Έξερα κάποιον που ο τζύρης του ήταν κουμαρτζιής. Ας τον ονομάσουμε Αντρέα.
Ο Αντρέας το λοιπόν, ήταν μες την παρέα μας. Εμαζεφκούμαστεν μες τα χωράφκια, τότε που υπήρχαν ακόμα, τζαι επαίζαμε μάππα, ππιριλιά, χωστό τζαι διάφορα άλλα. Ήταν ένα κοπελλούι αδρό, τζαι σκλερό σαν το γιαλόχαρτο. Μέτριου αναστήματος, μουζούρης τζαι παστός. Τα ρούχα του ήταν πάντα ξημαρισμένα τζαι παλιά. Φαγωμένα που τον σκόρο στες άκρες, με ξεθωριασμένα σχέδια τζαι κκελιασμένα που τον τζαιρό.
Μια μέρα ο Αντρέας έκαμε γενέθλια τζαι εκάλεσε μας να πάμε σπίτι του. Θυμούμαι ότι το σπίτι του ένα χαλαμάντουρο. Μες την αυλή πεταμένα πράματα τζαι ο κήπος απεριποίητος. Στο σπίτι μέσα, τα έπιπλα ήταν παλιά τζαι οι καναπέδες ποκαθουλιασμένοι τζαι σιησμένοι. Έμοιαζε το σπίτι σαν την κοτζιάκαρη που της εβάλαν κοτσινάδι για να φαίνεται όμορφη.
Η μάνα του Αντρέα έκαμε χάμπουργκερ. Δεν θυμούμαι τι άλλο έκαμε για να μας τζιεράσει, θυμούμαι όμως τα χάμπουργκερ μέσα σε μια πιατέλλα στο τραπέζι τοποθετημένα το ένα πλάι στο άλλο, τζαι δίπλα τους θκυο μεγάλες μπουκάλες πλαστικές κόκα κόλα τζαι ποτήρκα πλαστικά. Ένας που την παρέα μας, είπε στα κρυφά σε μερικούς που εμάς να μεν φάμε επειδή είπεν του η μάνα του ότι η οικογένεια του Αντρέα έν' πολλά ξημαρισμένη τζαι εννά αρρωστήσουμε.
Η μάνα του Αντρέα ελάλεν μας να τζιεραστούμε αλλά εμείς ελαλούσαμε ότι δεν πεινούμε. Νομίζω εν θα ξεχάσω ποττέ το πρόσωπο τζείνης της γεναίκας τζιαι το μαράζι στα μάθκια της. Όταν εμεγάλωσα ακόμα λλίο τζαι εσυνειδητοποίησα το τι εκάμαμε τζείνο το απόγευμα, εντράπηκα πολλά. Εν είχα την ευκαιρία να το πω ποττέ του Αντρέα, η αλήθκεια έν' ότι εν επολλοσυμπαθκιούμαστε, αλλά νομίζω τζαι να την εύρισκα την ευκαιρία εν θα του το ελάλουν ότι εν εφάμεν που το φαΐ της μάνας του επειδή ενεκατσιούσαμε.
Εν θα ξεχάσω τα μάθκια της μάνας του, όπως εν θα ξεχάσω τα μάθκια του παπά του μια νύχτα που ήρτεν μεθυσμένος σπίτι μας τζαι εφάκκαν την πόρτα για να του δώκει δανεικά ο δικός μου τζύρης. Είδα έναν άνθρωπο, χαλαμάντουρο. Όπως το σπίτι που εμείνησκεν η οικογένειά του.
Ο τζύρης μου έφκαλέν τον στον δρόμο να του μιλήσει τζαι εγώ έμεινα στην πόρτα τζιαι εθώρουν τους. Εν άκουσα τι του είπε, νομίζω έφκαλεν ένα χαρτονόμισμα που το τσεντί του τζαι έδωκέν του. Ο τζύρης του Αντρέα ανέμισε τα σιέρκα του, κάτι εφώναξε άσιημο τζαι εξεκίνησε να φύει παρπατητός. Τούτη ήταν η οικογένεια του Αντρέα.
Έξερα κάποιον που τα μωρά του εμεγαλώναν χωρίς μάμμα. Εβρεθούμαστε κάθε καλοτζιαίρι στες διακοπές μας. Ένας άνθρωπος σαν τον δυνατό άνεμο που ρέσσει μέσα που τους ευκαλύπτους τζαι κάμνει τα κλωνιά τζιαι τα φύλλα να σούζουνται τζαι να ππέφτουν. Θυμούμαι τον πάντα να γελά τζαι να καπνίζει.
Μες την συνοπατρζιά μας πάντα κάποιος είσιεν έννοια των μωρών, έστω τζαι αν δεν ήταν μωρά δικά μας, ήταν μωρά δικά μας. Παραπάνω εποσκολιούσαμε τα τζαι επροσέχαμε να μεν απομακρυνθούν, να μεν χτυπήσουν. Τζαι τζείνος έξερε ότι τα μωρά του, άμα ήταν γυρώ μας, ήταν ασφαλή. Για λλίες μέρες τα καλοτζιαίρκα (τζαι ίσως τζαι για μερικές άλλες μέρες τον χρόνο) τούτη ήταν οικογένεια για τζείνα τα κοπελλούθκια.
