Τι πλιάτσικο!

ΖΕΛΙΑ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Δημοσιεύθηκε 24.7.2022

What a Carve Up! (1994) ήταν το πρώτο βιβλίο που ανέδειξε το νέο είδος γραφής που έφερνε ο Jonathan Coe: πολιτική σάτιρα μέσα από ένα αφηγηματοποιημένο playback πολιτικών συμβάντων. Ταυτόχρονα, κοροϊδίας τους μέσα από επανα-ιδιοποίηση λογοτεχνικών ειδών (όπως φαρσοκωμωδίας και αστυνομικού μυθιστορήματος) που συμμετείχαν στη συγκρότηση της εγγλέζικης λαϊκής κουλτούρας και τα οποία (λογοτεχνικά είδη) επίσης υποβάλλονται σε κοροϊδία. Η λαϊκή κουλτούρα όπως και οι σχέσεις ιδιωτικότητας (σεξ, αποτυχημένων ή διατηρημένων γάμων, σχέσεων παιδιών γονιών, διαθλασμένων αρρενοπωτήτων, δυσφορούντων θηλυκοτήτων, οικογενειακής δυσφορίας γενικά) δεν είναι άλλο ή έξω από την ψυχική ζωή της πολιτικής στις νουβέλες του Coe. To What a Carve Up! (Τι πλιάτσικο!) αντανακλά την ιδιωτικοποίηση της ζωής και την υφαρπαγή του Δημόσιου κατά τη δεκαετία του ’80.

Ανάμεσα στους χαρακτήρες περιλαμβάνονται, μέλη της ίδιας οικογένειας, ένας γκαλερίστας, μια κτηνοτρόφος, ένας τραπεζίτης, ένας πολιτικός, μια δημοσιογράφος, ένας καριερίστας πολιτικός. Αναμεταξύ τους, μέσα από συγκυριακές συγκλίσεις, ταυτίσεις ή αλληλεξαρτήσεις, συμμετέχουν και επωφελούνται από την παρακμή του BBC, την αποσυναρμολόγηση και απονεύρωση της Εθνικής Υπηρεσίας Υγείας, τη μετατροπή της τέχνης σε μόδα, την πώληση όπλων στο Ιράκ, τη βία στα ζώα, τις αθέμιτες, αθέατες, εσωτερικές δοσοληψίες. Με λίγα λόγια, του Θατσερισμού. Ο οποίος όμως, όπως δείχνει το Τι Πλιάτσικο!, ήταν, είναι, παραπάνω από μετασχηματισμός της οικονομίας και των εργασιακών σχέσεων. Ήταν μια νουβέλα των θατσερικών χρόνων, γράφει ο Michael Wood, «σατιρικά ιδωμένων ως κυριαρχίας μιας συγκεκριμένης νοοτροπίας, εύκολης να αναγνωριστεί, όχι όμως εύκολης να οριστεί» (LRB, 19.12, 1997). Η συγγραφή είναι βίωμα αποτυχίας των λέξεων, μιας αποτυχίας που κόντρα στον απατηλό «βάναυσο οπτιμισμό» της εποχής μας (θυμηθείτε το διαφημιστικό σλόγκαν τράπεζας πριν την κατάρρευση του τραπεζικού αφηγήματος και του πλιάτσικου που ακολούθησε, έλεγε, «πίστεψέ το γίνεται!»· θυμηθείτε το διακυβερνητικό σλόγκαν στην πρώτη φάση του εθνικού πολέμου κατά της πανδημίας, «μαζί θα τα καταφέρουμε!») βιώνεται από τον συγγραφέα ως συνθήκη κι όχι αποτροπή της συγγραφής. Κάποτε γίνεται μετα-αφηγηματικό σχόλιο, με τους χαρακτήρες στους Νάνους του Θανάτου να παραδέχονται: «Το βρίσκω δύσκολο να περιγράψω τι έγινε». Ή, στο Σπίτι του Ύπνου: «Η γλώσσα είναι προδότης… Είναι ένα μπισκότο τζίντζερ, που καθώς βυθίζεται πέραν του δέοντος στο τσάι των προσδοκιών μας, θρυμματίζεται και αποσυντίθεται. Είναι μια χαμένη ήπειρος».

