Γράφει ο Μάριος Δημητρίου
Πέθανε την Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2021 σε ηλικία 103 χρόνων η Αυστριακή συγγραφέας εβραϊκής καταγωγής Elsie Slonim, κάτοικος του νησιού μας από το 1939, που διέμενε από τη δεκαετία 1960 στο οικογενειακό της σπίτι στη Λευκωσία - στην κατεχόμενη πλευρά της πρωτεύουσας, κοντά στο ξενοδοχείο «Λήδρα Πάλας», μέσα στην απαγορευμένη Τουρκική Στρατιωτική Ζώνη. Η κηδεία και η ταφή της αναμενόταν να γίνει στο εβραϊκό κοιμητήριο της Λάρνακας δίπλα στον τάφο του συζύγου της, του Εβραίου γεωπόνου David Slonim ιδρυτή της μεγάλης φυτείας εσπεριδοειδών στο Φασούρι Λεμεσού που πέθανε το 2007 στα 101 του χρόνια. Σημειώνω ότι τα δυο παιδιά τους πέθαναν λίγα χρόνια μετά τον πατέρα τους - η κόρη τους Rachel Daphne το 2009 στα 61 της χρόνια από καρκίνο και ο γιος τους Reuven το 2011 στα 69 του χρόνια από ανακοπή καρδιάς. Η Elsie Slonim έχει τρία εγγόνια και πέντε δισέγγονα που ζουν όλα στο εξωτερικό - τα περισσότερα στις ΗΠΑ και κάποια στο Ισραήλ όπου διαμένει και η μεγαλύτερη αδελφή της Stella που είναι 105 χρόνων. Μαζί της μέχρι το θάνατο της ήταν μόνο ο σκύλος της Schatzi...
Το αυτοβιογραφικό «Lemons from Paradise»
Γνώρισα την Elsie τον Ιούλιο 2013 στη Λευκωσία όταν της πήρα συνέντευξη με την ευκαιρία της έκδοσης της συγκλονιστικής αυτοβιογραφίας της «Lemons from Paradise» που είχε εκδώσει λίγους μήνες πριν, στα αγγλικά και στα γερμανικά και είχε παρουσιάσει στη Λεμεσό και στη Λευκωσία και από τότε διατηρήσαμε μια αμοιβαία αγάπη και φιλία και μια καλή δημοσιογραφική επικοινωνία με επίκεντρο την εκπληκτική δημιουργικότητα και την πνευματική της δύναμη και με…άξονα το εκλεπτυσμένο χιούμορ και το αβίαστο γέλιο της που δεν χάθηκε, ούτε εξασθένησε μέσα στα πολλά χρόνια της ζωής της. Σημειώνω επιπλέον ότι λίγες μέρες μετά τα 100α της γενέθλια τον Νοέμβρη 2017 παρουσίασε το επίσης αυτοβιογραφικό βιβλίο της «Ahead of Time – The First Hundred Years» στην Αγγλική και τη Γερμανική του έκδοση, στο Ινστιτούτο Γκαίτε στη Νεκρή Ζώνη στη Λευκωσία. Έγραψα για εκείνη την πρώτη μας συνάντηση του 2013 σε ξενοδοχείο της Λευκωσίας ότι η Εβραία κοσμοπολίτισσα και... Κυπριοπούλα Elsie Slonim ήταν μια από τις πιο εντυπωσιακές γυναίκες που γνώρισα στη ζωή μου και που στον ένα αιώνα ζωής της βίωσε προσωπικά, όλη τη σύγχρονη ιστορία της Κύπρου, στα χρόνια της αποικιοκρατίας και της ανεξαρτησίας, αλλά και την κόλαση της τουρκικής εισβολής. Με είχαν γοητεύσει τα σπινθηροβόλα μπλε μάτια της και το ακόμα πιο σπινθηροβόλο της πνεύμα...Τα σπασμένα ελληνικά της, με την κυπριακή προφορά, πρόσθεταν βέβαια, πολύ, στη γοητεία της.
Στιγμιότυπο από την πρώτη συνάντηση του Μάριου Δημητρίου με την Elsie Slonim τον Ιούλιο 2013 στη Λευκωσία με την ευκαιρία της έκδοσης της αυτοβιογραφίας της «Lemons from Paradise».
