«Αργά το βράδυ, στο μέλλον».
Με αυτήν την αινιγματική φράση αρχίζει ένα από τα πιο σημαντικά και συμπυκνωμένα κείμενα του Σάμιουελ Μπέκετ, αφού σε λιγότερες από 20 σελίδες (εκ των οποίων οι πλείστες αποτελούν σκηνικές οδηγίες και ηχογραφημένες αναμνήσεις) κατορθώνει να θίξει τα βασικά ζητήματα που αφορούν την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης: τον έρωτα, τον χαμένο χρόνο, τις χαμένες ευκαιρίες, τη νιότη, το γήρας, την απώλεια, τη μοναξιά, τη μνήμη και τη λήθη. Στο μονόπρακτο «Η τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ» (Krapp’s Last Tape, 1958), ο 50χρονος Μπέκετ επιχειρεί μια καταβύθιση στον εσωτερικό κόσμο του «ταλαίπωρου γέρου» Κραπ και την προσπάθειά του να συνδεθεί με τις μνήμες του παρελθόντος, τις οποίες καταγράφει σε μαγνητοταινίες, εν είδει ηχογραφημένου ημερολογίου. Ανήμερα των 69ων γενεθλίων του ανατρέχει σε μια συγκεκριμένη, σημαδιακή μαγνητοταινία, όταν στα 39 του χρόνια αποφασίζει να απορρίψει τον έρωτα, να αποκοπεί από τον κόσμο και να αφοσιωθεί στο συγγραφικό του έργο. Η σκηνική συνομιλία με τον νεότερο εαυτό του τον αναστατώνει, αφού δεν έχει τίποτα πια κοινό μαζί του - ούτε την ίδια του τη φωνή δεν μπορεί να αναγνωρίσει: «Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι υπήρξα αυτό το βλακόμουτρο. Τι φωνή! Και τι φιλοδοξίες! Και τι αποφάσεις!». Ο μύωπας, βαρήκοος, με ραγισμένη φωνή και δύσκολο βάδισμα Κραπ, αυτό το απομεινάρι του παλιού του εαυτού, αυτό το «σκουπίδι» (crap) που ξέρει ότι ένας χρόνος ζωής ακόμη δεν είναι τίποτα παραπάνω από άνοστο αναμάσημα και δυσκοιλιότητα, αποφασίζει στα 69 του χρόνια να καταγράψει την τελευταία του, ίσως, μαγνητοταινία. Σωματικά ανήμπορος, υπαρξιακά έρημος, συγγραφικά αποτυχημένος, ο γηραιός Κραπ, έχοντας απόλυτη συνείδηση της κατάστασης στην οποία βρίσκεται, αποκόπτεται από το παρελθόν και περνά με τα τελευταία του λόγια στη νηνεμία του θανάτου: «Περασμένα μεσάνυχτα. Τέτοια σιωπή δεν την ξαναθυμάμαι. Σαν να 'ναι ακατοίκητη η γη. Εδώ τελειώνω αυτή τη μαγνητοταινία. […] Ίσως έφυγαν τα καλύτερά μου χρόνια. Τότε που υπήρχε ακόμα ευκαιρία για ευτυχία. Δεν θα ‘θελα όμως επ' ουδενί να γυρίσουν».
Με τον αξεπέραστο Μπομπ Γουίλσον στον ρόλο του Κραπ στο μυαλό μου και με κάποιες επιφυλάξεις για το πώς ένα τόσο στατικό έργο θα μπορούσε να συμβαδίσει με τη σκηνοθετική ιδιοσυγκρασία και υπερκινητικότητα του Πάρι Ερωτοκρίτου, βρέθηκα στην εντός των τειχών οδό Άρεως, αναζητώντας τον χώρο που φιλοξενεί το νέο του εγχείρημα. Μια μπανάνα [φαλλικό (;) σύμβολο του Κραπ που τις καταναλώνει με μανία] κολλημένη στην πρόσοψη του σπιτιού, εκεί που κάποτε δέσποζε το παλιό αρχοντικό του Πάτροκλου Ερωτοκρίτου, και ένας εκ των δύο ηθοποιών (Στέλιος Ανδρονίκου) υποδέχονται τους θεατές οι οποίοι, με προστατευτικά στα παπούτσια, εισέρχονται στον «αποστειρωμένο» χώρο μνήμης του Κραπ και τοποθετούνται σε μια παράδοξη «πλατεία», η οποία, στην ουσία, αποτελεί μέρος και συνέχεια του σκηνικού χώρου. Οι 20 μόλις θεατές τοποθετούνται σε κλιμακωτά καθίσματα, ενώ μπροστά τους αιωρούνται μακρόστενοι πάγκοι που παρατάσσονται αντικείμενα τα οποία αποτελούν κομμάτι της καθημερινής τελετουργίας του Κραπ: ένα μικρό ποτήρι για λικέρ, αφού ο Κραπ καταναλώνει μεγάλες ποσότητες αλκοόλ, ένα σημείωμα με τη λακωνική περιγραφή του ήρωα από τον Μπέκετ, ένα σημειωματάριο με αναφορά στο μυθιστόρημα «Έφη Μπριστ» του Τέοντορ Φοντανέ, το οποίο ο Κραπ προσπαθεί καθημερινά να διαβάσει («πόνεσαν τα μάτια μου να διαβάζω ξανά την Έφη, μια σελίδα τη μέρα, και να κλαίω ξανά»), τα κεριά που με τελετουργικό τρόπο ανάβει, υπενθυμίζοντάς μας, σε συνδυασμό με τον ασταμάτητο ήχο των δεικτών του ρολογιού, την αμείλικτη και μη αναστρέψιμη πάροδο του χρόνου. Τα σκηνικά αυτά αντικείμενα και η χρήση τους από τους θεατές τους καθιστά κομμάτι της δράσης, ενώ ταυτόχρονα τους μυεί στον κόσμο και το βίωμα του ήρωα. Το μεγάλο «κάδρο» με τη διάφανη ταινία που τοποθετείται μπροστά στο κοινό αφήνει να διακρίνουμε θολά το απροσδιόριστο τοπίο στην εσωτερική αυλή του σπιτιού, όπου, ακόμη και υπό βροχή, διαδραματίζεται η κυρίως δράση του έργου. Ανάμεσα στους θεατές βρίσκεται ο Κραπ (Πάρις Ερωτοκρίτου) του παρόντος· μάλλον υπερκινητικός και όχι αργός στο βάδισμα, πηγαινοέρχεται ανήσυχα κοιτάζοντας το ρολόι του, ενώ αναζητά απεγνωσμένα το σωστό κλειδί. Σταδιακά αποβάλλει από πάνω του καθετί περιττό: ρούχα, γυαλιά, ακουστικά. Εντελώς γυμνός, ως ένας άλλος πρωτόπλαστος, επιχειρεί να εισέλθει στον χώρο της μνήμης. Το κάδρο καταρρέει και το τοπίο αποκαλύπτεται.
Η καθοριστική έναρξη του έργου («Αργά το βράδυ, στο μέλλον») βρίσκει ιδανική αποτύπωση στο σεληνιακό εικαστικό τοπίο που δημιουργεί η Έλενα Κοτασβίλι, το οποίο αποτελεί για την ανάγνωση του Πάρι Ερωτοκρίτου τον βασικό πρωταγωνιστή. Στο δυστοπικό, άχρονο αυτό μέρος τοποθετούνται διάσπαρτα τα «συντρίμμια μιας παρελθοντικής τεχνολογικής προόδου», τα οποία από τη μία συμβολίζουν την προσπάθεια επικοινωνίας του Κραπ με τον έξω κόσμο, ενώ από την άλλη, η αχρηστία τους φαίνεται να παραπέμπει στη σωματική αχρηστία του ίδιου του Κραπ, αλλά και την ψυχική του ερήμωση. Σε αυτό το αλληγορικό τοπίο δεσπόζει το μοναδικό ρεαλιστικό σκηνικό αντικείμενο, το γραφείο του Κραπ με το μαγνητόφωνο και τις μπομπίνες, μέσα από τις οποίες αναδημιουργείται το αποσπασματικό ψηφιδωτό της μνήμης του. Ενώ όλα δίνουν την εντύπωση ότι είναι πια νεκρά, το μεγάλο δέντρο που δεσπόζει στην αυλή, μέσα από τα κλαδιά του οποίου διαχέονται οι εμπνευσμένοι φωτισμοί της Καρολίνας Σπύρου, δημιουργώντας μοναδικές ποιητικές εικόνες, αποτελεί ίσως το μόνο ελπιδοφόρο σημάδι ζωής και αναγέννησης.
