Πέρα από την επαναληπτικότητα της έντασης και τη μερική μελοδραματικότητα, το έργο του Μιχάλη Παπαδόπουλου αποτελεί κατόρθωμα για τα κυπριακά δεδομένα: δεν ηθικολογεί, δεν διδάσκει, δεν δίνει λύσεις, δεν λυτρώνει ούτε το θύμα, ούτε τον θεατή
Συγγραφέας: Μιχάλης Παπαδόπουλος
Σκηνοθεσία: Αλεξία Παπαλαζάρου
Σκηνικά-Κοστούμια: Σόσε Εσκιτζιάν
Φωτιστικός Σχεδιασμός: Βασίλης Πετεινάρης
Μουσική επιμέλεια: Αλεξία Παπαλαζάρου
Ερμηνεύουν: Αντρέας Τηλεμάχου, Γιάννα Λευκάτη, Νικόλας Πέτρου, Μαρίνος Ξενοφώντος
Το έργο του Μιχάλη Παπαδόπουλου «Χαρωπά τα δυο μου χέρια» έκανε πρεμιέρα στο Θέατρο Ανεμώνα σχεδόν ταυτόχρονα με το σκάνδαλο που ξέσπασε στη μικρή και αμήχανη -όπως αποδείχτηκε- κυπριακή κοινωνία, την περίπτωση της Έλενας Φραντζή. Καθώς παρακολουθούσα την παράσταση, η εικόνα του κοριτσιού ήταν καρφωμένη στο μυαλό μου, επιβεβαιώνοντας εκκωφαντικά ότι αυτό που παρακολουθούσα δεν ήταν αποκύημα φαντασίας, δεν ήταν απλά ένα θεατρικό έργο που προσπαθούσε να με σοκάρει. Η σεξουαλική κακοποίηση παιδιών και η παιδοφιλία δεν είναι θέμα επικαιρότητας. Είναι κάτι υπαρκτό. Συνέβαινε πάντα και εξακολουθεί να συμβαίνει. Όχι κάπου μακριά. Δίπλα μας. Και εάν ο μεγαλύτερος σύμμαχος των θυτών είναι ο φόβος του θύματος να μιλήσει, αυτό καθιστά όλους μας διπλά υπεύθυνους για την προσοχή που δεν δείξαμε, τα σημάδια που δεν είδαμε, το κάλεσμα για βοήθεια που δεν αφουγκραστήκαμε, την ιστορία που δεν πιστέψαμε.
Το τόλμημα ενός συγγραφέα να καταπιαστεί με ένα τόσο ευαίσθητο, κοινωνικά, θέμα ενέχει πολλαπλούς κινδύνους. Πώς μεταφέρεις στη σκηνή ένα σεξουαλικά κακοποιημένο παιδί, κρατώντας ισορροπίες ανάμεσα στην κοινωνική ευθιξία, την κοινωνική αφύπνιση, τη «σωστή» δόση σκληρότητας στην οποία εκθέτεις το κοινό και τις δραματουργικές συμβάσεις που απαιτούν σκηνική οικονομία και αποφυγή του μελοδραματισμού; Ο Μιχάλης Παπαδόπουλος φαίνεται να ακροβατεί σε τεντωμένο σχοινί, αλλά με επιδέξια ισορροπία καταλήγει στις ιδανικότερες λύσεις - τουλάχιστον για την πλειοψηφία των θεμάτων που καλείται να αντιμετωπίσει. Κρατώντας τις απαραίτητες αποστάσεις ασφαλείας, ο συγγραφέας δημιουργεί μια ιστορία την οποία δεν τοποθετεί σε χρόνο και χώρο. Το όνομα του πρωταγωνιστή [Τομ] αλλά και η πληροφορία ότι εργάζεται ως σερβιτόρος στο Χίλτον μάς οδηγούν μάλλον με ασφάλεια σε μια μεγαλούπολη, κάπου μακριά από τον δικό μας μικρόκοσμο. Η ιστορία εκτυλίσσεται μέσα από την εξομολόγηση του ενήλικα Τομ, η οποία, αν και έχει τη μορφή μονολόγου, διασπάται με έξυπνο, δραματουργικά, τρόπο, σε τρία πρόσωπα τα οποία βοηθούν ή πυροδοτούν την ανάκληση των επώδυνων αναμνήσεων.