Αποικιοκρατία, ανεξαρτησία, εισβολή
Το σπίτι της Elsie Slonim μέσα στην απαγορευμένη Τουρκική Στρατιωτική Ζώνη βρέθηκε το 1974 στο επίκεντρο των πολεμικών επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα να υποστεί εκτεταμένες καταστροφές από τα διασταυρούμενα πυρά, ενώ η ίδια και η οικογένειά της κατάφεραν να επιβιώσουν, αφού αναζήτησαν καταφύγιο, στο υπόγειο του σπιτιού, για όσο κράτησαν οι μάχες. Ο τουρκικός στρατός επέτρεψε στην οικογένεια να παραμείνει στο σπίτι – και να το επιδιορθώσει – με όλους τους περιορισμούς, κοινωνικούς και άλλους, που αυτό συνεπάγεται. Στα χρόνια που ακολούθησαν η Elsie έχασε τους πιο κοντινούς της ανθρώπους – τον σύζυγο και τα δύο παιδιά τους. Γεννήθηκε στις ΗΠΑ, στη Νέα Υόρκη τον Νοέμβριο 1917, αλλά μεγάλωσε προπολεμικά στην κεντρική Ευρώπη, στην Αυστρία από όπου καταγόταν η μητέρα της και στη Ρουμανία-Ουγγαρία, από όπου καταγόταν ο πατέρας της. Όντας πρόσφυγας από την Αυστρία, από όπου η οικογένειά της έφυγε λίγους μήνες πριν ξεσπάσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, μακριά από την αντιεβραϊκή υστερία των Ναζί, επιβίωνε μέχρι το θάνατο της με σύνταξη που έπαιρνε από την Αυστρία.
Η όαση στη μέση του πουθενά
Από το 1974 η Elsie Slonim βίωνε μια μοιρασμένη ζωή, πηγαινοερχόμενη συχνά στις ελεύθερες περιοχές και ζώντας περιορισμένη σε αυτό το «είδος όασης στη μέση του πουθενά» όπως περιγράφει το σπίτι της, στο βιβλίο της «Lemons from Paradise». Έζησε το μεγαλύτερο μέρος από τη μακρά, περιπετειώδη και μοναχική, σε μεγάλο βαθμό, ζωή της, μαζί με τον σύζυγό της David, πρώτα στη Λεμεσό και στο Φασούρι και αργότερα, μετά το 1967, στη Λευκωσία. «Καθώς κοιτάζω πίσω στη ζωή μου», παρατηρεί μεταξύ άλλων, «μπορώ να πω ειλικρινά ότι υπήρξα περισσότερο τυχερή από άτυχη και απόλαυσα περισσότερη ευτυχία από δυστυχία. Σίγουρα έχω κι εγώ το μερίδιό μου από περιπέτειες και αναστατώσεις που έζησαν οι περισσότεροι από εκείνους που μεγάλωσαν στην Ευρώπη, μεταξύ των δύο παγκόσμιων πολέμων, αλλά αντίθετα από πολλούς από αυτούς που ήταν Εβραίοι, εγώ, οι γονείς μου και η αδελφή μου, επιβιώσαμε (σ.σ. από το Ολοκαύτωμα και τους Ναζί). Η γιαγιά μου από τον πατέρα μου, η κόρη της Regina, η κόρη και η εγγονή της Regina και όλοι οι θείοι και οι θείες μου στη Βουδαπέστη – άτομα τεσσάρων γενεών – δεν επιβίωσαν. Είμαι επίσης τυχερή να έχω παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα».