Σε μια παρέα, εκουβεντιάζαμε για τη μέρα που εγεννηθήκαν τα δικά μας τα μωρά. Εγώ είπα ότι οι μέρες που εγεννηθήκαν οι κόρες μου, ήταν οι θκυο μέρες της ζωής μου που ένιωσα να μεν μπορώ να ελέγξω τα συναισθήματά μου. Εξισιείλισα σαν την κασαρόλλα που αγάπη τζαι χαρά.
Μια κοπέλλα που την εγνώριζα πρώτη φορά, είπε ότι ένιωσε το ίδιο όταν εγέννησε η σύντροφός της τη δική τους κόρη. Τζιαι εξεκίνησε να μιλά για το πώς αλλάζει η ζωή σου άμα κάμεις μωρό τζαι πόσο δύσκολα έν' κάποια πράματα. Είπε μας ότι είχαν αμφιβολίες αν μπορεί να κατεβάσει αρκετό γάλα η μάμμα τζαι εδυσκολέφτηκε το μωρό να πιάσει το βυζί. Για λλίο τζαιρό, είσιεν κολικούς τζαι ότι επιάνναν σειρά οι θκυο μάμμες να το κρατούν αγκαλιά τζαι να φακκούν κίττα, κέλι μες το σπίτι ώσπου να σιωπήσει. Η κουβέντα ετζύλησε όπως τζυλά άμα περιγράφει ο καθένας μας την οικογένειά του. Μιλώντας για τες δυσκολίες τζαι τες χαρές που φέρνει τούτη η κατάσταση στη ζωή του κάθε ενός μας. Τούτη ήταν τζείνη η οικογένεια.
Στο σχολείο είχαμε ένα παιδί που είσιεν θκυο μάμμες τζαι θκυο παπάες. Με τα μαγικά της επιστήμης, εγεννήθηκε που τη μήτρα της θείας του, με γονιμοποιημένο ωάριο της μάμμας του. Θυμούμαι σε μια κουβέντα στην αυλή, μια κορούα ερώτησεν ποια έν' η μάμμα του που τες θκυο τζιαι τζείνος απάντησε ότι φωνάζει τες τζαι τες θκυο μάμμα τζαι ότι φωνάζει τζαι τους θκυο άντρες παπά. Τζαι τούτη ήταν η οικογένειά του.
Άκουσα τζείνο το κήρυγμα που έκαμε ο Χρύσανθος τζαι η Πέτρα που την τηλεόραση του Σίγμα πριν λλίες μέρες. Τζείνο που άκουσα στην πραγματικότητα, έν' ούλλα τα στερεότυπα τζαι ούλλες τες συντηρητικές θεωρίες που δεν έχουν καμιά επαφή με την πραγματικότητα, μέσα που έναν μονόλογο δέκα λεπτών.
Πελλάρες, που δεν θα επαναλάβω, αλλά αν τες ελάλουν εγώ για οποιοδήποτε λόγο θα αντρέπουμουν να παρπατήσω μες τον κόσμο ύστερα. Ξέροντας πόσο δύσκολο τζαι πόσο πολύπλοκο πράμα έν' το να αναγιώσεις μωρά τζαι να κάμεις οικογένεια. Τζαι ξέροντας πόσο προβληματική έν' η κοινωνική πολιτική τζαι πόσο αδιάφορο έν' το κράτος όσον αφορά τα δικαιώματα των μωρών.
Ο πλανήτης δεν επερίμενε τον Χρύσανθο Τσουρούλλη ούτε την Πέτρα Αργυρού να ρωτήσουν τζαι να πιαν άδεια που τες θκειούλλες τζαι τους θκειούλληες αν, τάχα δικαιούνται τα ομόφυλα ζευγάρια να υιοθετήσουν μωρά. Τούτες οι οικογένειες υπήρχαν που πάντα τζαι πάντα θα υπάρχουν.
Επειδή, αντίθετα με ότι λαλεί το Τσουρουλλέικο τζαι το Πετραργηρέικο που την τηλεόραση για να ικανοποιήσουν τα αφτιά τζαι τες φοβίες των θκειούλλων τζαι των θκειαών στην Κύπρο, η «προμετωπίδα» των ανθρώπων δεν είναι η οικογένεια. Η «προμετωπίδα» έν' η αγάπη, τζαι πίσω που την αγάπη κάθεται η οικογένεια, τζαι η οικογένεια δεν είσιεν ποττέ προσχεδιασμένες δομές. Η οικογένειά σου είναι πάντα τζείνοι που σε αγαπούν, είτε έν' μια μάμμα τζαι ένας παπάς, είτε έν' θκυο μάμμες, είτε έν' θκυο παπάες, είτε έν' ένας που τους θκυο, είτε έν' η γειτονιά ολόκληρη. Οικογένεια ήταν πάντα τζαι θα είναι πάντα η αγάπη.