Το τελικό αποτέλεσμα δεν δικαιώνει τις προθέσεις της Αλίκης Δανέζη Knutsen η οποία σκηνοθετεί για τον ΘΟΚ το έργο του Φέρντιναντ Μπρούκνερ
Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας
Σκηνοθεσία-Δραματουργική επεξεργασία: Αλίκη Δανέζη Knutsen
Σκηνικά-Κοστούμια: Μαρίνα Χατζηλουκά
Μουσική σύνθεση: Monika
Ενορχήστρωση: Άρης Ζέρβας
Κίνηση: Αλέξης Βασιλείου
Σχεδιασμός φωτισμών: Σταύρος Τάρταρης Ερμηνεύουν: Δημήτρης Γεωργιάδης, Κίκα Γεωργίου, Νίκη Δραγούμη, Φώτης Καράλης, Βένια Σταματιάδη, Ανδρέας Τσέλεπος, Νιόβη Χαραλάμπους
Έξι φοιτητές Ιατρικής –τρεις γυναίκες, τρεις άνδρες– και μία υπηρέτρια. Όλοι νέοι, στο μεταίχμιο της μεταφοιτητικής τους ενηλικίωσης, δείχνουν να πασχίζουν για το μέλλον τους. Ωστόσο, ο αποπροσανατολισμός τους είναι έκδηλος. Πρόκειται για μια νεολαία που, κάτω από τη φαινομενική ευρωστία, πάσχει και νοσεί. Χωρίς ευδιάκριτα σημεία αναφοράς πέρα από τη νεότητα, τη φοιτητική (ή επαγγελματική) τους ιδιότητα και την ταξική τους καταγωγή, δίνουν την αίσθηση ότι έχουν ξεπηδήσει από ένα άχρονο, άτοπο, δυστοπικό μυθιστόρημα, όπου βρίσκεται συγκεντρωμένη όλη η αντιδραστικότητα μιας αυτοκαταστροφικής νιότης: υπαρξιακή απόγνωση, ταξική ανασφάλεια, σύγχυση των φύλων, υπερσεξουαλισμός, ασεξουαλισμός, σαδομαζοχισμός, ομοφυλοφιλία, εκπόρνευση, κατάχρηση ουσιών, νευρώσεις, σύνδρομα, σωματική και ψυχική βία, αυτοχειρία. Η ομάδα αυτή αντανακλά μια νεολαία σε σήψη, που απορρίπτει οτιδήποτε της έχει κληροδοτηθεί, που έρχεται σε ρήξη με οτιδήποτε αποτελεί αξία, αρχή, κατεστημένο. Μια νεολαία εξαπατημένη που επιλέγει να αντιδράσει μέσα από την πιο επικίνδυνη οδό: την απάθεια. Την ίδια στιγμή που πασχίζουν να τελειώσουν την Ιατρική, αναρωτιούνται: «τι τους χρειαζόμαστε τους γιατρούς σε μιαν εποχή που σαπίζει;».
Και όμως, η φοιτητική αυτή παρέα δεν ανήκει στο 2019, αλλά στην περίοδο του Μεσοπολέμου, στη Βιέννη του 1923. Είναι η γενιά που ενηλικιώθηκε μέσα από την εφιαλτική εμπειρία του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου ενώ έδωσε, εν αγνοία της, το πρόσφορο έδαφος στο οποίο ευδοκίμησε ο ναζισμός. Παγιδευμένοι ανάμεσα σε δύο παγκόσμιους πολέμους που ισοπέδωσαν κάθε αξία και ανθρωπιστικό ιδεώδες, οι νέοι αυτοί καλούνται, όπως λέει η αντιδραστική Ντεζιρέ, να επιλέξουν ανάμεσα σε δύο δρόμους: ή αυτόν της αστικοποίησης (τη συμβατική αστική ζωή της μονογαμίας, της οικογένειας και της επαγγελματικής καταξίωσης), ή της ελευθερίας, την οποία η ίδια ταυτίζει με την αυτοκτονία. Μα, αυτό το δίλημμα δεν αντιμετωπίζει και σήμερα η νεολαία όταν μετά το «φοιτητικό πάρτι» καλείται να ενδυθεί το αστικό της κοστούμι;
Ο Φέρντιναντ Μπρούκνερ γράφει την «Αρρώστια της νιότης» το 1926. Πρόκειται για ένα έξοχο δείγμα εξπρεσιονιστικής γραφής όπου ο λόγος, όσο ημιτελής ή ατελής και αν φαίνεται, έχει πρωταγωνιστικό ρόλο, αφού μέσα από αυτόν χτίζονται οι σχέσεις εξουσίας που συνδέουν τους επτά χαρακτήρες. Η παγκύπρια «πρώτη» του έργου στη Νέα Σκηνή του ΘΟΚ είχε όλα τα βασικά και επιμέρους στοιχεία για να αναδείξει αυτό το δύσκολο, στη σκηνική του πραγμάτωση, έργο, αφού η ομάδα των συντελεστών, στο σύνολό της, ανήκει, θα έλεγε κανείς, στην ελίτ του θεάτρου. Η Αλίκη Δανέζη Knutsen δείχνει να μην φοβάται τα δύσκολα έργα και η υψηλή ποιότητα της δουλειάς της μας είναι, πια, οικεία. Η δραματουργική επεξεργασία, η εις βάθος μελέτη, όχι μόνο του έργου αλλά και του κοινωνικού, πολιτικού και αισθητικού συγκείμενου της εποχής, αλλά και η θητεία της στον κινηματογράφο είναι έκδηλα, τόσο στη σκηνοθετική ανάγνωση του έργου, όσο και στη σκηνογραφική μετουσίωσή του. Το σκηνικό της Μαρίνας Χατζηλουκά, λιτό