Μια “ρευστή” φωτογραφία από τις περσινές διακοπές στην Αστυπάλαια. “Ρευστή” και κάπως “αβέβαιη”, επειδή τραβήχτηκε με φιλμ, χωρίς τρίποδο, με μηχανή 6×6, σχεδόν νύχτα. Και σχεδόν χωρίς σκέψη και έλεγχο πάνω στα χρώματα, την ευκρίνεια και την έκφραση [με κατεβασμένο καθρέφτη]. Μήπως αυτό όμως δεν προσδοκούμε από τη φωτογραφία, να προσθέτει από μόνη της κάτι το ανυπολόγιστο, το μαγικό, έξω από τις δικές μας προθέσεις; Πάντα, το καλοκαίρι, αφήνω τον χρόνο να γράψει αλλιώς πάνω στο φιλμ, να κυλήσει αργά, σχεδόν σταματημένος, όταν έρχεται το σούρουπο ή όταν η νύχτα φωτίζεται μόνο από τα άστρα. Είναι ίσως ένας υποσυνείδητος τρόπος να συγχρονίζομαι με τον αργόσυρτο ρυθμό του καλοκαιριού, και μ’ αυτές ειδικά τις σκοτεινές φωτογραφίες να μεταφέρομαι πάλι στην καρδιά του. Πιο πολύ κι από μια εικόνα λουσμένη σ’ έναν εκτυφλωτικό ήλιο, νιώθω πάλι, μετά από πολύ καιρό, το ίχνος των περασμένων καλοκαιριών σε μια λεπτομέρεια, στα λίγο θολά ξανθιά μαλλιά που ανακάτευε η θαλασσινή αύρα σ’ εκείνη τη γωνιά με τη θέα που είχαμε πιάσει τότε στο μπαρ του Κάστρου. Ή στις λυγισμένες αφαιρετικές καλαμιές στο κάμπινγκ της Αντιπάρου, στο φουσκωμένο πανί της ομπρέλας στην παραλία του Αγίου Τύχωνα στη Λεμεσό, στη μακριά φωτεινή γραμμή που άφηνε το πλοίο βγαίνοντας από το λιμάνι της Ερμούπολης μέσα στη μαύρη νύχτα.
Ημ. γέννησης: 05.09.1953