Γράφει ο Δημήτρης Χατζηχαμπής*
Ο χώρος κάθε λαού, ως η ιδιαίτερη πατρίδα του, δεν είναι βεβαίως παρά ένα μέρος του όλου χώρου που είναι η γη. Επειδή όμως οι λαοί είναι ποικίλως ιδιόμορφοι, η ιστορία συναρτάται προς τις γενετικές, γλωσσικές, θρησκευτικές, πολιτισμικές και άλλες διαφορές μεταξύ τους, με όλα τα επακόλουθα των φόβων και των προκαταλήψεων, των αναγκών και των συμφερόντων, των εγωισμών και των ανταγωνισμών, των αντιθέσεων και των εντάσεων, των ερίδων και των πολέμων που χαρακτηρίζουν την ανθρωπότητα ανά τους αιώνες.
Μέσα όμως από τη διαφορετικότητα και την αντιπαλότητα των λαών, διακρίνεται και η ιδέα του κοσμοπολιτισμού. Ο κοσμοπολιτισμός δεν επιδιώκει να αγνοήσει ή να εξαλείψει τις διαφορές μεταξύ των λαών και να πλάσει ένα τεχνητά εξομοιωμένο κόσμο – αντίθετα, αναγνωρίζει τις διαφορές αυτές και τις σέβεται, επιδιώκοντας την παράλληλη συνύπαρξη τους μέσω της επικοινωνίας, της αλληλογνώσης και της αλληλεπίδρασης προς κοινό όφελος. Διαπνέεται έτσι από φιλελευθερισμό και ανθρωπισμό και οικοδομεί πάνω στην αξία της διαφορετικότητας, αποκαλύπτοντας τις απεριόριστες δυνατότητες της κοινής ιδιότητας του πολίτη του κόσμου.
Ο κοσμοπολιτισμός εξυπακούει την εξωστρέφεια και τη διάθεση για επαφή και γνώση, απορρίπτοντας τη μισαλλοδοξία και τη ξενοφοβία. Και οι Έλληνες ήσαν, ως εκ τούτου, οι κατ» εξοχήν κοσμοπολίτες κατά την αρχαιότητα. Λαός πρωτίστως θαλασσινός, με όλη ουσιαστικά την Ελλάδα να περιβάλλεται από θάλασσα, διακινήθησαν περισσότερο στη θάλασσα, παρά στη ξηρά, όπου η διακίνηση ήταν ευχερέστερη και ασφαλέστερη απ' ό,τι στην, εν πολλοίς, δύσβατη ηπειρωτική χώρα. Η διακίνηση αυτή, αποτέλεσμα και της ανάγκης επέκτασης ως εκ της στενότητας και των περιορισμένων παραγωγικών δυνατοτήτων της Ελλάδας αλλά και του επιχειρηματικού και εμπορικού δαιμονίου των Ελλήνων, είχε ως αποτέλεσμα και τη δημιουργία αποικιών σε ένα ευρύτατο, όπως διαμορφώθηκε, ελληνικό χώρο σε όλη τη Μεσόγειο, που έφερε τους Έλληνες σε επαφή με τον υπόλοιπο μεσογειακό κόσμο ανοίγοντας σε αυτούς την έννοια του κοσμοπολιτισμού.
Τα οικονομικά οφέλη, όμως, δεν ήσαν ο μόνος λόγος της κοσμοπολίτικης επίδοσης των Ελλήνων. Η απορία για τα επέκεινα και η έφεση της αναζήτησης είναι η πηγή κάθε γνώσης και δημιουργίας και οι Έλληνες ενδιαφέροντο πάντοτε όχι μόνο για το «τι» αλλά και περισσότερο για το «γιατί». Μέσα στη φύση τους ήταν ανέκαθεν, μαζί με τη διατήρηση της παράδοσης, η εξερεύνηση του νέου και του αγνώστου, υπερβαίνοντας το δεδομένο. Αντιλαμβανόμενοι ότι δεν ήσαν μόνοι στον κόσμο και ότι πέρα από τον δικό τους χώρο βρίσκονταν πολλοί τόποι, λαοί και πολιτισμοί, θέλησαν να τους γνωρίσουν. Ήρθαν, έτσι, από νωρίς σε επαφή όχι μόνο με τους λαούς που ήσαν γειτονικοί με τις αποικίες τους αλλά και άλλους λαούς, πρωτίστως της Αιγύπτου, οι οποίοι είχαν πανάρχαιους πολιτισμούς που πολύ τους ωφέλησαν. Αυτή η συνολική επαφή και επικοινωνία ήταν καθοριστική στη διαμόρφωση του ελληνικού κοσμοπολιτισμού που τον χαρακτηρίζει η εξωστρέφεια, η ευρύτητα του πνεύματος, η επιθυμία για γνώση, η μετάδοση του ελληνικού πολιτισμού αλλά και ο σεβασμός προς ότι διαφορετικό και καλύτερο στους άλλους πολιτισμούς.
