Γράφει ο Σάββας Σκουφαρίδης, τεταρτοετής προπτυχιακός φοιτητής Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Κύπρου, s.skoufarides@gmail.com
Τα τραγούδια, οι ύμνοι, η ποίηση και τα παρεμφερή μουσικά είδη αποτελούν έναν, ίσως υποτιμημένο, από την κοινώς αποδεκτή άποψη, συνοδοιπόρο των ιστορικών συμβάντων και εξελίξεων. Ποια είναι, ωστόσο, η συνεισφορά τους στην επιστήμη της Ιστορίας και ποιες οι παράμετροι που τα καθιστούν ένα αναπόσπαστο κομμάτι της; Για την αποσαφήνιση των ερωτημάτων, κλειδί αποτελεί η επιστήμη της Κοινωνιολογίας, μέσω της οποίας θα προσεγγιστούν τα γνωστά ρεμπέτικα τραγούδια.
Εξετάζοντας το συγκαταλεχθέν στην UNESCO ρεμπέτικο τραγούδι κοινωνιολογικά, δηλαδή θέτοντας ερωτήματα αναφορικά με το ιστορικό και πολιτισμικό πλαίσιο της περιόδου ανάδυσής του και το βαθύτερο νόημα των σημαινομένων των στίχων, αντλούμε πληροφορίες για τις κοινωνικές σχέσεις, τους συμπεριφορικούς κανόνες, τις νόρμες, τα κοινωνικά προβλήματα και γενικότερα για την κουλτούρα της εποχής σύνθεσής του.
Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι το ελληνικό αστικό τραγούδι στην απαρχή του, που εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και απέκτησε τη γνώριμη μορφή του στο πρώτο μισό του 20ού. Η εμφάνιση και η αφομοίωσή του στον ελλαδικό χώρο συνδέονται άμεσα με τις νέες οικονομικές και κοινωνικές συνθέσεις της περιόδου, όπως η ολοένα και αυξανόμενη άνοδος της αστικής τάξης, οι ταχείς ρυθμοί αστικοποίησης και τα προσφυγικά, προς τον ελλαδικό κορμό, ρεύματα.
Πρόκειται, λοιπόν, για μια παραλλαγή της σμυρναίικης αστικολαϊκής μουσικής και όλων των συγγενών μουσικών τύπων που είχαν αρχίσει να εξελίσσονται νωρίτερα στα μεγάλα λιμάνια και αστικά κέντρα. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ρεμπέτικα ίχνη εμφανίστηκαν στην Αθήνα στις φυλακές Μεντρεσέ το 1834, τα λεγόμενα μουρμούρικα. Ήδη από το πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα τα ρεμπέτικα αποτελούσαν το ευρέως γνωστό και αγαπητό λαϊκό τραγούδι των φτωχών συνοικιών, καθότι το υπερμέγεθες χάσμα μεταξύ εύπορων και άπορων οδήγησε τους δεύτερους σε φαινόμενα κοινωνικής περιθωριοποίησης, γεγονός που σαφώς δεν θα άφηνε ανεπηρέαστη τη συγκρότηση μιας καινούργιας κοσμοθεωρίας, η οποία αποτυπώθηκε άμεσα και αφιλτράριστα στην παραγωγή μουσικής. Αν και με την κήρυξη του πολέμου του 1940 γράφτηκαν αρκετά ρεμπέτικα για τον πόλεμο, η γερμανική κατοχή στάθηκε τροχοπέδη στη συνέχιση της δισκογράφησής τους, εξαιτίας των αντιστασιακών μηνυμάτων που προωθούνταν. Μετά την απελευθέρωση, το ρεμπέτικο καταξιώθηκε ως λαϊκή μουσική ευρείας αποδοχής. Η θεματολογία τους αρχικά κινήθηκε γύρω από ζητήματα ερωτικού περιεχομένου, ενώ κυριάρχησαν θέματα που υπάκουαν στο τρίπτυχο: Ναρκωτικά - Φυλακή - Παρανομία. Παρ' όλα αυτά, με τη διάδοση του ρεμπέτικου από στόμα σε στόμα σε ευρύτερες μάζες, αναδείχθηκαν πολλά κοινωνικά θέματα, όπως ο θάνατος, ο πόλεμος, η φτώχεια, η πορνεία, τα ναρκωτικά και η εργασία.
Ασυζητητί, μέσα από τα ρεμπέτικα τραγούδια ξεχύνονται διάχυτα κοινωνικά στοιχεία για το πρώτο μισό του 20ού αιώνα στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, μέσα από το τραγούδι «Το Προσφυγάκι», ξεπηδούν πληροφορίες αναφορικά με τον πόνο των εκτοπισμένων της Μικρασιατικής Καταστροφής, καθώς και για τον νέο τρόπο ζωής τους: «που με διώξαν απ’ τη Σμύρνη κι όλο κλαίω […] Και το ρίχνω στο μεθύσι και χασίσι […]. Αποσπάσματα από τους «Σφουγγαράδες» και τις «Φάμπρικες», καταδεικνύουν το βάναυσο της έγνοιας για το μεροκάματο, τον τρόπο διαβίωσης, αλλά και τις αξίες της εργατικής τάξης: «Και το βράδυ ρε που σχολάνε […], Το πρωί που θα ξυπνήσουν […] αν δε βγάλουνε σφουγγάρια, θα ’χουν άσχημα χαμπάρια», «Φράγκο δε δίνουνε για μεγαλεία, έχουνε μάθει να ζουν απλά, στάζει ο ιδρώτας τους χρυσές σταγόνες…». Συνεπώς, το πνεύμα της «αλητείας» και της «άφρονος» ζωής, κεντρική δυναμική του ρεμπέτικου, γίνεται πλήρως αντιληπτό διαμέσου της κατανόησης των κοινωνικών προτύπων της περιόδου.
Η ερμηνεία, επομένως, των βαθύτερων κοινωνικών και πολιτιστικών μηνυμάτων που αναδύονται μέσα από οποιοδήποτε μουσικό είδος και η συνακόλουθη ένταξή τους στην ευρύτερη γενεσιουργό τους δύναμη και αιτία τεκμηριώνουν την άμεση σύζευξη της ιστορικής πραγματικότητας με την εκάστοτε καλλιτεχνική δημιουργία. Βάσει αυτής της συλλογιστικής, μπορούμε να κατανοήσουμε τον τρόπο σκέψης και αντίληψης του απλού λαού σε ένα συγκεκριμένο χωροχρονικό πλαίσιο και κάτω υπό ορισμένες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, όπως αυτές μορφοποιούνται μέσα από το πέρασμα της Ιστορίας. Τέλος, μαρτυρούνται η εκάστοτε πολιτισμική παράδοση και ο κώδικας αξιών, που αποτελεί ένα κοινωνικό κατασκεύασμα και συνεπώς έναν ακόμη παράγοντα κατανόησης του ανθρώπινου βίου στο σύνολό του.