Δυστυχώς, σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι ανισότητες όσον αφορά την ψηφιακή πρόσβαση και την ψηφιακή εκπαίδευση γίνονται όλο και πιο εμφανείς. Το γεγονός αυτό έχει και γεωγραφική διάσταση κι έτσι, ενώ τα αστικά κέντρα συχνά επωφελούνται από τις τελευταίες τεχνολογικές εξελίξεις, οι αγροτικές και απομακρυσμένες περιοχές συχνά υστερούν. Το ψηφιακό αυτό χάσμα, όχι μόνο μειώνει τις ευκαιρίες που θα μπορούσε να έχει καθένας μας, αλλά και καταπνίγει τις δυνατότητες περιφερειακής οικονομικής ανάπτυξης. Και βάση όλων είναι η ταχύτατες ευρυζωνικές συνδέσεις.
Γι’ αυτό λοιπόν, την περασμένη Τρίτη, το Ευρωκοινοβούλιο ενέκρινε μια νέα νομοθεσία για τις υποδομές Gigabit. Δεν είναι η πρώτη φορά που η ΕΕ προσπαθεί να διορθώσει την κατάσταση. Ωστόσο, μια έκθεση του 2018 διαπίστωσε ότι η οδηγία για τη μείωση του κόστους των ευρυζωνικών υπηρεσιών του 2014 δεν εφαρμόστηκε με συνέπεια. Ως αποτέλεσμα, η Επιτροπή πρότεινε την αντικατάστασή της από τον νόμο περί υποδομών Gigabit. Ο νόμος επικαιροποιεί τους κανόνες για να εξασφαλίσει ταχύτερη, φθηνότερη και απλούστερη ανάπτυξη της εγκατάστασης δικτύων Gigabit, αντιμετωπίζοντας τα κύρια εμπόδια, όπως δαπανηρές και πολύπλοκες διαδικασίες για την ανάπτυξη του δικτύου. Θα διασφαλίσει έτσι ότι κάθε Ευρωπαίος πολίτης, ανεξάρτητα από το πού βρίσκεται, μπορεί να έχει πρόσβαση και να επωφελείται από ψηφιακές υπηρεσίες.
Τα μέτρα θα διευκολύνουν την εγκατάσταση υποδομών σε μέρη, όπως κτήρια, στέγες, προσόψεις και παγκάκια. Θα ενθαρρύνουν επίσης τη χρήση υφιστάμενων υποδομών, όπως αγωγούς, στύλους, ιστούς σημαιών, εγκαταστάσεις κεραιών, πύργους και άλλες υποστηρικτικές κατασκευές, προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν τα δαπανηρά έργα και να επιταχυνθεί η ανάπτυξη δικτύων υψηλής ταχύτητας.
Η νομοθεσία θα μειώσει επίσης τις δαπάνες που σχετίζονται με την ανάπτυξη δικτύων με δυνατότητα επίτευξη ταχύτητας gigabit, δηλαδή της μεταφοράς δεδομένων μεγέθους 1 gigabit ανά δευτερόλεπτο. Επιδιώκει, επίσης, να τονώσει τις επενδύσεις σε ψηφιακές υποδομές, να προωθήσει την οικονομική ανάπτυξη και να διασφαλίσει ότι οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις παραμένουν στην πρώτη γραμμή της παγκόσμιας καινοτομίας.
Αναμένεται ότι οι νέοι κανόνες θα εξορθολογίσουν και θα μειώσουν το κόστος και θα επιταχύνουν τις διοικητικές διαδικασίες για την έκδοση αδειών και ταυτόχρονα θα μειώσουν τα γραφειοκρατικά εμπόδια για τις εταιρείες και τις εθνικές αρχές, διευκολύνοντας έτσι την ομαλότερη και ταχύτερη ανάπτυξη του δικτύου.
Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, οι ευρωβουλευτές εξασφάλισαν ότι θα συμπεριληφθεί στην νομοθεσία η αρχή της «σιωπηρής έγκρισης», σύμφωνα με την οποία η άδεια εγκατάστασης υποδομής θα χορηγείται αυτόματα εάν δεν ληφθεί απάντηση από τη διοικητική αρχή εντός τεσσάρων μηνών.
Η νομοθεσία χαράσσει επίσης τη διαδρομή προς την κατάργηση των τελών για διεθνείς κλήσεις και SMS εντός ΕΕ. Μέχρι το 2029, δεν θα πρέπει να υπάρχει διαφοροποίηση στις τιμές λιανικής μόνο με βάση το γεγονός ότι οι κλήσεις προέρχονται από ή καταλήγουν σε διαφορετικά κράτη μέλη. Ο νόμος παρατείνει επίσης τα υφιστάμενα ανώτατα όρια τιμών για τις κλήσεις εντός ΕΕ έως το 2032, οι οποίες θα έληγαν τον Μάιο του 2024.
Είναι αλήθεια ότι όλα αυτά τα τεχνικά αφήνουν συνήθως αδιάφορους τους πολίτες. Αλλά όταν ζητάμε γρηγορότερο διαδίκτυο θα πρέπει να ξέρουμε γιατί δεν το έχουμε.
Κάτι σημαντικό είναι ότι η ένωση των ευρωπαϊκών τηλεπικοινωνιακών οργανισμών (ΕΤΝΟ) δεν είναι καθόλου ευχαριστημένη από τη νέα νομοθεσία. Ανησυχεί κυρίως για την αποδυνάμωση της έννοιας της «σιωπηρής έγκρισης», η οποία στην προηγούμενη νομοθεσία ήταν υποχρεωτική, ενώ τώρα αποτελεί μόνο επιλογή για κάθε κράτος μέλος, για το αν δηλαδή θα την ενσωματώσει στην εθνική νομοθεσία ή όχι. Ανησυχεί επίσης για τη ρύθμιση των λιανικών τιμών. Θεωρεί ότι η κατάργηση των χρεώσεων θα στοιχίσει 2,1 δισ. ευρώ στον κλάδο στην πενταετία μέχρι το 2029. Ήδη από τον περασμένο Δεκέμβριο σε κοινή ανακοίνωση με τις υπόλοιπες αντίστοιχες ενώσεις (ECTA, GIGAEUROPE και GSMA) είχαν στείλει τις αντιρρήσεις τους στο Συμβούλιο, σημειώνοντας: «Ο ευρωπαϊκός κλάδος των τηλεπικοινωνιών αποδοκιμάζει σθεναρά τη γενική προσέγγιση του Συμβουλίου σχετικά με τη GIA».
Όμως, εκλογές πλησιάζουν, κι έτσι τα ευρωπαϊκά όργανα βρίσκονται στην περίοδο που ενδιαφέρονται περισσότερο για τη γνώμη των πολιτών παρά για τις εταιρείες.