Με τον συμβολισμό ενός κελύφους, η Κωνσταντία Σωτηρίου παρουσιάζει το άτομο που πάσχει από τη νόσο του Αλτσχάιμερ στην παράσταση που σκηνοθετεί στη Νέα Σκηνή του ΘΟΚ ο Ανδρέας Αραούζος
Συγγραφέας: Κωνσταντία Σωτηρίου
Σκηνοθεσία: Ανδρέας Αραούζος
Σκηνικά - κοστούμια: Έλενα Κατσούρη
Μουσική: Γιώργος Κολιάς
Σχεδιασμός φωτισμών: Σταύρος Τάρταρης
Ερμηνεύουν: Φώτης Αποστολίδης, Βαρνάβας Κυριαζής, Υρώ Μανέ, Παναγιώτα Παπαγεωργίου, Ανδρέας Τσέλεπος
Κέλυφος: το σκληρό, εξωτερικό περίβλημα που συνήθως καλείται να προστατεύσει κάτι εύθραυστο. Μετά τον θάνατο, το ζωντανό μέρος χάνεται και το κέλυφος παραμένει αναλλοίωτο αλλά κενό, άδειο, κούφιο. Μέσα από αυτόν τον συμβολισμό, παρουσιάζει η Κωνσταντία Σωτηρίου το άτομο που πάσχει από τη νόσο του Αλτσχάιμερ στην παράσταση που σκηνοθετεί στη Νέα Σκηνή του ΘΟΚ ο Ανδρέας Αραούζος. Ενταγμένη στο πλαίσιο του θεματικού άξονα "ο Άλλος", η συγγραφέας, αφήνοντας για λίγο τις πεζογραφικές καταβολές της και επιχειρώντας να δοκιμαστεί κατευθείαν στον δραματικό λόγο, δημιουργεί ένα έργο για τον "Άλλο", που στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι μόνο ένας: είναι αυτός που νοσεί και γίνεται σταδιακά ένας "άλλος", αλλά είναι και όσοι βιώνουν, από κοντά ή από απόσταση ασφαλείας, τη μετάλλαξη τόσο του ασθενούς όσο και του εαυτού τους.
Η θεματολογική ιδιαιτερότητα του έργου έγκειται στο ότι το βίωμα της ασθένειας δεν παρουσιάζεται από την οπτική γωνία του ασθενούς -ο οποίος άλλωστε δεν εμφανίζεται ποτέ επί σκηνής-, αλλά μέσα από την εμπειρία του φροντιστή, ο οποίος καλείται να αντιμετωπίσει όχι μόνο τη δυσβάσταχτη καθημερινότητα αλλά και την αποδοχή της αλλαγής και της απώλειας του οικείου ανθρώπου. Η απώλεια με τη συγκεκριμένη νόσο έρχεται επώδυνα και πολύ νωρίτερα από τον φυσικό θάνατο: η μνήμη σβήνει καθημερινά και μαζί της οι αναμνήσεις, τα πρόσωπα, τα γεγονότα, οτιδήποτε χαρακτήριζε τη ζωή ενός ανθρώπου. Οι συνδέσεις με το παρελθόν αποκόπτονται σταδιακά και ο ασθενής παύει να είναι εκείνο που ήταν κάποτε. Παραμένει απλώς ένα δυσλειτουργικό σώμα, ένα σαρκίο, ένα άδειο κέλυφος.
Το κείμενο εκ πρώτης όψεως φαίνεται απλό, το ίδιο απλή και η ιστορία η οποία διαγράφει μια πορεία γνωστή και αναμενόμενη. Φαίνεται όμως ότι αυτό το απλό, το φυσικό, το καθημερινό και το οικείο κρύβει μια δύναμη η οποία βρίσκεται πολύ πιο κοντά στην αλήθεια και την τραγικότητα. Οι σκηνές, στατικές και διαλογικές κατά κύριο λόγο, σαν κινηματογραφικά καρέ, ακολουθούν τη φυσική ροή του χρόνου η οποία φέρνει μαζί όλα όσα καλείται να αντιμετωπίσει και να αποφασίσει η οικογένεια του ασθενούς. Κεντρικό πρόσωπο του έργου είναι η Άννα, η οποία επωμίζεται επί τρία χρόνια τη φροντίδα του συζύγου της. Παλεύοντας με τον εγκλεισμό της σε μια εφιαλτική καθημερινότητα, την ψυχική αποσύνδεση από τον σύντροφό της, την απόφαση να τον στείλει σε ίδρυμα, την αντίδραση των δύο της παιδιών, την ανάγκη της να συνεχίσει τη ζωή της με κάποιον άλλον άνθρωπο και τις τύψεις που της προκαλεί η κοινωνική πίεση, την απώλεια και το πένθος, η Άννα φέρνει στην επιφάνεια ζητήματα κοινωνικά, ηθικά, ακόμα και ζητήματα φύλου, τα οποία εκτείνουν τα όρια του έργου πολύ πέρα από το θέμα της νόσου του Αλτσχάιμερ.
Η σκηνοθεσία του Ανδρέα Αραούζου κατορθώνει από τη μια να αναδείξει τη ρεαλιστικότατα του έργου, κυρίως μέσα από τον τρόπο που καθοδηγεί την ερμηνεία των ηθοποιών και το πώς τους τοποθετεί, πώς τους "στήνει" στη σκηνή [συχνά με την πλάτη στο κοινό, βάζοντάς το στη θέση του τέταρτου τοίχου], ενώ από την άλλη μετριάζει τον ρεαλισμό αυτό αποδομώντας τον τέταρτο τοίχο μέσα από εικαστικούς, φωτιστικούς και σκηνικούς συμβολισμούς: το σκηνικό περίγραμμα το οποίο σταδιακά αδειάζει, το ψυχρό λευκό σκηνικό που δίνει την αίσθηση του νοσοκομείου [Έλενα Κατσούρη], η αφαιρετικότητα στα σκηνικά αντικείμενα τα οποία σταδιακά μειώνονται για να επανέλθουν και πάλι στο τέλος μέσα από το εορταστικό χριστουγεννιάτικο τραπέζι, το μεγάλο τραπέζι το οποίο γεμίζει πάντα από τη μια μεριά τονίζοντας διαρκώς την απουσία κάποιου, η μετακίνηση του τραπεζιού σε κάθε αλλαγή εικόνας για να σηματοδοτήσει την πάροδο του χρόνου [ομολογουμένως επαναληπτική, προφανής και εν τέλει αχρείαστα χρονοβόρα], οι συμβολικοί φωτισμοί, οι φωτιστικές προβολές των κυττάρων της νόσου που εξαπλώνονται σε όλο το σπίτι [Σταύρος Τάρταρης], η αποστασιοποιημένη, σχεδόν ουδέτερη μουσική [Γιώργος Κολιάς].
Ο Ανδρέας Αραούζος αναδεικνύει με τις επιλογές του τη λιτότητα του κειμένου, ενώ ταυτόχρονα τονίζει τις κορυφώσεις του με απόλυτη αίσθηση του μέτρου και χωρίς να καταφεύγει σε αχρείαστους μελοδραματισμούς. Αυτή η γραμμή βέβαια ανατρέπεται στο τέλος το οποίο, μπορεί μεν να αφήνει ένα ελπιδοφόρο μήνυμα για το μέλλον της Άννας, δημιουργεί ωστόσο την αίσθηση του "φτιαχτού" και του επιτηδευμένου, ιδιαίτερα στο σημείο της απαγγελίας του ποιήματος και της προβολής της φωτογραφίας. Αισθάνθηκα ότι η όλη δομή του έργου απαιτούσε ένα τέλος λιγότερο ποιητικό, λιγότερο συναισθηματικό, λιγότερο ευρηματικό.
