1.
Πρώτη φορά θα έπαιρνα συγκοινωνία στην Αθήνα. Ήταν την επομένη της άφιξής μου στην Ελλάδα. Γινότανε μια διαδήλωση, διαμαρτυρία έξω από την Αμερικάνικη πρεσβεία. Όχι μόνο δεν απέτρεψαν την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, αλλά την διευκόλυναν να γίνει. Θεώρησα υποχρέωσή μου να πάρω μέρος. Πήρα το λεωφορείο απ’ του Ζωγράφου.
Σε μια στάση ένας νεαρός έτρεχε να το προλάβει, τελευταία στιγμή έκλεισε η πόρτα. Το λεωφορείο ξεκίνησε, αυτός του κτυπούσε την πόρτα και φώναζε: «Φτού σου ρε, άνοιξε γαμώ το θεό σου!». Ο οδηγός ήταν Κρητικός. «Είντα ’πες ρε; Θεός μου είναι ο Ψηλορείτης!», είπε και τράβηξε απότομα το χειρόφρενο.
Όλοι οι επιβάτες πέσαμε ο ένας πάνω στον άλλον. Ο οδηγός κατέβηκε στο δρόμο και χίμηξε πάνω του. Καθώς πάλευαν οι δύο άντρες. «Ρε συ, Κρητικός είσαι;» «Διάλε τσ΄ απόλυμάρες σου, και εσύ;». Βρεθήκανε να είναι και κοντοχωριανοί, είχαν και οι δυο τον ίδιο θεό, τον Ψηλορείτη. Μπήκαν μαζί στο λεωφορείο. Οι επιβάτες τους χειροκρότησαν. Σε όλη τη διαδρομή κουβεντιάζανε μεταξύ τους. Τους άκουγα που μιλούσανε με αγάπη και νοσταλγία για τα χωριά τους. Ένιωσα μεγάλη ορφάνια. Θυμήθηκα το χωριό μου, την κατεχόμενη Λάπηθο. Κατέβηκα στη στάση «Ευαγγελισμός» και ενώθηκα φορτισμένος με τους διαδηλωτές. Όρμησα από τους πρώτους εναντίον της πρεσβείας. Ένας αστυνομικός με έσπρωξε με βία και έπεσα κάτω. Σε κάποιον δίπλα μου άνοιξαν το κεφάλι με το κλομπ. Ήθελα να πλησιάσω, για να φτύσω στην είσοδο της πρεσβείας. Πετάξανε όμως δακρυγόνα και μας σκορπίσανε. Τριάντα οκτώ χρόνια μετά περπατώ έξω από την είσοδο της Αμερικάνικης πρεσβείας. Φτύνω. «Ε κύριε!», μου φωνάζει ένας διερχόμενος διαβάτης, «δεν έχεις τον Θεό σου!». Αυθόρμητα αποκρίνομαι: «Και μένα Θεός μου είναι ο Πενταδάκτυλος».
2.
Ξύπνησα από εφιάλτη εκείνο το πρωινό. Η τουρκική εισβολή, η αιχμαλωσία, η προσφυγιά μου είναι ακόμη νωπές… Δεν ήθελα να μείνω στο σπίτι. Πήρα το λεωφορείο και ανέβηκα στην Ακρόπολη. Στο λόφο με έπιασε μπόρα ξαφνική. Είχαν αργήσει εκείνη τη χρονιά τα πρωτοβρόχια. Τρύπωσα στο μικρό μουσείο που τότε ήταν επάνω στον βράχο. Η βροχή ξέπλυνε τα αρχαία μάρμαρα. Το χώμα ανάμεσα στα μνημεία ρούφηξε λαίμαργα το νερό, αφήνοντας ευωδιά μεθυστική. Ώρα πολλή κοιτούσα αχόρταγα τις δωρικές κολώνες στην πρόσοψη του Παρθενώνα. Με καθήλωσαν χωρίς λόγο. Ούτε παιδεία ούτε λαγνεία είχα για τα αρχαία. Γύρισα σπίτι κοντά μεσημέρι. Δυο-τρεις μέρες είχαν περάσει, αφότου μετακομίσαμε στην υπόγεια γκαρσονιέρα. Μια τζαμόπορτα έβγαινε στον ακάλυπτο της πολυκατοικίας. Σε ένα πιθάρι υπήρχε ένας τεράστιος βασιλικός. Δίπλα, τρεις ακόμα βασιλικοί σε γλάστρες. Απέναντι σε τενεκέδες ήταν φυτεμένα άσπρα γεράνια. Έβγαλα εκεί έξω ένα τραπεζάκι και μια καρέκλα. Ο καιρός είχε γυρίσει σε ζεστό λαμπερό ήλιο. Έψησα καφέ, κάθισα και τον ήπια. Κάποια στιγμή άνοιξε η γειτονική τζαμόπορτα. Βγήκε μια νεαρή κοπέλα, όμορφη. Έμαθα πολύ αργότερα το όνομά της. Κρατούσε μια πλαστική λεκάνη με μπουγάδα. Με είδε, χαμογέλασε. Αμέσως όμως μπήκε μέσα και έκλεισε την πόρτα. Κατάλαβα ότι ντρεπότανε να απλώσει τα ρούχα της στο σχοινί και να τη βλέπω. Οι βασιλικοί και η Βασιλική, χάρμα η αυλή. Μάζεψα το τραπεζάκι και την καρέκλα και έβαλα στη φωτιά τις φακές.
