά, έκοψε από τον ώμο το χέρι ενός πρόσφατα πεθαμένου άντρα, το έκρυψε κάτω από το ρούχο του και μπήκε βράδυ στο πορνείο. Η βασιλοπούλα έκανε στον κάθε πελάτη τις ίδιες ερωτήσεις κι όταν ήρθε η δική του σειρά, της διηγήθηκε λεπτομερώς με ποιον τρόπο μπήκε στο θησαυροφυλάκιο, πώς έκοψε το κεφάλι του αδελφού του, πώς μέθυσε τους φρουρούς κι έκλεψε το πτώμα. Εκείνη όσο τον άκουγε, του έπιασε γερά το χέρι και χωρίς να το αφήσει, κάλεσε τους στρατιώτες να τρέξουν γρήγορα να τον συλλάβουν, όμως φτάνοντας, τη βρήκαν να κρατάει μόνο ένα κομμένο χέρι. Ο νέος ήταν άφαντος, χαμένος στο σκοτάδι. 

Όταν ο Φαραώ πληροφορήθηκε τα συμβάντα, έμεινε κατάπληκτος κι αποφάσισε πως έναν τόσο έξυπνο και θαρραλέο άνθρωπο τον ήθελε φίλο, όχι αντίπαλο. Έβαλε κήρυκες σε όλες τις πόλεις να διαλαλήσουν ότι του δίνει χάρη και την κόρη του για γυναίκα αν παρουσιαστεί μπροστά του. Ο νέος τον πίστεψε, πήγε στο παλάτι κι ο Φαραώ παραδέχτηκε μπροστά σε όλους πως αν οι Αιγύπτιοι ήταν οι πιο έξυπνοι ανάμεσα στους λαούς του κόσμου, εκείνος ήταν ο πιο έξυπνος ανάμεσα σε όλους τους Αιγύπτιους.

Εδώ τελειώνει η ιστορία του παππού Ηρόδοτου, όμως εγώ πιστεύω ότι τελικά ο Ραμψίνητος ήταν εξυπνότερος όλων, διότι, α) διαφύλαξε τους θησαυρούς του από τις επόμενες γενεές διαρρηκτών, β) οικειοποιήθηκε τις ικανότητες ενός δαιμόνιου άντρα, γ) μερίμνησε ώστε να μείνει μόνο το δικό του όνομα στην ιστορία, και δ) διατήρησε στο ακέραιο τη φήμη και το δικαίωμα που έχουν οι Φαραώ, οι Βασιλείς, οι Πρόεδροι, οι Πρωθυπουργοί κ.λπ. να είναι, άλλοτε ελέω Θεού κι άλλοτε με την ψήφο του Λαού, νόμιμοι κλέφτες.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