Αν συμφωνήσουμε ότι η γλώσσα είναι ένα δομικό σύστημα που τίθεται σε χρήση, άρα διαφοροποιείται κατά τόπους και κατά ομάδες χρηστών, τότε δεχόμαστε ότι χαρακτηρίζεται από ποικιλότητα γεωγραφική και κοινωνική σε διαχρονικό και συγχρονικό επίπεδο (Αρχάκης & Κονδύλη 2011· Τζακώστα υπό δημ. α, υπό δημ. β). Παρ' όλα αυτά, οι διάφορες μορφές γλωσσικής ποικιλότητας τείνουν να θεωρούνται κατώτερες από την πρότυπη/επίσημη γλώσσα. Τέτοιες αντιλήψεις διαμορφώνονται από γλωσσικούς αλλά και εξωγλωσσικούς παράγοντες. Οι γλωσσικοί παράγοντες συνδέουν τη βιωσιμότητα των γλωσσικών ποικιλιών με την τυπολογική εγγύτητά τους προς την πρότυπη/επίσημη ποικιλία, η οποία οδηγεί συνήθως στην αφομοίωση των πρώτων από τη δεύτερη. Οι εξωγλωσσικοί παράγοντες σχετίζονται με την κινητικότητα των ομιλητριών και ομιλητών από τις αγροτικές περιοχές προς τα αστικά κέντρα, την ανάγκη των διαλεκτόφωνων για επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική πρόοδο, η οποία ωθεί τις ομιλήτριες και τους ομιλητές στην εγκατάλειψη των τοπικών γλωσσών (Παπαναστασίου 2015· Τζακώστα 2020 α, β, 2022).
Οι απόψεις που διακινούνται σχετικά με το κύρος, τον πλούτο και τη δυναμική των γλωσσικών ποικιλιών καθορίζουν τη διαλεκτική ταυτότητα των ομιλητριών και ομιλητών (Λιόσης 2019· Παπαναστασίου 2015· Τζακώστα 2022· Τζακώστα & Σιμήρης 2022· Τζακώστα & Κουφού 2019· Τζακώστα & Μπετεινάκη 2019). Σε γενικές γραμμές, οι νότιες γλωσσικές ποικιλίες φαίνεται να χαρακτηρίζονται από υψηλότερο κύρος καθώς θεωρείται ότι συνιστούν μέρος της πρότυπης/επίσημης γλώσσας. Κατά συνέπεια, και οι ομιλήτριες και ομιλητές τους χαρακτηρίζονται από υψηλότερη διαλεκτική ταυτότητα.
Οι Χατζηδάκης (1915) και Τριανταφυλλίδης (1938) εισήγαγαν τους όρους διάλεκτος και ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς τον όρο γλώσσα, αλλά οι ίδιοι πολύ νωρίς διαπίστωσαν ότι η διάκριση μεταξύ γλωσσών, διαλέκτων και ιδιωμάτων δύσκολα ευσταθεί καθώς δεν είναι εύκολο να μετρηθούν η τυπολογική συγγένεια και η αμοιβαία κατανοησιμότητα διαφορετικών γλωσσικών συστημάτων αλλά και να καταγραφούν με ακρίβεια οι χώροι μέσα στους οποίους μιλιέται μια γλωσσική ποικιλία. Για να αμβλύνει το «αξιακό χάσμα» μεταξύ των όρων γλώσσα, διάλεκτος και ιδίωμα, η επιστήμη της Γλωσσολογίας υιοθετεί τον όρο γλωσσική ποικιλία. Ωστόσο, διάφορες έρευνες υπογραμμίζουν ότι, παρά τη χρήση του όρου αυτού, οι στάσεις των ομιλητών απέναντι στις διαλέκτους δεν αλλάζουν προς το θετικότερο, διότι στη συνείδησή τους στις γλωσσικές ποικιλίες δεν συμπεριλαμβάνεται η πρότυπη/επίσημη γλώσσα (Τζακώστα υπό δημ. α, υπό δημ. β).
Προκειμένου να αρθεί ο γλωσσικός στιγματισμός, θεωρώ ότι ο καταλληλότερος όρος αναφοράς στις γλωσσικές ποικιλίες είναι ο όρος γλώσσα ή τοπική γλώσσα. Υπό αυτό το πρίσμα, οι ελληνικές γλωσσικές ποικιλίες, συμπεριλαμβανομένης της πρότυπης, ευκολότερα προσλαμβάνονται ως ισάξια και ισότιμα γλωσσικά συστήματα και όλες μαζί συνιστούν την Ελληνική Υπεργλώσσα, ένα αφηρημένο γλωσσικό σύστημα που δεν ταυτίζεται με την πρότυπη ή/και την ομιλούμενη γλώσσα (βλ. σχήμα 1).
Σε αυτό το πλαίσιο, η διάκριση γλώσσα - διάλεκτος - ιδίωμα μετασχηματίζεται πλέον ως Υπεργλώσσα - (τοπική) γλώσσα - γεωγραφικές αποκλίσεις της πρότυπης Νεοελληνικής.
Προτείνω τέσσερα γλωσσ(ολογ)ικά κριτήρια βάσει των οποίων ένα γλωσσικό σύστημα συνιστά μια γλώσσα:
Βάσει των παραπάνω, ποικιλίες όπως η κυπριακή, η κρητική και η ποντιακή ικανοποιούν και τα τέσσερα γλωσσ(ολογ)ικά κριτήρια και μπορούν να χαρακτηριστούν γλώσσες. Ποικιλίες οι οποίες δεν πληρούν όλα τα κριτήρια συνιστούν τοπικές γλώσσες. Μια τέτοια θεώρηση αναβαθμίζει τις γλωσσικές ποικιλίες στη συνείδηση των χρηστών και ενδυναμώνει την ανάγκη διατήρησης και βιωσιμότητάς τους.