Μάλιστα, οι Έλληνες σοφοί και φιλόσοφοι θεωρούσαν ότι η γνώση και η σοφία τους δεν θα ήσαν πλήρης αν δεν ωφελούντο από τη μαθητεία τους με τους σοφούς και τους μύστες, ιδιαίτερα της Αιγύπτου, ανέκαθεν φίλης χώρας με πανάρχαιο πολιτισμό, ως να ανταποκρίνοντο στο κάλεσμα του Καβάφη, του ιδανικού ελληνοκοσμοπολίτη – «Σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας, να μάθης και να μάθης απ» τους σπουδασμένους» (Ιθάκη). Ορφέας, Δαίδαλος, Λυκούργος, Θαλής, Κλεόβουλος, Σόλων, Πυθαγόρας, Πλάτων και τόσοι άλλοι, πήγαν και έμαθαν στην Αίγυπτο αλλά και στην Εγγύς Ανατολή από τους σπουδασμένους, τους σοφούς και τους μύστες. Ομοίως, οι Έλληνες καλωσόριζαν ανθρώπους οι οποίοι, αν και μη Έλληνες, είχαν ανάλογο πνεύμα, συναισθανόμενοι την κοινότητα του ελευθέρου πνεύματος που διέπει τον κοσμοπολιτισμό. Χαρακτηριστική του πνεύματος αυτού είναι η περίπτωση του Ανάχαρσι ο οποίος, αν και Σκύθης, έγινε δεκτός μεταξύ των σοφών της αρχαιότητας. Όταν μάλιστα ο Ανάχαρσις πήγε στην Αθήνα και έγιναν φίλοι με τον Σόλωνα, ένας ανόητος Αθηναίος τον περιγελούσε ως Σκύθη (η Σκυθία εθεωρείτο κατ» εξοχήν βαρβαρική και απολίτιστη χώρα), οπότε ο Ανάχαρσις τον αποστόμωσε λέγοντας – «Ναι, για μένα μπορεί να είναι ντροπή η πατρίδα μου, εσύ όμως είσαι ντροπή για την πατρίδα σου».
Και άλλοι Έλληνες ανοίχθησαν στον κόσμο. Ο Ξενοφάνης από την Κολοφώνα περιηγήθηκε και εξερεύνησε επιστημονικά όλο τον κόσμο της Μεσογείου. Ο Ηρόδοτος ταξίδευσε σε όλο τον αρχαίο κόσμο που τον περιγράφει γεωγραφικά, ιστορικά και λαογραφικά, παρουσιάζοντας με αντικειμενικότητα και συχνά θαυμασμό τους πολιτισμούς των λαών του. Το ίδιο έκανε τέσσερις αιώνες αργότερα ο Διόδωρος Σικελιώτης, αφήνοντας μας ένα ανεκτίμητης αξίας πολύτομο έργο. Όπως και ο σύγχρονος του Στράβων, ο πρώτος συστηματικός γεωγράφος και μαζί ιστορικός και λαογράφος. Πέραν λοιπόν από την «πόλη τη διδάσκαλο» όπως ήταν η πολιτεία για τους Αθηναίους και κατ» επέκταση την Ελλάδα, οι Έλληνες κατέστησαν όλο τον γνωστό τους κόσμο «γη τη διδάσκαλο».
