Στη ράχη μιας λεοπάρδαλης [Μέρος Α']
Ο Γρηγόρης παντρεύτηκε στο βουνό. Λένε πως μόλις τελείωσε η τελετή, ο παπάς του είπε: "Να ζήσεις, Γρηγόρη". "Για μένα, παπά, η αρμόζουσα ευχή είναι καλό βόλι", απάντησε κι έφυγε, γνωρίζοντας αυτό που μόνο οι ήρωες γνωρίζουν: στο τέλος του δρόμου τον περίμενε το προσωπικό του ολοκαύτωμα. Και τον δικαίωσαν σύντομα οι καταραμένοι Εγγλέζοι.
Αφήνουμε τον κεντρικό δρόμο και μπαίνουμε στην Ευρύχου, το αυτοκίνητο κατεβάζει στροφές, βουίζει και πνίγεται, η Ελληνίτσα φρενάρει μαλακά, στρίβει με μαεστρία, χωρίς να ταράξει τα έργα. Τσατίζομαι που οι στολές των Kύπριων αστυνομικών είναι ίδιες με των Εγγλέζων αποικιοκρατών. Λες και κάποιος έχει συμφέρον να μας θυμίζει ότι ο κατακτητής έφυγε, όμως μην ξεθαρρεύετε, το φάντασμά του είναι εδώ, έτοιμο με το παραμικρό να επέμβει. Ύπουλο σαράκι για έναν λαό, όταν υιοθετεί τις συνήθειες του κατακτητή του. Από γενιά σε γενιά, μεταφέρεται υποσυνείδητα το σύνδρομο του σκλάβου, ο φόβος γι' αυτόν που, αν και ηττήθηκε, αν και ηττήθηκε, ηττήθηκε, ηττήθηκε, ηττήθηκε, καταφέρνει με δόλο να παρατείνει όχι μόνο τη στρατιωτική του παρουσία, μα -χειρότερο- τη γλώσσα και τις βρομοσυνήθειές του.
Όσο τα παιδιά της μητρόπολης ξεφορτώνουν τον άγιο Μάμα, ψάχνω τον πατέρα Νεόφυτο. Ήρθε η στιγμή να ακούσω την κρίση του.
"Θα ήθελα να το δω πριν το τοποθετήσεις", μου είχε πει την πρώτη φορά. "Πρέπει να με εμπιστευτείς", του απάντησα. Χαμογέλασε φιλικά: "Η αγάπη γεννάει εμπιστοσύνη, η εμπιστοσύνη υποταγή. Θα περιμένω". Η αληθινή αγάπη γεννάει εμπιστοσύνη και είναι μεγάλη αμαρτία να φανείς ανάξιος αυτής της εμπιστοσύνης, επαναλάμβανα καθημερινά στον εαυτό μου. Ρωτάω τον γραμματέα του πού θα τον βρω. "Ο πανιερότατος λείπει... είπε ότι δεν έχει σημασία, μπορείτε να το τοποθετήσετε και χωρίς αυτόν". Κοιτάζω την εικόνα κι επανέρχεται το ερώτημα: πού τον έχω ξανασυναντήσει τον άγιο Μάμα; Ούτε σε όνειρο, ούτε σε όραμα σίγουρα (είμαι αμαρτωλός, δεν με καταδέχονται τα οράματα), αδύνατο να ξεκαθαρίσω... ήταν καβάλα σε αιλουροειδές, ναι... όμορφος, λαμπερός... φιλήδονος... ναι... δεν ήταν παιδί στην όψη, ήταν άντρας ώριμος...
"Μέχρι να στεγνώσουν τα τσιμέντα εδώ, λέω να πάμε στον Πρόδρομο τον Λαμπαδιστή. Τι λες εσύ, Ελληνίτσα;". Καμία αντίρρηση. Βουρούμεν κατά Καλοπαναγιώτη.
