Γράφει η δρ Μαρία Κούβαρου, Ειδική Επιστήμονας Έρευνας, Τμήμα Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Πανεπιστήμιο Κύπρου
Το έργο είναι γνωστό, ανεβαίνει ετησίως, και εκτυλίσσεται σε δύο μέρη:
Α: Πρώτος ημιτελικός, δεύτερος ημιτελικός και «μεγάλος» τελικός διαγωνισμού τραγουδιού της Eurovision.
Β: Σχόλια που ξεκινούν με «καθόλου δεν μου αρέσει η Eurovision, αλλά…» και συνεχίζουν σε πρώτο πληθυντικό («το τραγούδι μας», «αδικηθήκαμε», «(δεν) κάναμε καλή εμφάνιση» κ.λπ.), δείχνοντας πως τα τραγούδια μπορούν να γίνουν όχι απλά «πρεσβευτές» μιας χώρας, αλλά και φορείς συλλογικής –εθνικής/κρατικής/πολιτιστικής– ταυτότητας. Όμως, σε ποια ταυτότητα αναφερόμαστε και γιατί να «εκπροσωπείται» από τραγούδια που επιλέγονται «θεσμικά» και χωρίς τη συμβολή του κοινού; Και ειδικότερα όταν πρόκειται για τραγούδια που απέχουν παρασάγγας από αυτά μιας «οργανικά» και «εξωθεσμικά» αναπτυσσόμενης μουσικής δραστηριότητας, όπως αυτή της γόνιμης μουσικής σκηνής της Κύπρου, σκηνής-παράγωγο μιας δημιουργικής νεανικής κουλτούρας (youth culture) που αναπτύσσεται στις παρυφές αυτού που ονομάζουμε «κύριο ρεύμα» ή, άλλως, mainstream. Πόσω μάλλον αν αναφερθούμε στο αξιοσημείωτο μέρος της μουσικής αυτής δραστηριότητας, που συνδέεται με την κυπριακή παράδοση (με όλες τις δυσκολίες χρήσης αυτού του όρου, καθώς παραπέμπει σε σταθερότητα και αυθεντικότητα -ας μου επιτραπεί εδώ να τον χρησιμοποιώ), τόσο σε στιχουργικό (χρήση της ελληνοκυπριακής διαλέκτου, σχέση με τσιαττιστά και ποιητάρηδες), όσο και σε μουσικό επίπεδο (ρυθμικά, μελωδικά και ειδολογικά στοιχεία της παραδοσιακής μουσικής), αλλά και με ευθείς αναφορές σε στοιχεία από την παράδοση, όπως η βράκα, το λευκαρίτικο κέντημα κ.λπ.
Οι πιο προφανείς εκφάνσεις του φαινομένου εντοπίζονται, φυσικά, στις πολυάριθμες «μοντέρνες» διασκευές παραδοσιακών τραγουδιών, αλλά και στη σύνθεση νέων τραγουδιών που ακολουθούν τα χνάρια της παραδοσιακής μουσικής της Κύπρου αλλά και της ευρύτερης Ανατολικής Μεσογείου (π.χ. Ο ήλιος της Αυκής του Βασίλη Φιλίππου, τα τραγούδια της Βασιλικής Αναστασίου και του Amalgamation Choir κ.ο.κ). Ωστόσο, επιλέγω εδώ να επικεντρωθώ σε πιο «ασυνήθεις» ύποπτους, μέσα από τους οποίους η ροπή προς τη σύγχρονη παραδοσιακότητα οδηγεί σε πιο περίπλοκα μονοπάτια νοηματοδότησης.
Ας μιλήσουμε, λοιπόν, για rap και hip-hop, το μουσικό είδος που από τα γεννοφάσκια του παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένο με την αντίσταση και την «αλήθεια» του καλλιτέχνη ή, άλλως, με την αισθητική keepin’ it real. Αντιλαμβανόμενοι την «ειδολογική» καταγωγή του, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των εγχώριων rappers επιλέγουν να εκφραστούν στην ελληνοκυπριακή διάλεκτο, τοποθετώντας την «αλήθεια» της εμπειρίας τους στη γλώσσα της καθημερινότητάς τους (JUΛIO, Pontikas, DeBros, DNA, Abnormals, KLS, Fotis, Chopo, Reflect κ.λπ.). Ούτε το ότι ενίοτε χρησιμοποιούν μουσικά samples που παραπέμπουν στην κυπριακή παράδοση, ή το ότι συχνά αναφέρονται σε κυπριακά στοιχεία όπως το λευκαρίτικο κέντημα, η βράκα, το χαλλούμι και άλλα στους στίχους τους.