και καλαίσθητο, κατορθώνει να συνδυάσει τη Βιέννη του 1923 με έναν σύγχρονο ή άχρονο χώρο, όπου οι ηθοποιοί προετοιμάζονται για τους ρόλους τους. Μια κεντρική πλατφόρμα που διασπάται για να δείξει τη σταδιακή αποσύνθεση των ηρώων, παραπέμπει σε ένα φοιτητικό βιεννέζικο δωμάτιο εποχής και αποτελεί τον μοναδικό χώρο δράσης. Η σκηνοθέτιδα, ωστόσο, εντάσσει άλλα δύο επίπεδα δράσης στη σκηνή. Το πρώτο είναι η εξωσκηνική δράση των χαρακτήρων όταν αποχωρούν από το δωμάτιο της Μαρί, και η οποία εκτυλίσσεται γύρω από την κεντρική πλατφόρμα. Το δεύτερο επίπεδο αφορά την εξωτερική και εσωτερική προετοιμασία των ηθοποιών, η οποία πραγματοποιείται σε ένα υπερυψωμένο και υποφωτισμένο βάθρο στο πίσω μέρος της σκηνής. Με εσώρουχα (εποχής), ανάμεσα στις δύο τσελίστριες που δίνουν απνευστί το μουσικό τέμπο της παράστασης το οποίο κορυφώνεται στην ιδιαίτερη, ατμοσφαιρική μουσική της Monika, οι ηθοποιοί ενδύονται ή απεκδύονται τους ρόλους τους, ενώ η είσοδός τους στην πλατφόρμα δράσης ανακοινώνεται από το μικρόφωνο. Κινηματογραφικές εικόνες, αισθησιακή, μυστηριακή ατμόσφαιρα, πρωτότυποι ήχοι, υπέροχα κοστούμια, φωτισμοί σε πρωταγωνιστικό ρόλο, τεχνικές αποστασιοποίησης και διάσπασης της δράσης (πολλές από τις οποίες παρακολουθήσαμε και στη σκηνική πρόταση της Knutsen στο «Λεωφορείο ο Πόθος»), πλούσιος σκηνοθετικός αισθητισμός. Είναι, όμως, αυτό το ζητούμενο στην «Αρρώστια της νιότης»; Έχω την αίσθηση ότι το τελικό αποτέλεσμα δεν δικαιώνει τις προθέσεις. Τα πολλά και αποδυναμωμένα, μέσα από τη διαρκή επανάληψη, σκηνοθετικά ευρήματα υπερφόρτωσαν την εικόνα και οδήγησαν σε έναν σκηνικό πλουραλισμό που απέβη εις βάρος του ίδιου του έργου. Η διάσπαση της δράσης σε τρία επίπεδα (που σε καμία περίπτωση δεν δημιουργούσε το αίσθημα εγκλεισμού ή την εικόνα του δωματίου-κλουβιού, όπως αναφέρεται και στο πρόγραμμα), ο ασταμάτητος ήχος από τα τσέλα που συχνά πατούσε στις φωνές των ηθοποιών και δεν τις άφηνε να φτάσουν στην πλατεία, η διαρκής κίνηση πάνω, γύρω και πίσω από τη σκηνή που διασπούσε συνεχώς το βλέμμα και την προσοχή του θεατή από την κυρίως δράση και τον λόγο, δημιούργησε, μεν, ένα υπέροχο εξωτερικά περίβλημα, έχασε, ωστόσο, το πιο σημαντικό στοιχείο του έργου: τον ίδιο τον λόγο.
Επιπλέον, τα ευρήματα αυτά απέβησαν εις βάρος της ερμηνείας των ηθοποιών, οι οποίοι κλήθηκαν να δημιουργήσουν σύνθετους ρόλους σε «αντίξοες» συνθήκες: κινούνται ασταμάτητα, τρέχουν, ανεβοκατεβαίνουν στην πλατφόρμα, βάζουν-βγάζουν ρούχα, εκτίθενται στην αμηχανία της σωματικής απογύμνωσης, εκφωνούν, σιγοτραγουδούν, συσπώνται σε κουραστική επανάληψη, παγώνουν, περιστρέφουν το σκηνικό, διασπούν το σκηνικό δυσχεραίνοντας την κίνησή τους ακόμη περισσότερο, καταλήγουν σε σωματικό ντελίριο. Υπό αυτές τις συνθήκες και με διασκορπισμένες τις υποκριτικές τους δυνατότητες, καλούνται να εκφέρουν τον υπέροχο λόγο της μετάφρασης του Γιώργου Δεπάστα και να υποδυθούν τους κατακερματισμένους χαρακτήρες τους. Και, με τη Νιόβη Χαραλάμπους στον ρόλο της Μαρί και τον Δημήτρη Γεωργιάδη στον ρόλο του άφυλου Αλ να ξεχωρίζουν, το κατορθώνουν, όλοι, εξαιρετικά.
Η ενδιαφέρουσα, εικαστικά και αισθητικά, πρόταση της Αλίκης Δανέζη Knutsen είναι σίγουρα πρωτότυπη και κινείται μακριά από συμβατικές ή δοσμένες λύσεις. Δείχνει, ωστόσο, μέσα από το αισθητικό «φόρτωμα», να έχει χάσει την ουσία, τον αρχικό της στόχο, τον προσανατολισμό της. Όπως ακριβώς και οι ήρωες του έργου.
Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων
Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας parathyro.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.