Η εκκλησία του Αϊ-Γιάννη του Λαμπαδιστή αποτελείται από τρία παρεκκλήσια ενωμένα. Δεν θυμάμαι τα ονόματα των αγίων (συμπεραίνω ότι ένας είναι ο άγιος Ηρακλείδιος, αφού λίγο πιο κάτω, στα νερά του ποταμού, βαφτίστηκε από τον απόστολο Βαρνάβα το 47 μ.Χ., ο άλλος ο απόστολος Βαρνάβας. Μπορεί όμως να κάνω λάθος). Αυτό που θυμάμαι καλά είναι οι αγιογραφίες. Η αυστηρή ομορφιά των προσώπων ταιριάζει με τους αγίους του Πανσέληνου στις Καρυές, τα πλουμίσματα των αυτοκρατόρων φέρνουνε στον νου τα μωσαϊκά της Ραβέννας. Στην είσοδο η Άκρα Ταπείνωση κι ολόγυρα, όπου φτάνει το χέρι, αφθονούν -δίχως να φθονούν- σκαμμένα μάτια, ξεριζωμένα με το γιαταγάνι.
"Τους τα έβγαλαν οι Τούρκοι", λέει ο παπα-Αντρέας κι αναστενάζει, είτε από προαιώνιο πόνο, είτε επειδή έτσι πρέπει. Τριάντα μέτρα πιο κάτω, ακούγεται το ποτάμι. Το μονοπάτι που οδηγεί στο αγίασμα είναι στενό, απότομο, σε μερικά σημεία ολισθηρό. "Αποκλείεται να κατέβουν εκατόν τριάντα κιλά μάρμαρο στα χέρια", λέει η Ελληνίτσα, εκτιμώντας ρεαλιστικά τα δεδομένα.
Για δεύτερη φορά την αισθάνομαι απαισιόδοξη - και δεν της δίνω άδικο. Την πρώτη, είχα ρωτήσει τι πιστεύει για τη λύση του προβλήματος. "Τι περιμένεις; Κανείς δεν πρόκειται να επιστρέψει σπίτι του, λίγοι μιλάνε πλέον για ανεξάρτητο κράτος κι ελάχιστοι για Ένωση. Θα μας πουλήσουνε... ξανά και ξανά".
"Μη χάνεις την πίστη σου Ελληνίτσα... θα τα καταφέρουμε... θα βοηθήσει ο δάσκαλος, θα βοηθήσει ο παπα-Αντρέας, οι συγγραφείς, οι ποιητές, οι περαστικοί... ίσως κανένας πολιτικός... κανένας γλύπτης... κανένας ζωγράφος... ίσως... ακόμα κι ο Θεός... "
Σαν από μηχανής θεός, καταφθάνει ο παπα-Χρυσόστομος. Μου σφίγγει το χέρι κι η παλάμη μου χάνεται στη δική του σαν χεράκι μικρού παιδιού.
"Είσαι γερός, παπα-Χρυσόστομε".
"Η πνευματική δύναμη είναι πολύ πιο σημαντική από τη σωματική, τέκνο μου" απαντάει κι εγώ χαμογελάω αισιόδοξα: αν από μόνη της η πίστη κουνάει βουνά, τα εκατόν τριάντα κιλά μάρμαρο με τη δύναμη του γίγαντα της Τεμπριάς θα είναι παιχνιδάκι. "Τελικά κατέβηκε", ακούω την Ελληνίτσα και αισθάνομαι περήφανος.
Το ποτάμι κυλάει με δύναμη, ο τόπος μυρίζει ελαφρά θειάφι. Πριν καταλάβω τι γίνεται, καταφθάνει μια ομάδα προσκυνητών, σταυροκοπιούνται και φιλούν το έργο. Τους παρακολουθώ από μακριά. Αισθάνομαι ότι τα κατάφερα. Έφτιαξα ένα γλυπτό ιερό. Έβαλα στη σύγχρονη τέχνη την ιερότητα που της αρμόζει. Όχι μόνο στην Αφρική και την Ασία, αλλά κι εδώ στην Κύπρο, την πατρίδα μου.
Τέσσερις το απόγευμα, μετά τις επινίκιες ζιβανίες, επιστρέφουμε στη μητρόπολη. Ο ήλιος καίει, το δυνατό φως υπνωτίζει έμψυχα κι άψυχα, αντικείμενα και υποκείμενα αποχαυνώνονται, στον ουρανό οι φοινικιές, στις σκεπές οι γάτες, στα τσιμέντα οι σκύλοι... Το εικονοστάσι λικνίζεται στη ράχη μιας λεοπάρδαλης...
...το εικονοστάσι λικνίζεται στη ράχη μιας ολοζώντανης λεοπάρδαλης... και θυμάμαι... θυμάμαι που τον πρωτοείδα... ήταν μύστης... ήταν αυτός πριν από αυτόν... ήταν εμείς πριν από εμάς... ήταν η ιστορία της ιστορίας μας... στη Δήλο άδηλος... στη Μόρφου εύμορφος... κρατούσε τότε σκήπτρο εξουσίας... τώρα βιβλίο εντολών... τότε φορούσε κορώνα... τώρα φωτοστέφανο... τότε ήταν φιλήδονος... τώρα φιλάρετος... ήταν ο θεός Διόνυσος, τότε... τώρα ο άγιος Μάμας... τους αναγνωρίζω σαν φθόγγους της γλώσσας μας... σαν στίχους της σοφίας μας... σαν πίστη πως μέσα και πάνω από διαφωνίες... παραμένουμε ένας λαός... η ζωή μας είναι τόσο μεγάλη, όσο και η τέχνη μας... η τέχνη μας είναι αιώνια, όπως και ο πολιτισμός μας... οι μορφές επιβεβαιώνουν ξανά και ξανά το αδιάκοπο ταξίδι της σοφίας μας... αυτό δεν το διαπραγματευόμαστε... με κανέναν και με τίποτα...
...στον περίβολο της μητρόπολης οι ψίθυροι ακούγονται κοφτοί, σε ήχο πλάγιο, μεσημεριού. Ο πατέρας Νεόφυτος, φιγούρα πανύψηλη, σκιά δροσουλλίτη, περιεργάζεται το εικονοστάσι και χαμογελάει ικανοποιημένος, το ευλογεί και μας προσκαλεί να του κάνουμε παρέα στο φαγητό. "Μόνο που σήμερα είναι Τετάρτη, το φαγητό είναι νηστήσιμο", μας προειδοποιεί εύθυμα. Βάζω ένα πιάτο δίπλα μου, για τη λεοπάρδαλη, καλοκάθεται ανάμεσά μας, τρώει και κάθε τόσο τη χαϊδεύω τρυφερά στη ράχη.
Υ.Γ.: Είμαι καθισμένος στην αίθουσα αναμονής του αεροδρομίου της Λάρνακας, γράφω ό,τι θυμάμαι προσπαθώντας να αξιοποιήσω τη, συνηθισμένη πλέον, καθυστέρηση της Ολυμπιακής.
Ξαναδιαβάζω το γραφτό μου κι εκτιμώ ότι για αλλού ξεκίνησα κι αλλού βρέθηκα. Ήθελα να κάνω κατανοητό, να εξηγήσω για ποιους λόγους θεωρώ τα έργα κοσμικής τέχνης ιεροφανή κι όχι ιερά, να μιλήσω για τη βιασύνη των θεωρητικών τέχνης να ονομάζουν "ιερή" οποιανδήποτε φορμαλιστική αναπαράσταση με σύμβολα και, τέλος, να εξηγήσω το γιατί εγώ, ένας σύγχρονος ζωγράφος -καθόλου νεοορθόδοξος-, όχι μόνο καταπιάστηκα να φτιάξω θρησκευτικά προσκυνητάρια, αλλά ονειρεύομαι και επιθυμώ μετά την Κύπρο να τα τοποθετήσω σε όλο τον κόσμο. Επίσης ήθελα μέσα από αυτό το κείμενο να δηλώσω για άλλη μία φορά την πίστη μου στην ανεξαρτησία, την ελευθερία, την πολυφωνία των πολιτισμών, κι εν μέρει όσα σκέφτομαι, οραματίζομαι και πιστεύω. Νομίζω ότι δεν τα κατάφερα πολύ καλά.
Ίσως σε κάποιο άλλο κείμενο τα πάω καλύτερα.
Δημήτρης Αληθεινός, Αεροδρόμιο Λάρνακας, 20 Ιουνίου 2002
Εικόνες: 1. Διόνυσος, μωσαϊκό του 2ου αιώνα π.Χ., Δήλος / 2. Άγιος Μάμας
Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων
Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας parathyro.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.