Να μιλήσουμε και για metal, κυρίως για το συγκρότημα Zivanished, το οποίο χρησιμοποιεί ελληνοκυπριακό στίχο, εντάσσει τσιαττιστά στο ρεπερτόριό του, και κάνει ξεκάθαρες μουσικές αναφορές σε παραδοσιακά κυπριακά τραγούδια. Ασκεί έντονη κριτική στην κυπριακή κοινωνία, πολιτική και θρησκεία, ενώ υπογραμμίζει, μέσω σάτιρας, βασικά χαρακτηριστικά της metal, όπως η αναφορά στη βία, η μισογυνιστική στάση και γενικότερα η «αντισυμβατικότητα». Και αν οι Zivanished είναι μοναδικοί στην αναπολογητική «κυπριακότητα» του μετάλλου τους, υπάρχουν άλλα συγκροτήματα που εντάσσουν γεύσεις παράδοσης με τον δικό τους τρόπο, όπως π.χ. οι hard rock/heavy metal RUSTX και η εμφάνιση μελών τους στη σκηνή με ιδιαίτερες εκδοχές της «βράκας».
Και αν το metal πέφτει καμιά φορά «βαρύ», μπορεί κάποιος να στραφεί σε πιο rock ακούσματα, όπως αυτά συνδυάζονται με την ελληνο-κυπριακή διάλεκτο μέσα από τα τραγούδια του ΣaiΣ, του παλαιότερου συγκροτήματος Κατακάθια, του Δημήτρη Μεσημέρη και άλλων. Τα rock αυτά ακούσματα καλύπτουν μεγάλη γκάμα στιλ που έχουν υπάρξει διαχρονικά δημοφιλή στη χώρα μας, στιλ που φλερτάρουν πότε με το έντεχνο και πότε με το power rock. Στην ίδια κατηγορία, μπορεί κανείς να εντάξει και το συγκρότημα Ανεμούριο, που συνθέτει ένα μείγμα rock μουσικής με ελληνο-κυπριακό rap.
Και αφού αναφέρθηκαν τα «μείγματα», ας μιλήσουμε, τέλος, για «fusion». Για συγκροτήματα όπως οι Monsieur Doumani, που κάνουν μεγάλη επιτυχία εκτός Κύπρου, με διεθνή βραβεία και εμφανίσεις σε παγκόσμιες σκηνές. Συνδυάζοντας κυπριακό στίχο με επιρροές από την κυπριακή μουσική παράδοση, τη βαλκανική μουσική, την ευρύτερη ανατολική Μεσόγειο, αλλά και τη δυτική μουσική, το συγκρότημα έφτιαξε μια ιδιαίτερα επιτυχημένη συνταγή σύγχρονης παραδοσιακότητας. Το μέλος τους Αντώνης Αντωνίου δε, με την προσωπική του δουλειά (Κκισμέττιν), προσέθεσε μια ακόμα πιο εναλλακτική πινελιά σε αυτή τη συνταγή. Ως fusion, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και η δουλειά πολυάριθμων μουσικών που συνδυάζουν, πειραματίζονται και δημιουργούν. Κάποιοι θα τη χαρακτήριζαν και world music, όρο που αντιμετωπίζω με ιδιαίτερη επιφυλακτικότητα, καθώς περιγράφει έξωθεν διαδικασίες που διενεργούνται στο ένδοθεν σταυροδρόμι παγκοσμιοποίησης και τοπικοποίησης, που διέπονται από δυναμικές ώσμωσης, αφομοίωσης και ανάγκης για δημιουργία πέρα από «ταμπέλες», και που συχνά «αντιστέκονται» σε οικονομικές και θεσμικές γραμμές.
Αυτή είναι και η μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ των τραγουδιών που εκπροσωπούν την Κύπρο σε σκηνές όπως της Eurovision, και των τραγουδιών που αντιπροσωπεύουν την εγχώρια μουσική παραγωγή. Είναι όταν κάποιος σκύψει πάνω σε αυτήν την πλευρά της πολιτιστικής δημιουργίας, της «ελεύθερης» από επιθυμία για προβολή και πλουτισμό (πόση, άλλωστε, στήριξη, δίνεται από τους επίσημους θεσμούς, τα τοπικά ΜΜΕ και το κοινό σε τραγούδια σαν αυτά;) που αντιλαμβάνεται ότι η Κύπρος είναι πολιτιστικά πλουσιότερη από όσο πιστεύουμε. Όπως έχει πει και ο Johan Huizinga, «αν είναι να διαφυλάξουμε τον πολιτισμό, πρέπει να συνεχίσουμε να τον δημιουργούμε». Το ότι μεγάλο μέρος των νέων τραγουδοποιών της χώρας συνεχίζει να δημιουργεί πολιτισμό χρησιμοποιώντας και ανακυκλώνοντας στοιχεία από την παράδοση, αίρει σημαντικά πολιτικά και κοινωνιολογικά ερωτήματα σχετικά με μια νέα κυπριακότητα, όπως αυτή εκδηλώνεται μέσα από τις δημιουργικές πρακτικές της σύγχρονης παραδοσιακότητας.
**Το άρθρο έχει γραφτεί στα πλαίσια του ερευνητικού προγράμματος «Music, dialect, and the re-inventions of folk traditions in Cypriot modernity (MU.DI.RE.)» που χρηματοδοτείται από το Ίδρυμα Α. Γ. Λεβέντη.