Οι χαρακτήρες του έργου δημιουργούνται μεθοδικά. Η κάθε σκηνή μάς δίνει και μια νέα πληροφορία για τον καθένα τους. Πολλές από αυτές προκύπτουν μέσα από τη σχέση του κάθε ήρωα με τον απόντα ασθενή. Πότε και πώς τους στήριξε, πώς τους αδίκησε, τι έμεινε ανείπωτο και ανεκπλήρωτο, πόσο μεγάλο είναι το κενό που άφησε η απουσία. Οι χαρακτήρες που δημιουργεί η Κωνσταντίνα Σωτηρίου στο χαρτί συμπληρώνονται και ολοκληρώνονται επί σκηνής από τους πέντε ηθοποιούς, οι οποίοι με την ερμηνεία τους δημιουργούν πρόσωπα με υπόσταση ανθρώπινη και οικεία.
Η Υρώ Μανέ καλείται να ενσαρκώσει έναν ρόλο που ενέχει τον κίνδυνο να υποκύψει στην ευκολία του μελοδραματισμού. Αν και υπάρχουν οι στιγμές που ο θεατής αισθάνεται ότι θα μπορούσε να υπάρχει λιγότερη συναισθηματική έξαρση, ωστόσο τα υποκριτικά μέσα της ηθοποιού -χωρίς να προδίδουν τη μακρά της θητεία στο κωμικό είδος- προσδίδουν στην ερμηνεία της μια ευαισθησία και μια αληθοφάνεια οι οποίες συγκινούν.
Ο Ανδρέας Τσέλεπος στον ρόλο του γιου που έρχεται σε ρήξη με τον πατέρα με την απόφασή του να γίνει δάσκαλος, αλλά και την αποκάλυψη της ομοφυλοφιλίας του, δίνει μια ερμηνεία συγκρατημένη, μετρημένη, σχεδόν εσωστρεφή, μακριά από τη γραφικότητα και την υπερβολή που συχνά δίνεται σε ομοφυλόφιλους χαρακτήρες, αλλά και μακριά από την προ μηνών ερμηνεία του στο "Cock".
Η Παναγιώτα Παπαγεωργίου στον ρόλο της δυναμικής αλλά και νευρωτικής κόρης που συγκρούεται με τη μητέρα και συνεχίζει να αισθάνεται το "κοριτσάκι του μπαμπά", βρίσκει τη φυσικότητα και την αληθοφάνεια του χαρακτήρα της περισσότερο στις στιγμές που είναι ήρεμη και νοσταλγική και λιγότερο στις υψηλές εντάσεις.
Με σωστές δόσεις αποστασιοποίησης και χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις ο Βαρνάβας Κυριαζής με τη στιβαρή του παρουσία στον ρόλο του φίλου από τα φοιτητικά χρόνια. Κυνικός, με χιούμορ αλλά και σοβαρότητα όπου χρειάζεται, ο Φώτης Αποστολίδης στον ρόλο του συζύγου της κόρης βοηθά σαν παρουσία στην εξέλιξη της δράσης, ενώ γίνεται ο εξωτερικός κριτής της οικογένειας και μια επιπλέον πηγή πληροφοριών.
Η συζήτηση που ακολούθησε μετά το πέρας της παράστασης ήταν πραγματικά αποκαλυπτική. Μου απέδειξε ότι τελικά το κοινό δεν βλέπει δραματουργικές, σκηνοθετικές ή υποκριτικές ατέλειες, αλλά γίνεται παραλήπτης του τελικού αποτελέσματος. Και στην προκειμένη περίπτωση το κοινό συγκινείται και ταυτίζεται με τη συνθήκη την οποία βιώνει στο "Κέλυφος", αναδεικνύοντας σαν κυρίαρχο θέμα του έργου όχι το Αλτσχάιμερ, αλλά την απώλεια. Και η απώλεια είναι, αναμφίβολα, βίωμα κοινό.
Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων
Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας parathyro.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.