Ψάχνοντας για ρίζες…χωρίς επιτυχία
Έγραψε στο «Lemons from Paradise» ότι το 1938 είδε στη Βιέννη τον Γερμανικό στρατό να παρελαύνει στην πόλη... «Θεωρούσα το Baden και την Αυστρία ως την πατρίδα μου», συνέχισε, «μέχρι που μια ομάδα νεαρών Ναζί, μού επιτέθηκαν στον δρόμο και τότε κατάλαβα πως την έχασα. Αυτό το αίσθημα το έχω σε όλη τη ζωή μου και από τότε ψάχνω παντού να βάλω ρίζες, αλλά χωρίς επιτυχία». («Δεν επέστρεψα στην Αυστρία, παρά μόνο μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και μόνο ως τουρίστρια»), όπως σημείωσε στο βιβλίο. Στα 20 της χρόνια, το 1937, είχε παντρευτεί με πολιτικό γάμο τον Gyuri, ένα εκπαιδευόμενο σε δικηγορικό γραφείο, τον οποίο χώρισε ένα χρόνο αργότερα. Τους πρώτους μήνες του 1939, πριν καταλήξει στην Κύπρο αργότερα τον ίδιο χρόνο, με τον δεύτερο σύζυγό της David Slonim τον οποίο δεν γνώριζε τότε, πήγε σε συγγενείς της στο Σικάγο των ΗΠΑ, «για να μη ντροπιάζει τον πατέρα της μετά το διαζύγιο», όπως έγραψε. Την ακολούθησε η αδελφή της Stella, ενώ οι γονείς της μετανάστευσαν στην Παλαιστίνη. Τον David Slonim τον συνάντησε ακριβώς σε αυτό το ταξίδι, στο πλοίο για την Αμερική. Όπως έγραψε, «αυτός ήταν από την Παλαιστίνη, αλλά ζούσε στην Κύπρο, μιλούσε εβραϊκά και αγγλικά, ενώ εγώ δεν ήξερα εβραϊκά».
Ο βάλτος που έγινε… Φασούρι
Σύμφωνα με την αφήγηση της Elsie, «ο David γεννήθηκε στη Σιβηρία το 1905 από πατέρα σιωνιστή που πίστευε ότι οι Εβραίοι έπρεπε να εγκατασταθούν στην Παλαιστίνη και να γίνουν γεωργοί. Και έτσι η οικογένειά του πήγε στην Παλαιστίνη το 1910 και ο πατέρας του φύτευε εσπεριδοειδή, ιδιαίτερα πορτοκάλια, ενώ ο David σπούδασε σε γεωργικό κολέγιο κι έμαθε να καλλιεργεί εσπεριδοειδή. Την Κύπρο την ανακάλυψε, όταν το πλοίο που τον μετέφερε στην Ιταλία για να γίνει βοηθός του Guglielmo Marconi εφευρέτη του ασύρματου τηλέγραφου, σταμάτησε στο νησί για να ξεφορτώσει εμπορεύματα. Κοντά στη Λεμεσό, είδε ένα μεγάλο βάλτο, που αντιλήφθηκε ότι ήταν κατάλληλος για καλλιέργεια εσπεριδοειδών. Αγόρασε τον βάλτο από μια αγγλική οικογένεια και σε λίγα χρόνια, τον μετέτρεψε σε μια από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις παραγωγής εσπεριδοειδών σε όλη τη Μέση Ανατολή, με χίλιους εργάτες Έλληνες και Τούρκους να εργοδοτούνται στο Φασούρι, όπως ήταν το όνομα της φυτείας. Σε εκείνη τη συνάντησή μας στο πλοίο για την Αμερική, ο David πήγαινε στις ΗΠΑ για δύο μήνες για κάποια σεμινάρια και του έδωσα τη διεύθυνση του θείου μου στο Σικάγο. Ήρθε και με βρήκε λίγες μέρες αργότερα, μου έκανε πρόταση γάμου και μου πρότεινε να εγκατασταθούμε στην Κύπρο. Ήμουν ερωτευμένη μαζί του και με ό,τι μου είπε για τη ζωή του, ξύπνησαν τα περιπετειώδη ένστικτά μου. Παντρευτήκαμε λοιπόν το 1939, στα 22 μου, με την παρουσία της αδελφής μου μόνο».