Σε τεντωμένο σκοινί: Κρατώντας τις απαραίτητες αποστάσεις ασφαλείας, ο συγγραφέας δημιουργεί μια ιστορία την οποία δεν τοποθετεί σε χρόνο και χώρο
Ο ψυχοθεραπευτής δίνει την αφορμή στον ασθενή του να ξεκινήσει το ταξίδι στο παρελθόν [είναι άλλωστε και το μόνο υπαρκτό πρόσωπο με το οποίο συνδιαλέγεται], ενώ στην αφήγηση παρεμβαίνουν συχνά με τη φυσική τους παρουσία η μητέρα και ο πατέρας. Παρά το γεγονός ότι οι φιγούρες τους ξεπηδούν, στην ουσία, μέσα από τη μνήμη του Τομ, ωστόσο συχνά παρεμβαίνουν στη ροή της αφήγησης για να δώσουν τη δική τους εκδοχή της ιστορίας. Ο τρόπος που ο Τομ συνδιαλέγεται με τις φιγούρες του παρελθόντος [πότε υποδύεται ο ίδιος τον πατέρα και τη μητέρα και πότε τους δίνει το δικαίωμα να παρέμβουν], καθιστά διακριτό τον κόσμο της πραγματικότητας και της μνήμης. Έχοντας μελετήσει το θέμα του εις βάθος, ο συγγραφέας δίνει μια πολυσχιδή εκδοχή του βιώματος της ενδοοικογενειακής σεξουαλικής κακοποίησης, μέσα από ένα σύνθετο ψηφιδωτό αποσπασματικής αφήγησης που κινείται αδιάκοπα στον χρόνο. Σε αυτό το ιλιγγιώδες και επώδυνο ταξίδι ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν ο θεατής ακολουθεί τον ακρωτηριασμένο, σωματικά και ψυχικά, ήρωα και γίνεται μάρτυρας της πορείας μέσα από την οποία ένα οκτάχρονο φυσιολογικό παιδί που μεγαλώνει σε μια «καθωσπρέπει» οικογένεια με γονείς υπεράνω υποψίας, μεταμορφώνεται σε έναν έφηβο απομονωμένο, καταθλιπτικό, αυτοκαταστροφικό, χωρίς καμία επιθυμία ή κίνητρο για τη ζωή.
Τις λεπτές ισορροπίες του κειμένου και του θέματος σεβάστηκε απόλυτα η σκηνοθέτιδα Αλεξία Παπαλαζάρου η οποία, ακολουθώντας μια λιτή και αφαιρετική γραμμή χωρίς ευφάνταστες σκηνοθετικές λύσεις, έδωσε χώρο στο κείμενο και τους ηθοποιούς, αναδεικνύοντας το ίδιο το θέμα χωρίς περιττά στολίδια, ηθικό διδακτισμό και μελοδραματισμούς. Η ευαισθησία με την οποία εγκύπτει στο θέμα αλλά και στον ίδιο τον ήρωα είναι φανερή σε κάθε λεπτομέρεια της παράστασης. Τον απογυμνώνει, τον εκθέτει και τον λυτρώνει μέσα από μια καθαρτική εξομολόγηση στην οποία ο θεατής αδυνατεί να μείνει αμέτοχος. Σε αυτή την έκθεση σημαντική είναι η συμβολή του αφαιρετικού σκηνικού της Σόσε Εσκιτζιάν το οποίο κάνει εφικτά τα δύο επίπεδα στα οποία κινείται το έργο -της πραγματικότητας και της μνήμης- αλλά επιπλέον καθιστά διακριτές τις συνομιλίες του θύματος με τα τρία διαφορετικά πρόσωπα.