Βρίσκω, ψάχνοντας για κάτι άλλο, το κιτρινισμένο ημερολόγιο μου και το ποίημα:
Πείτε μας τα απλά.
Όπως μας τα λεν τα πρωτοβρόχια.
Όπως μας τα λεν οι δωρικές κολώνες.
Όπως μας τα λεν
τα γεράνια, οι βασιλικοί.
Όπως η γειτονοπούλα μου η Βασιλική.
Δε θέλει και πολλά ο άνθρωπος, για να αισθανθεί λίγο καλύτερα, λίγο ευχάριστα, λίγο ευτυχισμένα.
3.
Στρέφω το βλέμμα προς το μπαλκόνι. Όσα χρόνια έζησα στην Αθήνα τα βλέπω μπαλόνια δεμένα στο κάγκελο. Χρόνια-μπαλόνια γκριζόλευκα, με μονόχρωμες πιτσιλιές, κόκκινες, μπλε, κίτρινες, μοβ, μαύρες… Έφτασε η ώρα για αναχώρηση. Λύνονται ένα-ένα απ΄ το κάγκελο και ακολουθούν την κάθε μου κίνηση. Στην τουαλέτα καθώς ξυρίζομαι χοροπηδούν στον καθρέφτη. Ετοιμάζω τη βαλίτσα μου, στροβιλίζονται πάνω από το κεφάλι μου. Πίνω τον καφέ, αιωρούνται στον απέναντι τοίχο. Κάνω τη σκέψη να τα σπάσω με τη φλόγα του αναπτήρα μου. Δεν το κάνω, τα μαζεύω απ’ τις κλωστές τους, τα ξαναδένω στο κάγκελο του μπαλκονιού. Κλείνω τις μπαλκονόπορτες, κλείνω τα παντζούρια, παίρνω τη βαλίτσα μου, κλειδώνω την πόρτα, φεύγω. Έξω στο δρόμο, διάχυτο το χρώμα της θλίψης. Βουβαμάρα. Πού είναι εκείνη η ζωηράδα; Κρίση, τρόικα, απόγνωση. Στο μετρό για το αεροδρόμιο κοιτώ έξω. Δε βλέπω τα μπαλόνια. Μόνο το είδωλό μου στο τζάμι με ακολουθεί. Στο αεροδρόμιο πολυτελής ψευδαίσθηση: Cafe, καταστήματα, κόσμος φεύγει, κόσμος έρχεται. Στην απογείωση ξανά στο νου μου η απάντηση της γριάς χωριάτισσας, όταν τη ρώτησαν για την κρίση. «Το ανέβας έσιει τζαι κατέβας»… τους απάντησε. Το αεροσκάφος ανεβαίνει και εγώ κατεβαίνω τα σκαλοπάτια κάθε υπόγειας γκαρσονιέρας της ζωής μου. Ατέλειωτα σκαλιά. Ένα τράνταγμα κενού αέρα με επαναφέρει πίσω στον ουρανό. Δίπλα μου κάθεται μια νεαρή με πρόσωπο σφιγμένο, ιδρωμένο. «Έχω φοβία», μου λέει και επιζητά κουβέντα να ξεφύγει. Με ακούει σαν το παιδάκι που του λέει παραμύθι η γιαγιά. Ξεθολώνει το βλέμμα της. Περνά η ώρα. Η αεροσυνοδός ανακοινώνει ότι αρχίζει η κάθοδος. Προσγειωνόμαστε. Χαμογελά το κορίτσι. Χαμογελώ και ’γώ. Έχει και τα καλά του «το κατέβας». Έξω με περιμένουν αιωρούμενα τριάντα τρία μπαλόνια. Γίνονται ένα με τον ουρανό, γαλάζια. Ένα-ένα ανεβαίνουν ψηλά και χάνονται.
Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων
Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας parathyro.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.