Το εξώφυλλο του «Lemons from Paradise» κοσμείται από μια παλιά φωτογραφία της Elsie Slonim, του 1946, όταν ήταν 29 χρόνων και πήγαινε επίσκεψη στους γείτονές της στο Φασούρι Λεμεσού, καβάλα στο άλογό της – μια εικόνα που αποτυπώνει ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά της ζωής της: την επιθυμία της να επικοινωνεί με τους άλλους, να τους δίνει και να παίρνει αγάπη και ταυτόχρονα να είναι ελεύθερη και ανεξάρτητη πνευματικά. Το βιβλίο είναι εμπλουτισμένο με φωτογραφίες από το προσωπικό της άλμπουμ, από τα παιδικά της χρόνια μέχρι σήμερα.
Η Elsie με τον Ισραηλινό Πρέσβη Sammy Revel στις 2 Μαϊου 2018 κατά την παρουσίαση του βιβλίου της «Mousie Longtail, the mouse who rose to fame» στο Ινστιτούτο Γκαίτε στη Νεκρή Ζώνη στη Λευκωσία.
Η Λεμεσός η αγαπημένη της πόλη
Ένα απόσπασμα από την πρώτη συνέντευξη που η Elsie παραχώρησε στον υπογράφοντα:
-Έχεις Ελληνοκύπριους φίλους;
-«Πολλούς. Γενικά μου αρέσουν οι άνθρωποι στην Κύπρο – είναι ανοιχτοί, ευγενικοί, καλοί. Ήταν πολύ καλοί με εμάς. Ζω στον τουρκικό μαχαλά και δεν συναναστρέφομαι τώρα με πολλούς Έλληνες, αλλά είχαμε πολύ καλές σχέσεις με τις οικογένειες Παυλίδη, Χασάπη και Πηλαβάκη στη Λεμεσό. Οι περισσότεροι από αυτούς, πέθαναν».
-Πώς είναι να έχεις ζήσεις τόσο πολύ;
-«Ήταν πολύ δύσκολη η ζωή μου κι έπρεπε πάντα να παλεύω για τη σχέση μου τον άντρα μου, για τα μωρά μου, για τα χρήματα…Ένας πόλεμος για όλα... Ο γιατρός μου είπε ότι αυτό ακριβώς, μου έδωσε μακροζωία. Το πολύ και συνεχές στρες...».
Σύμφωνα με την αφήγηση στο βιβλίο, δύο χρόνια μετά την εγκατάστασή της στη Λεμεσό, το 1941, ενόψει πιθανής εισβολής των Γερμανών στην Κύπρο, που ήταν τότε βρετανική αποικία, αναγκάστηκε να φύγει με τον άντρα της στο Τελ Αβίβ, όπου έμεινε με τους γονείς της και άρχισε συστηματικά μαθήματα εβραϊκών. Εκείνος επέστρεψε στη φυτεία του στην Κύπρο και την επισκέφθηκε, τέσσερις μήνες μετά, την πρωτοχρονιά 1942. Τον Σεπτέμβρη εκείνου του χρόνου, γεννήθηκε ο γιος τους Reuven. Η Elsie επέστρεψε στην Κύπρο και στον άντρα της το 1945 μετά το τέλος του πολέμου. Στο βιβλίο της περιγράφει τη μοναχική ζωή της στο σπίτι τους στη φυτεία Φασουρίου, μαζί με το μικρό γιο της, τις βόλτες με άλογα για επισκέψεις στους γείτονες και μετά τις βόλτες με αυτοκίνητο στη Λεμεσό, για επισκέψεις σε δικούς της φίλους. Γράφει ότι έκανε φίλες δύο νεαρές ανύπαντρες Λεμεσιανές που επίσης ίππευαν, όπως και τον δικηγόρο Ζήνωνα Ρωσσίδη (μετέπειτα αντιπρόσωπο της Κύπρου στον ΟΗΕ). Έκαναν ιππασία μέσα στο πευκοδάσος Ακρωτηρίου, το γεμάτο ανεμώνες, όπως αναφέρει. Παρατηρεί ότι η φιλοξενία και η αποδοχή των Λεμεσιανών, παρά το ότι ήταν ξένη και Εβραία, την ενθουσίαζε. «Η Λεμεσός θα είναι πάντα η αγαπημένη μου πόλη της Κύπρου», συμπέρανε.