Οι περσικοί πόλεμοι αποτέλεσαν τη μέγιστη απειλή για την Ελλάδα, ως η σύγκρουση δύο πολιτισμών με εντελώς αντίθετες αξίες – το φιλελεύθερο και ανθρωπιστικό ελληνικό φρόνημα και το ανελεύθερο και απολυταρχικό ασιατικό. Με την αίσια λήξη τους, οι Έλληνες έσωσαν όχι μόνο τον γεωγραφικό τους κόσμο αλλά και προ πάντων την ελληνική ιδέα του κοσμοπολιτισμού, τόσο ξένη προς την ασιατική καταπιεστική απολυταρχική νοοτροπία. Δεν εκπλήττει, λοιπόν, που ο ένας και μισός αιώνας που ακολούθησε τους περσικούς πολέμους γνώρισε την εδραίωση της ελληνικής επίδοσης στα γράμματα, στις τέχνες και στις επιστήμες στην κλασική τους επιτομή. Ο ελληνικός κοσμοπολιτισμός απέκτησε τότε μια νέα διάσταση, εκείνη της ελληνικότητας ως πανανθρώπινης ιδιότητας. Το ελληνικό κατέστη το ιδεώδες και η ελληνική παιδεία η κατ» εξοχήν παιδεία, ώστε ελληνικός να θεωρείται ο εραστής και μέτοχος αυτής ανεξαρτήτως ελληνικής καταγωγής. Η ελληνικότητα, αν και βεβαίως μορφώθηκε στην Ελλάδα, δεν έχει εθνική κατεύθυνση αλλά συνιστά ευρύτερη παγκόσμια διάσταση ως το σύνολο του πολιτισμικού ιδεώδους το οποίο και διέπει τις ανώτατες αναζητήσεις και εκδηλώσεις των ανθρώπων.
Αυτό όμως που έφερε στα ύψη τον ελληνικό κοσμοπολιτισμό ήταν το Αλεξανδρινό θαύμα. Σε όλη την ιστορία, ανάμεσα σε αυτούς που ενέπνευσαν τους ανθρώπους και που άλλαξαν τον κόσμο, ο Αλέξανδρος προβάλλει ως ο κατ» εξοχήν. Ο Αλέξανδρος δεν διαπνέετο μόνο από τη φιλοδοξία του να καταλύσει την περσική αυτοκρατορία ως τον διαχρονικό εχθρό των Ελλήνων ή και να κατακτήσει την Ασία. Διαπνέετο προ πάντων από μια ακατάλυτη επιθυμία να ανοίξει, να εξερευνήσει και να γνωρίσει τον απέραντο κόσμο που εκτείνετο πιο πέρα από τον γνωστό, μεταφέροντας εκεί την ελληνικότητα και παίρνοντας από εκεί ό,τι καλό είχαν να προσφέρουν οι λαοί του, ώστε να συνεχίσει και μετά από την κατάκτηση της Περσίας. Δεν κατάργησε τους πολιτισμούς που βρήκε αλλά τους εμβολίασε με τον ελληνικό πολιτισμό, όπως και άνοιξε τον ελληνικό πολιτισμό ώστε να δεχθεί τους πολιτισμούς αυτούς. Σεβόμενος τη διαφορετικότητα, πίστεψε στη μετάδοση της παγκοσμιότητας των αξιών που προκύπτουν από τη συμβίωση και την αλληλεπίδραση των πολιτισμών. Το μοναδικό του επίτευγμα έδωσε έτσι στην επικράτεια του νέες διαστάσεις και άνοιξε νέους ορίζοντες στα κίνητρα και στις σκέψεις των ανθρώπων. Η επιτομή του Αλεξανδρινού θαύματος ήταν, βεβαίως, η Αλεξάνδρεια, η νέα πολιτιστική πρωτεύουσα του νέου κόσμου, που έφερε μαζί τις φυλές των εθνών σε μία θαυμαστή κοσμοπολίτικη συμβίωση συνδυάζοντας τις παλιές δομές με νέες και δίδοντας μία πρωτοφανή ώθηση στην επίδοση της ανθρωπότητας σε όλους τους τομείς του πολιτισμού.
Οι ελληνιστικοί χρόνοι θα παραμείνουν εσαεί το σύμβολο του κοσμοπολιτισμού και ο Αλέξανδρος, ο τελευταίος παγκόσμιος Έλληνας, ο ιδανικός εκφραστής και απόστολος του.
*Πρώην πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου