Συνέντευξη στη Μερόπη Μωυσέως | Φωτογραφία ©Ελένη Παπαδοπούλου
Μεγαλώνοντας ως νομάδας, αλλάζοντας σπίτια συχνά εξαιτίας της δουλειάς του πατέρα στους σιδηροδρομικούς σταθμούς που κάποτε διέθετε η Κύπρος, ο Πάνος Ιωαννίδης αποδεικνύει μέσα από τα βιβλία του πως οι καλύτερες ιστορίες βγαίνουν από τη ζωή: και οι κωμικές, και οι σουρεαλιστικές αλλά -δυστυχώς- και οι τραγικές.
Ο φετινός νικητής του Κρατικού Βραβείου Μυθιστορήματος, Πάνος Ιωαννίδης, είναι πολλαπλά βραβευμένος. Πολυγραφότατος θεατρικός συγγραφέας, διηγηματογράφος και μυθιστοριογράφος, από τα πέντε μυθιστορήματα που έχει γράψει τα τρία βραβεύτηκαν. Συνολικά κατέχει πέντε κρατικά βραβεία, αλλά το σημαντικότερο, για τον ίδιο, είναι το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών, που αποτελεί και την ύψιστη διάκριση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Το πιο πρόσφατο κρατικό βραβείο το παρέλαβε για το τελευταίο βιβλίο στην αυτοβιογραφική τριλογία του. Έχει τίτλο «Ο Κοάζινος» και ακολουθεί τα βιβλία «Αμερική ’62: De Profundis» και «Οι Ντέβα».
Περιγράφοντας την -πράγματι μυθιστορηματική- παιδική του ηλικία, ο κύριος Ιωαννίδης καταγράφει παράλληλα μια όψη της κυπριακής πραγματικότητας τα χρόνια πριν από την Ανεξαρτησία, η οποία φαντάζει σουρεαλιστική. «Τα έζησα όλα!», σημειώνει ο ίδιος στη συνέντευξη που ακολουθεί.
Η ζωή σας μοιάζει πολύ ενδιαφέρουσα μέσα από τα αυτοβιογραφικά σας βιβλία.
Όπως το είπατε. Ήταν τύχη, ατυχία, ευλογία ή κατάρα, δεν ξέρω. Αλλά στα παιδικά μου χρόνια όπως αντιλαμβάνεται κανείς από τα πρώτα κεφάλαια του «Κοάζινου», έζησα μια περιπετειώδη ζωή, που νομίζω ότι ούτε ένας στο εκατομμύριο και βάλε δεν μπορεί να περάσει. Κι αυτό γιατί μπήκα σε ένα κόσμο που για ένα παιδί ήταν θαυματουργός, ασύλληπτος. Και με την περιέργεια που έχουν τα παιδιά, παρακολουθούσα είτε φανερά ή κρυφά, κρυμμένος πίσω από τις πόρτες, για να μαθαίνω τι γινόταν στο σπίτι μου. Ύστερα σιγά σιγά κατάλαβα ότι όλη αυτή η ομάδα των μέντιουμ, των πνευματιστών και ψευδοθεοσόφων, έψαχναν για ένα μεγάλο θησαυρό κι αυτό κέντρισε την περιέργειά μου σε μεγάλο βαθμό και άνοιξε την όρεξή μου να αποκτήσουμε τον πλούτο που υπόσχονταν. Με γοήτευε αυτό. Αυτό με τη συναίνεση του πατέρα μου, ποτέ της μητέρας μου. Ο πατέρας μου ήταν ρομαντικός, αιθεροβάμων, άνθρωπος που λάτρευε τα μυστήρια και όλα τα εξωπραγματικά που συνέβαιναν γύρω μας, εν αντιθέσει με τη μητέρα μου που ήταν μια προσγειωμένη, πρακτική γυναίκα, τέως δασκάλα γιατί την είχαν απολύσει οι Άγγλοι από το σχολείο όταν έμεινε έγκυος με μένα. Τότε δεν επιτρεπόταν να εργάζονται γυναίκες που αποκτούσαν παιδιά. Έτσι έμεινε άνεργη και προσπαθούσε με ένα πατέρα που ήταν ανοιχτοχέρης και υπερβολικά φιλόξενος, να κρατήσει μια ισορροπία και να μην καταξοδευόμαστε. Κι έτσι βρισκόμουν ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο πόλους αλλά ομολογώ ότι με γοήτευε περισσότερο το μυστήριο που μας περικύκλωνε.