Η περιπλάνηση και η βόρεια Λευκωσία
Το 1948 ο άντρας της έδωσε παραίτηση από τη φυτεία Φασουρίου και βρήκε γη στο νότιο Ισραήλ, στην περιοχή Ασκελόν, όπου και εγκαταστάθηκαν, μαζί με τους γονείς της. Η Elsie και ο David Slonim επέστρεψαν στην Κύπρο και στη Λευκωσία αυτή τη φορά, τον Σεπτέμβρη 1953, «αλλά υπήρχε αναταραχή που θα άλλαζε για πάντα τη ζωή μας», όπως παρατήρησε. Προετοιμαζόταν η δημιουργία της ΕΟΚΑ και του ένοπλου αγώνα με αίτημα την απελευθέρωση της Κύπρου από τον βρετανικό ζυγό και την ένωση με την Ελλάδα. Μετά από μια σύντομη εγκατάσταση στο Παρίσι, όπου ο άντρας της βρήκε εργασία, επέστρεψαν ξανά στην Κύπρο. Ο David Slonim αγόρασε γη στη Λευκωσία και στην Κερύνεια για να δημιουργήσει νέες φυτείες και ταυτόχρονα άνοιξε με τον γιο τους, κτηματομεσιτικό γραφείο στη Λευκωσία. Η κόρη τους επέστρεψε από το Ισραήλ και συμμετείχε στη δουλειά του γραφείου. Το 1967 έκτισαν το σπίτι τους στα βόρεια προάστια της Λευκωσίας και η οικογένεια απόλαυσε μια ήσυχη ζωή με πολλές κοινωνικές σχέσεις, πάρτι και άλλες κοσμικές συναθροίσεις. Μέχρι το μαύρο καλοκαίρι του 1974…
Τρεις βδομάδες στο υπόγειο καταφύγιο
Απόσπασμα από το «Lemons from Paradise»: «Αποφάσισα να μην εγκαταλείψω το σπίτι μου, λόγω των εχθροπραξιών, τον Ιούλη 1974. Το επόμενο πρωί ξύπνησα νωρίς ως συνήθως και κοίταξα έξω από το παράθυρο του υπνοδωματίου μου. Φανταστείτε την έκπληξή μου όταν είδα έναν ουρανό γεμάτο με Τούρκους αλεξιπτωτιστές που κατευθύνονταν στον κήπο του σπιτιού μου και στα διπλανά χωράφια.... Προηγήθηκε μια στιγμή απόλυτης σιωπής και ύστερα ήχησαν με δαιμονισμένο θόρυβο σειρήνες και εκρήξεις από όλες τις κατευθύνσεις…Ο πόλεμος μαινόταν πάνω από τα κεφάλια μας για τρεις βδομάδες που τις βγάλαμε στο υπόγειο καταφύγιο του σπιτιού…Ένα απόγευμα, στις 24 Αυγούστου 1974, ακούσαμε φωνές στα τουρκικά και μετά κάποιος να φωνάζει στα αγγλικά, αν είναι κανείς στο σπίτι. Ήταν ένας οπλισμένος Τούρκος αξιωματικός και ένας επίσης βαριά οπλισμένος Τουρκοκύπριος νεαρός με πολιτικά ρούχα που γνώριζε τον άντρα μου, γιατί ο πατέρας του δούλεψε για χρόνια στη φυτεία στο Φασούρι και ο άντρας μου τον φρόντισε, όταν αρρώστησε. Ο αξιωματικός, μας διαβεβαίωσε ότι στρατιώτες θα προσέχουν το σπίτι επί 24ωρης βάσης για να μη μας ενοχλήσει κανείς. Για μας ο πόλεμος τέλειωσε εκείνη τη μέρα, όχι όμως και οι επιπτώσεις του. Το σπίτι μας είχε διαλυθεί. Όλα τα τζάμια και γυαλιά είχαν κομματιαστεί, υπήρχαν παντού τρύπες από σφαίρες και θραύσματα από βλήματα στους τοίχους και στις πόρτες. Ό,τι είχε απομείνει από τα έπιπλα, ήταν κατάλληλο μόνο για καυσόξυλα, ενώ το σπίτι έβραζε σαν φούρνος, αφού το ηλεκτρικό ρεύμα ήταν κομμένο και δεν δούλευε το σύστημα κλιματισμού».
