Γράφει η Νάσα Παταπίου,
Η αρχειακή έρευνα, με την πάροδο του χρόνου, μας προσφέρει όλο και νέα στοιχεία για την ιστορία μας σε πολλούς και διάφορους τομείς. Αρκετές είναι και οι ειδήσεις τις οποίες μας προσέφερε σχετικά με την τοπογραφία της πρωτεύουσάς μας Λευκωσίας. Και, ιδιαίτερα, για την τοπογραφία της πριν από το έτος 1567, δηλαδή, πριν από την ολοκληρωτική μεταμόρφωσή της μετά την κατεδάφιση των μεσαιωνικών τειχών της και την ανέγερση των νέων οχυρώσεων, σύμφωνα με το τότε ισχύον προμαχωνικό σύστημα οχύρωσης. Ας ανατρέξουμε λοιπόν στο παρελθόν πριν από πέντε και πλέον αιώνες και με βάση τις αρχειακές μαρτυρίες να εξετάσουμε και να σχολιάσουμε τα οικοδομήματα τα οποία δέσποζαν σε μια μέχρι πρότινος άγνωστη ενορία της μεσαιωνικής Λευκωσίας, καθώς και άλλους σημαντικούς χώρους της. Η ενορία αυτή ονομαζόταν ενορία του Αγίου Αυγουστίνου. Την είδηση ότι κατά τη φραγκοκρατία και βενετοκρατία μια ενορία της Λευκωσίας έφερε το όνομα “ενορία του Αγίου Αυγουστίνου” πληροφορηθήκαμε από το περιεχόμενο της διαθήκης της Καικιλίας Ποδοκάθαρου, την οποία συνέταξε το 1532. Στις πηγές βέβαια αναφέρονται και άλλες μεσαιωνικές ενορίες της Λευκωσίας, όπως αυτή των Αρμενίων, των Ατταλειωτών, της Παναγίας της Pechiusa (?) κ.ά.
Ποια ήταν όμως τα σημαντικά οικοδομήματα της ενορίας αυτής και τι δέσποζε σ’ αυτή την ενορία πριν από το 1567 και τι μετά τη νέα οχύρωση που είχε πραγματοποιήσει ο Ιούλιος Savorgnano θα τα αναφέρουμε στη συνέχεια.
Η μονή της Αγίας Μαρίας των Αυγουστινιανών Το όνομα της ενορίας οφειλόταν στη μονή που δέσποζε στον γύρω χώρο, και που δεν ήταν άλλη παρά η μονή του Τάγματος του Αγίου Αυγουστίνου, η αφιερωμένη στην Αγία Μαρία, και γνωστή μετά την οθωμανική κατάκτηση της Κύπρου και τη μετατροπή της σε μουσουλμανικό τέμενος ως Ομεριέ τζαμί. Στην ίδια μονή λειτουργούσε και ξενώνας για να φιλοξενούνται οι φτωχοί, οι ταξιδιώτες και οι προσκυνητές, τον οποίο είχε ενισχύσει και ο Λατίνος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Γουλιέλμος Γονέμης. Η ίδρυση όμως του ξενώνα αυτού στη μονή του Αγίου Αυγουστίνου οφειλόταν στη βασίλισσα Καρλόττα των Βουρβώνων, σύζυγο του Φράγκου βασιλιά Ιανού Lusignan, όπως μας πληροφορεί ο χρονικογράφος μας Λεόντιος Μαχαιράς. “Η ποία ρήγαινα εποίκεν πολλά ψυσικά, και εποίκεν τον ρήγαν και ανάστησεν το ξενοδοχείον του Σαντ Ακοστή (…) και εποίκεν κρεβατία και παπλώματα και σεντονία δια τους ξένους και οξόδους καθημερινόν να τρώσιν…”.
Ένα διάσημο μέγαρο
Με τη μονή γειτνιάζει ένα διάσημο μέγαρο, το οποίο, άσχετα με τις επισκευές και τις επεμβάσεις που έχει δεχθεί με την πάροδο των αιώνων, είναι το ίδιο μέγαρο του οποίου τα θεμέλια είχαν τεθεί ήδη από τον 15ο αιώνα, και το οποίο μας είναι γνωστό ως κονάκι του δραγομάνου Χατζηγεωργάκη Κορνεσίου. Τα στοιχεία αυτά μας αποκαλύπτονται μέσα από δυο διαθήκες: του Ούγου Ποδοκάθαρου και της εγγονής του Καικιλίας Ποδοκάθαρου. Το μέγαρο είχε οικοδομηθεί από τον αμιράλη του βασιλείου, δηλαδή τον ναύαρχο της Κύπρου, Calseran Suarez, από την Καστίλλη, τον οποίο είχε προσλάβει στην υπηρεσία του ο βασιλιάς. Στη συνέχεια, το μεγάλο αυτό μέγαρο, casa grande όπως αναφέρεται στις πηγές, πωλήθηκε από τη σύζυγο του Calseran Suarez, την αμιραλέσσα, στον Ούγο Ποδοκάθαρο, πρέσβη ή υπουργό Εξωτερικών, θα μπορούσαμε να πούμε, του βασιλιά, αφού συχνά μετέβαινε στην Ευρώπη ως απεσταλμένος του, και, μετέπειτα, το κληρονόμησε η εγγονή του Καικιλία. Επειδή η ίδια δεν είχε παιδιά το κληροδότησε ακολούθως στον δεύτερο εξάδελφό της Αμβρόσιο Ποδοκάθαρο. Διέθετε η κατοικία αυτή και ένα παρεκκλήσιο αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο. Σημαντική πληροφορία από τη διαθήκη της Καικιλίας Ποδοκάθαρο είναι η αναφορά της ότι το “μεγάλο μέγαρο” που είχε κληρονομήσει από τον παππού της βρισκόταν στην ενορία του Αγίου Αυγουστίνου. Στην ίδια κατοικία το 1532, όπως αναφέρει και πάλι η ίδια η Καικιλία, κατοικούσε ο Bernardin Denores, μετέπειτα βισκούντης Λευκωσίας, γιατί και του ιδίου η γιαγιά καταγόταν από την οικογένεια των Ποδοκάθαρων.
Μια άλλη διαθήκη του 1538, του μεγαλοφεουδάρχη Ευγενίου Συγκλητικού, μας γνωστοποίησε μια πλατεία, την αναφερόμενη ως campo Caviaro, και της οποίας η θέση ήταν στον χώρο στον οποίο κατά το 1567 οικοδομήθηκε ο προμαχώνας Ποδοκάθαρο και απλώθηκε η τάφρος του. Η πλατεία Caviaro βρισκόταν και αυτή στην ίδια ενορία του Αγίου Αυγουστίνου. Ενδιαφέρουσα πληροφορία είναι ότι το όνομα της πλατείας αυτής διασώθηκε έως σήμερα, όπως μας πληροφόρησαν παλαιοί περίοικοι, με το όνομα Χαφκιάρα. Η εν λόγω πλατεία απαντά και σε μια άλλη πηγή της βενετοκρατίας που έχουμε εντοπίσει ως Caviares.
Στην ενορία του Αγίου Αυγουστίνου πρέπει να ανήκε τότε και η μονή του Αγίου Ιωάννη του Ευαγγελιστή ή Θεολόγου, γνωστή και ως Αγίου Ιωάννη Πίπη. Η μονή έφερε την επωνυμία αυτή είτε γιατί ιδρύθηκε είτε γιατί ευεργετήθηκε από κάποιο μέλος της οικογένειας Πίπη. Η οικογένεια Πίπη ήταν συριακής καταγωγής και μαρτυρείται στην Κύπρο από τη φραγκοκρατία. Στη μονή αυτή υπήρχε επίσης μια πλατεία στην οποία γίνονταν και κοινοποιήσεις διά βοής.
Ο προμαχώνας Ποδοκάθαρο
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι και ο προμαχώνας που οικοδομήθηκε το 1567 από ένα μέλος της πολύκλαδης οικογένειας των Ποδοκάθαρων βρίσκεται στην ίδια ενορία. Ως γνωστόν οι Κύπριοι άρχοντες που ενίσχυσαν τις οχυρώσεις της πρωτεύουσας είχαν αναλάβει την οικοδόμηση του προμαχώνα που βρισκόταν στην ενορία στην οποία κατοικούσαν. Στην ενορία του Αγίου Αυγουστίνου, στην οποία βρισκόταν το μέγαρο των Ποδοκάθαρων, όπως αναφέρεται στη διαθήκη της Καικιλίας του έτους 1532, τριάντα πέντε χρόνια μετά, το 1567, ένα μέλος της ίδιας οικογένειας, ο οικονομικά εύρωστος Λίβιος Ποδοκάθαρος, ο οποίος είχε διατελέσει το 1561 και βισκούντης Λευκωσίας, προσέφερε απλόχερα χρήματα για να οικοδομηθεί ιδίοις εξόδοις ο προμαχώνας που φέρει το όνομά του. Ο Λίβιος, σύμφωνα με ανέκδοτη πηγή του 1566, είχε εκλεγεί μέλος του Συμβουλίου των Ένδεκα, που έργο είχε να βοηθά αλλά και να ελέγχει τη διακυβέρνηση των Βενετών διοικητών της Κύπρου. Για την οικοδόμηση του προμαχώνα αυτού κατεδαφίστηκαν εκκλησίες και περιβόλια, πηγάδια και μαγγανοπήγαδα, σπίτια και φτωχόσπιτα, και η άγνωστη μέχρι πρότινος σ’ εμάς πλατεία Caviaro καταστράφηκε.