Έζησα, λοιπόν, κάποια απίστευτα πράγματα όπως το πείραμα του βελονισμού, που περιγράφω στον «Κοάζινο». Πολλοί δεν το πιστεύουν, όμως εγώ το έζησα και το θυμάμαι πολύ καλά. Πήρε ένα σουβλί ο Μ.Π. και μου το πέρασε στον καρπό του χεριού. Ούτε αίμα έβγαλε, ούτε πόνεσα. Κατά τη μητέρα μου, η οποία ήταν πολύ λογικός και πρακτικός άνθρωπος, ο Μ.Π. μάς υπνώτιζε όλους και μας υπέβαλλε ότι γινόντουσαν όλα αυτά τα πράγματα. Είναι μια εξήγηση φυσιολογική. Όπως είναι εξήγηση και για το ότι υπερυψωνόταν δήθεν πάνω απ’ τα χαλιά…
Έζησα μέσα σε αυτή την ιστορία η οποία με έκανε κι εμένα ονειροπόλο, εξήψε την φαντασία μου σε πολύ μεγάλο βαθμό, την αγάπη που είχα για την λογοτεχνία και το θέατρο τις ώθησε προς τα έξω κι άρχισα πολύ νωρίς να γράφω, από την παιδική ηλικία σχεδόν: θεατρικά, διηγήματα, κείμενα. Ταυτόχρονα ζωγράφιζα και ήμουν έτοιμος να πάω να σπουδάσω ζωγραφική στην Ιταλία. Πήρα και υποτροφία, γιατί φτωχαδάκι όπως ήμουν, δεν μπορούσα να πάω να σπουδάσω με τα λεφτά της οικογένειας. Πέθανε όμως ο πατέρας μου και βρέθηκα μπροστά στο δίλημμα: να φύγω για σπουδές και να αφήσω τη μητέρα και τις αδελφές μου τις μικρότερες μόνες; Και αποφάσισα να μην πάω αλλά να μείνω να δουλέψω.
Διορίστηκα ως ένας μεσοβάθμιος λειτουργός στο Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου, που τότε ήταν Ραδιοφωνική Υπηρεσία, τη σημαδιακή μέρα της 1ης Απριλίου 1955.
Έχει κάποια μαγεία το όλο πράγμα. Ξύπνησα εκείνη τη μέρα, 1η του Απρίλη, και μου λέει η μητέρα μου ‘που θα πας; Στο ΡΙΚ; Το έχουνε ανατινάξει’.
Δεν λειτουργούσε ο σταθμός, αλλά εγώ δεν πίστεψα. Άνοιξα το ραδιόφωνο, έβγαζε μόνο ήχους. Παίρνω μια εφημερίδα και με πηχυαίους τίτλους διάβασα ότι όντως ανατινάχθηκε το ΡΙΚ.
Ταξίδι στην Αμερική
Το βραβευμένο βιβλίο «Ο Κοάζινος» σταματά σε αυτό το σημείο, αφήνοντας μια ωραία νότα, με τη γνωριμία του Πάνου Ιωαννίδη με τον νέο –και τελευταίο- έρωτα της ζωής του με τη νυν σύζυγό του, Χλόη.
Στο μήνα του μέλιτος, στη Ρόδο, ο Πάνος Ιωαννίδης πήρε μήνυμα από την Αμερικανική Πρεσβεία στην Κύπρο ότι κέρδισε μια υποτροφία του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ για σπουδές στη Νέα Υόρκη.
«Αν σε ενδιαφέρει, έλα στην Κύπρο για να φύγεις σε λίγες μέρες», έλεγε το μήνυμα. Ακολούθησε διαβούλευση με τη σύζυγο που έδωσε το πράσινο φως και έτσι ο Πάνος Ιωαννίδης βρέθηκε στην Αμερική, μέσα Οκτωβρίου 1962. Και δυο τρεις εβδομάδες μετά την άφιξή του, ξέσπασε η κρίση της Κούβας, με κίνδυνο ο κόσμος να γίνει ολοκαύτωμα.
«Μας πήραν τα διαβατήρια και δεν μας άφηναν να φύγουμε, μας έδωσαν μάσκες σε περίπτωση που αρχίσει ο βομβαρδισμός, μας είπαν σε ποια καταφύγια να καταφύγουμε και ζούσαμε μέσα σε αυτό τον φοβερό πανικό. Σε μένα αυτό προκάλεσε σοκ. Επηρέασε όλη την μετέπειτα παραμονή μου στις ΗΠΑ».
Ο Μαχμούτ
Η διαμονή του Πάνου Ιωαννίδη στην Αμερική καταγράφεται στο βιβλίο «Αμερική ’62: De Profundis» [εκδ. Αρμίδα και Αιώρα 2008], και είναι το δεύτερο στην αυτοβιογραφική τριλογία του.
«Ταξίδεψα σε όλη την Αμερική και μοιράστηκα το ταξίδι με ένα φίλο μου εκ Τουρκίας, που ήταν επίσης υπότροφος εκεί. Ταίριαξαν τα σκουφιά μας, ήταν ένα λαμπρό παιδί, πολύ καλλιεργημένος, πολύ φιλέλληνας. Ήταν ο άνθρωπος που εργάστηκε αργότερα στο Ραδιόφωνο της Άγκυρας και πρωτοπαρουσίασε Θεοδωράκη και Χατζιδάκι από τον σταθμό, με αποτέλεσμα να τον ψέξουν αυστηρά. Κατάφερε όμως να περάσει κάποια μηνύματα. Συνδεθήκαμε πολύ με τον Μαχμούτ και ζήσαμε εκείνους τους μήνες μαζί, σ’ αυτά τα ταξίδια απ’ άκρου σ’ άκρο των ΗΠΑ».
Γυρίζοντας στην Τουρκία το ’63, ο Μαχμούτ επαναδιορίστηκε στον ραδιοσταθμό, πήρε πολύ υψηλή θέση, του ανατέθηκε να οργανώσει το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της χώρας, έγινε διάσημος σεναριογράφος ταινιών, ο Πάνος Ιωαννίδης ωστόσο έχασε κάθε επαφή, καθώς δεν υπήρχε επικοινωνία μεταξύ Κύπρου και Τουρκίας λόγω των διακοινοτικών ταραχών.
Μετά την κυκλοφορία του βιβλίου «Αμερική ‘62», ένας φίλος του συγγραφέα στη Θεσσαλονίκη ανακάλυψε ότι ο Μαχμούτ πέθανε το 1999.
Στον Μαχμούντ είναι αφιερωμένο το βιβλίο, το οποίο γράφτηκε μέσα σε δύο χρόνια, στη βάση σημειώσεων που κρατούσε ο Π. Ιωαννίδης. Το βιβλίο μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε στα γερμανικά. Ο εκδότης του βιβλίου, ένας Γερμανός τουρκικής καταγωγής, χρηματοδότησε τη μετάφραση και την έκδοσή του στην Τουρκία, όπου κυκλοφόρησε στις αρχές Δεκεμβρίου, εφέτος.
«Οι Ντέβα»
Το πρώτο βιβλίο στην τριλογία είναι «Οι Ντέβα» [εκδ. Αρμίδα, 2006], που στα σανσκριτικά σημαίνει «φύλακας-άγγελος» και αποδίδεται περισσότερο στα ζώα.
«Τα παιδιά μου έχουν παθολογική αγάπη για τα ζώα, είναι υπερπροστατευτικά και είχαν την ικανότητα να επικοινωνούν με ένα δικό τους τρόπο με τα ζώα. Εμείς, ως γονείς, δεν ενθαρρύναμε σε μεγάλο βαθμό τη σχέση τους με τα ζώα αλλά τα παιδιά την επέβαλλαν. Η γάτα μας, η Τες, είναι λοιπόν η κύρια ηρωίδα αυτού του βιβλίου, μέσα από το οποίο παρουσιάζεται η σχέση των παιδιών με τα ζώα.
Να προσθέσω πως αυτό το βιβλίο γράφτηκε για να απαλλαγώ από το άγχος που μου δημιούργησε σε η άλλη μου λογοτεχνική δουλειά: είχα γράψει τότε δραματικά θεατρικά έργα, με έντονο προβληματισμό και μου προκαλούσαν κατάθλιψη. Έτσι τα παιδιά και η σύζυγός μου με ώθησαν να τα αφήσω πίσω και να γράψω για τη Τες και τη ζωή μας με τα ζώα μας. Αυτό έπραξα και αυτό με λύτρωσε».