Η σιωπή που θα διαρκέσει για πολύ…
«Πιστέψαμε ότι αυτή η κατάσταση θα ήταν προσωρινή», έγραψε η Elsie Slonim «και νιώσαμε τυχεροί που μας επιτράπηκε να μείνουμε στο σπίτι μας που ήταν και εξακολουθεί να είναι, στην Τουρκική Στρατιωτική Ζώνη, απαγορευμένη για τους Ελληνοκύπριους και γι’ αυτούς που έφυγαν πριν αρχίσει ο πόλεμος. Από τους πρώην γείτονές μας, μόνο στους Camerons (ζεύγος Σκοτσέζων), επιτράπηκε να μείνουν. Τώρα, περισσότερα από τριάντα χρόνια αργότερα, οι Camerons έχουν πεθάνει και είμαστε η μοναδική οικογένεια μη Τούρκων, που ζούμε στην περιοχή, βόρεια της «Πράσινης Γραμμής». Έχουμε επιδιορθώσει τις ζημιές στο σπίτι και το επιπλώσαμε πιθανόν καλύτερα από πριν, αλλά είναι ένα μοναχικό σπίτι. Γύρω του σχεδόν σε κάθε κατεύθυνση, υπάρχουν πράγματα που θυμίζουν το προάστιο της Λευκωσίας που ήταν κάποτε. Τα σπίτια εκείνων που ήταν φίλοι μας και γείτονές μας, παραμένουν ακατοίκητα και προοδευτικά καταρρέουν. Εκεί που κάποτε υπήρχαν υπέροχοι ευωδιαστοί κήποι, τώρα υπάρχουν μόνο αγριόχορτα και ερείπια, ενώ η σιωπή που βασιλεύει μέρα νύχτα, εκεί που άκουγες μόνο μουσική και γέλια, είναι η σιωπή του νεκροταφείου. Αυτή η σιωπή, υποθέτω, θα διαρκέσει για πολύ καιρό ακόμη».
Δεν μπορεί κανείς να μην παρατηρήσει ότι κόντρα σε αυτή την παρατεταμένη σιωπή του νεκροταφείου, τα ματωμένα συρματοπλέγματα, τη στρατιωτικοποίηση και τα ανοιχτά τραύματα του πολέμου, αυτή η ξεχωριστή γυναίκα συνέχιζε στα 102 της χρόνια να δημιουργεί και να προσφέρει κάτι ανεκτίμητο σε όλους – την αίσθηση ότι ο κόσμος είναι ένα οικείο μέρος και ότι η Κύπρος είναι μια φιλόξενη πατρίδα.
Μόνος είναι στο τέλος, ο καθένας…
«Ευγνωμονώ την Κύπρο που έδωσε στον David και σε μένα ένα σπιτικό και τους ανθρώπους του νησιού που μας έδωσαν ένα τόσο υπέροχο καλωσόρισμα», πρόσθεσε η Elsie Slonim. «Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό γιατί υπήρξα πιο τυχερή, ακόμα και από τους πιο πλούσιους φίλους μου. Μεγαλώνοντας στην Αυστρία και ως Εβραία έχοντας επιβιώσει το Ολοκαύτωμα και όλα τα άλλα κακά του 20ου αιώνα, σίγουρα έχω μια κληρονομιά που δεν έχουν άλλοι. Πραγματικά νιώθω ευλογημένη που σε αυτή την προχωρημένη ηλικία έχω ένα επίπεδο ζωής καλύτερο από το μέσο όρο... Υπάρχουν φυσικά γεγονότα και καταστάσεις στη μακρά μου ιστορία, που θα άλλαζα αν μπορούσα, αλλά είναι σχετικά λίγα και ασήμαντα. Αλλά και αν μπορούσα να κάνω αυτές τις αλλαγές, υπάρχει ένα γεγονός της ζωής που δεν θα μπορούσα να αλλάξω. Ανεξάρτητα από το πόσο με αγαπούν η οικογένεια και οι φίλοι μου, στο τέλος θα είμαι μόνη. Αλλά δεν είναι ο καθένας, στο τέλος, μόνος;».
Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων
Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας parathyro.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.