Αναμφισβήτητα, εκείνο που απογειώνει την παράσταση είναι η ερμηνεία του Αντρέα Τηλεμάχου στον ρόλο του Τομ. Δοσμένος απόλυτα σε αυτόν, ο ηθοποιός δείχνει να βιώνει, σωματικά και ψυχικά, όλο το μαρτύριο του θύματος, από την παιδική ηλικία μέχρι και την ενηλικίωση. Οι κινήσεις του σώματος, οι διακυμάνσεις στον τόνο της φωνής, η ένταση, τα ξεσπάσματα, οι συσπάσεις του προσώπου, δίνουν όλη την έκταση των περίπλοκων συναισθημάτων που βιώνει ένα σεξουαλικά κακοποιημένο παιδί: τον πόνο, τον φόβο, την ενοχή, το άγχος, την απογοήτευση, την οργή, τις κρίσεις πανικού, τη χαμηλή αυτοεκτίμηση, τη βίαιη συμπεριφορά, τις καταχρήσεις, τη σεξουαλική σύγχυση, την κοινωνική και προσωπική αποτυχία, την απαξίωση. Σε εντελώς διαφορετική υποκριτική γραμμή κινείται η ερμηνεία των υπόλοιπων προσώπων. Στατική και ακαδημαϊκή η παρουσία του Νικόλα Πέτρου στον ρόλο του ψυχαναλυτή, η οποία, αν και δίνει την αφορμή στον Τομ να επιχειρήσει την κατάδυση στο παρελθόν, η συχνή του παρέμβαση με επιστημονικές ή στατιστικές πληροφορίες μού άφησε την αίσθηση του περιττού ή του αχρείαστου. Ψυχρή, αυστηρή και αποστασιοποιημένη από την κοινωνικά αποδεκτή φιγούρα τη μητέρας κινείται η Γιάννα Λευκάτη στον ρόλο της γυναίκας που μπροστά στον φόβο της κατάρρευσης του οικογενειακού οικοδομήματος, επιλέγει να μην ακούει και να μην βλέπει. Ομολογώ ότι η φιγούρα του πατέρα [Μαρίνος Ξενοφώντος] λειτούργησε με πολύ μεγαλύτερη ένταση μέσα από το παιχνίδι σκιών και της φωνής, παρά ως φυσική παρουσία.
Πέρα από την επαναληπτικότητα της έντασης και των κορυφώσεων που παρουσιάζει σε κάποια σημεία το έργο και τη μελοδραματικότητα στην οποία αναγκάζει τους ηθοποιούς η σκηνή της παραδοχής του πατέρα ή της φανταστικής ομολογίας του παιδιού μπροστά σε όλους τους καλεσμένους [η οποία εντείνεται μέσα από την ατυχή επιλογή μουσικής που αφήνει την αίσθηση του κινηματογραφικού θρίλερ], το έργο του Μιχάλη Παπαδόπουλου αποτελεί κατόρθωμα για τα κυπριακά δεδομένα. Ο συγγραφέας δεν ηθικολογεί, δεν διδάσκει, δεν δίνει λύσεις, δεν λυτρώνει ούτε το θύμα, αλλά ούτε και τον θεατή. Το μέλλον του Τομ προβλέπεται δυσοίωνο. Ο κάθε Τομ δείχνει να παραμένει καταδικασμένος μόνιμα σε μια παιδική ηλικία που ποτέ δεν έζησε, να κρύβεται στην ντουλάπα αγκαλιάζοντας τα γόνατα ενώ σιγοτραγουδά το «χαρωπά τα δυο μου χέρια». Μια έκκληση για βοήθεια που κανείς δεν ακούει.
Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων
Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας parathyro.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.