Η αστείρευτη ευρηματικότητα του Πάρι Ερωτοκρίτου αλλά και η ανάγκη του να δημιουργεί παράλληλες και ταυτόχρονες εστίες δράσεις φέρνουν, εντός και εκτός ορατού σκηνικού χώρου, τρεις διαφορετικούς Κραπ, τονίζοντας και το χάσμα που δημιουργείται ανάμεσα στους πολλαπλούς μας εαυτούς. Έτσι, ενώ ο ορατός, από τους θεατές, χώρος γίνεται το σημείο δράσης του Κραπ του παρόντος (ο μεταμορφωμένος και ώριμος, υποκριτικά, Πάρις Ερωτοκρίτου), ταυτόχρονα, το μέσα δωμάτιο, το οποίο είναι ορατό μόνο μέσω κάμερας, γίνεται ο χώρος δράσης του Κραπ της νεότητας (ο εξαιρετικός και πολυεπίπεδος Στέλιος Ανδρονίκου), που στο κείμενο υφίσταται μόνο ως ηχογραφημένη φωνή. Ωστόσο, καθώς οι μπομπίνες γυρνάνε μπρος-πίσω σε διαφορετικά σημεία της αφήγησης, ο Κραπ του παρελθόντος εισέρχεται συχνά στον κυρίως σκηνικό χώρο και παρεμβαίνει στη δράση του παρόντος, τονίζοντας τη ρευστότητα του χρόνου. Αυτή η ρευστότητα γίνεται ακόμα πιο έντονη μέσα από την υπερμεγέθη κυκλική οθόνη όπου, σαν σε λήψεις από άλλο πλανήτη, εμφανίζεται ο Κραπ του μέλλοντος: ο καθηλωτικός Νίκος Χαραλάμπους -στο πρόσωπο του οποίου ο καθένας αναγνωρίζει τη μακρά και βαρυσήμαντη πορεία του-, με εμφανή τα σημάδια που άφησε ο χρόνος, στέλνει, μέσα από ένα ήρεμο, στωικό και βαθύ βλέμμα αυτογνωσίας, και με ανάσα σε απόλυτη αρμονία με το κείμενο, το μήνυμα ότι το μόνο σίγουρο πράγμα που καταγράφεται στο μέλλον μας είναι, απλά, το «τίποτα».
Η συνύπαρξη των τριών Κραπ, η οποία πότε κινείται παράλληλα και πότε διασταυρώνεται, συμπληρώνεται τόσο μέσα από τις εμβόλιμες εικόνες που φέρνουν στην επιφάνεια οι αναμνήσεις του ήρωα (το νερό της λίμνης, το χιόνι, το «οστεώδες φάντασμα μιας πόρνης») και που δημιουργούν, εν μέρει, οι στοχευμένες προβολές της Αρτέμιδος Ευλογημένου, όσο και μέσα από το σύνθετο ηχητικό τοπίο του Γιάννη Χριστοφίδη, το οποίο αναδημιουργεί με ακρίβεια τις μαγνητοφωνημένες καταγραφές του Κραπ, αλλά και τους ήχους που πιθανότατα ακούει ο ήρωας ανακαλώντας τις αναμνήσεις του, ενισχύοντας την αίσθηση του θεατή ότι βρίσκεται στον χώρο της μνήμης, έξω από τα όρια του χώρου και του χρόνου. Με έκδηλη σκηνική χημεία, ο Πάρις Ερωτοκρίτου και ο Στέλιος Ανδρονίκου κινούνται με ακρίβεια σε ολόκληρο τον σκηνικό χώρο, ενώ ταυτόχρονα συντονίζονται με τις μαγνητοφωνημένες αφηγήσεις, τους ήχους και την κάμερα με τις ζωντανές λήψεις. Με τους δύο ηθοποιούς να βρίσκονται σε επικοινωνία με το κοινό, με ένα σκηνικό το οποίο αποτελεί, στην ουσία, εικαστική εγκατάσταση, και με την εξειδικευμένη χρήση προηγμένης οπτικοακουστικής τεχνολογίας, η ανάγνωση του Πάρι Ερωτοκρίτου είναι, ακόμα και αν απομακρύνεται από τις αυστηρές οδηγίες του συγγραφέα και το σκηνικό πλαίσιο στο οποίο τοποθετεί το έργο, μια πρωτότυπη και άκρως ενδιαφέρουσα πρόταση η οποία προσφέρει στο κοινό μια άλλη οπτική του έργου και έναν διαφορετικό τρόπο θέασης, όπου το «θέαμα» γίνεται, εν τέλει, «βίωμα». Η σκηνικός «πλουραλισμός» του σκηνοθέτη συναντά δημιουργικά τη λιτότητα του μπεκετικού λόγου, αποτυπώνοντας, στην ουσία, την κορυφαία σκηνή του έργου, την ερωτική σκηνή στην οποία η μνήμη του Κραπ επιστρέφει διαρκώς, όπου κίνηση και ακινησία συνυπάρχουν: «Μείναμε σ’ αυτήν τη στάση ακίνητοι. Από κάτω όμως κινούνταν τα πάντα, και μας κινούσαν κι εμάς, απαλά, πάνω-κάτω, αριστερά-δεξιά».
Συγγραφέας: Σάμιουελ Μπέκετ
Σκηνοθεσία: Πάρις Ερωτοκρίτου
Fresh Target Theatre