Αυτό που κάνει ο νεοφιλελευθερισμός στη γλώσσα όμως, κι αυτό που κάνει η γλώσσα στον νεοφιλελευθερισμό καθιστώντας τον αυτονόητο, είναι η κατάληψη του πολιτικού. Η ανάλυση των μηχανισμών εκμετάλλευσης, κοινωνικού αποκλεισμού και κατάλυσης των πολιτικών ελευθεριών καθίσταται αδύνατη αλλά και αχρείαστη όταν η πραγματικότητα αποσπασματοποιείται και επανασυγκολλείται ξανά με τρόπο που να χάνεται η ιστορικότητα και η μελλοντικότητα να υπάγεται στον τετελεσμένο χρόνο. Κανείς από τους τρεις υποψηφίους που μονοπωλούν τηλεοπτικό χρόνο και αφηγηματικό δράμα δεν μιλά για τη φτωχοποίηση. Ή μάλλον, όλοι μιλούν για την οικονομία με τρόπο που να αποκλείεται η λέξη φτωχοποίηση, να μην ονομάζονται οι μηχανισμοί απαλλοτρίωσης εθνικών πόρων. Ο πιο πολιτισμένος όσον αφορά την παραστασιακότητα προφίλ υποψηφίου, αυτός της Γαλλικής Σχολής, αηδίασε όταν ρωτήθηκε από δημοσιογράφο τι του προκαλεί αηδία στην πολιτική κατάσταση. Δεν «αηδιάζει», είπε, «δεν κάνει για πολιτικό λόγο» ο όρος «αηδιάζω». Για υποψήφιο που επέλεξε να ξεκινήσει την προεκλογική του καμπάνια σε συνοικισμό, για να αποδείξει ίσως τη δυνατότητά του να μιλήσει «λαϊκά» και να κερδίσει «λαϊκό» έρεισμα, η πολιτική του αηδία για τη φράση «αηδιάζω» ακούγεται ως φυσικοποιημένη πολυτέλεια. Έχει δει ανθρώπους να ζουν στα όρια της φτώχειας; Ξέρει πόσα πιάνει από το ΕΕΕ μια μονογονιός καρκινοπαθής, με part-time δουλειά ως καθαρίστρια και χωρίς ιδιόκτητη κατοικία; Ξέρει πώς κατά τη διάρκεια της πανδημίας (γράφω σαν να τέλειωσε, χρήστης κι εγώ της πολιτικής σύνταξης του τετελεσμένου χρόνου), σφάχτηκε ξένος φοιτητής για ένα πιάτο φαί και πέθαναν άνθρωποι που ζεσταίνονταν με μαγκάλι από δηλητηρίαση με το μονοξείδιο του άνθρακα; Ξέρει ότι γυναίκες έχασαν τους αντράδες τους, παιδιά τον γονιό τους, εγγόνια τη γιαγιά τους χωρίς να μπορούν να τους κρατήσουν το χέρι να μην φοβούνται τον μοναχικό αηδιαστικό θάνατο όταν τους έκλεισαν απαγορευτικά έξω για να ξεμοναχιάσουν, τάχα, τον κίνδυνο εξάπλωσης κορωνοϊού; Ξέρει πόσα είναι το ενοίκιο για ένα αηδιαστικό χαλαμάντουρο που στάζει, μυρίζει μούχλα, κι η αποχέτευση ξεχειλίζει; Ξέρει πόσο κοστίζει μια αηδιαστική κεφαλή γουρουνιού ή ένα αηδιαστικό συκώτι που κάποιοι θα πάρουν Σάββατο απόγευμα πριν κλείσει ο χασάπης; Ξέρει πόσο αηδιαστικό βάρος έχει ο χρόνος μετά τα μέσα του μήνα που έχουν πληρωθεί οι λογαριασμοί και μένουν μόνο τόσα όσα δεν φτάνουν για τον υπόλοιπο μήνα; Ξέρει πόσο αηδιαστική είναι η εξουσία όταν κλείνει το μάτι και λέει «cheers» κάνοντας τον μεσάζοντα για παζάρι πολιτότητας;

Στις νουβέλες του Coe αυτο-ενδοσκοπείται η διαδικασία μέσα από την οποία αναπτύσσεται και η αδυναμία κατανόησης νεοφιλελευθερισμού. Στο ημερολόγιό του, 6ης Οκτωβρίου 1987, ο «o πολιτικός» καταγράφει μια συνάντησή του με το Αναθεωρητικό Συμβούλιο όπου αποφασίστηκε ότι οι επόμενες Μεταρρυθμίσεις θα ναι ευρύτερες για να «φτάσουΜΕ» στην καρδιά του ζητήματος, επιτέλους. «Για να θυμίζω τον καθένα πού εδράζονται οι προτεραιότητές μας», γράφει, «τοιχοκόλλησα μια σημείωση, λέει:

EΛΕΥΘΕΡΙΑ

ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ

ΕΠΙΛΟΓΗ».

Και συνεχίζει, εκμυστηρευτικά: «Αποφάσισα να γίνω λίγο πιο αυστηρός με τη λέξη 'νοσοκομείο’. Αυτή η λέξη δεν επιτρέπεται πλέον στις συζητήσεις: από τώρα και στο εξής θα τα λέμε ‘μονάδες παροχής’. Αυτό διότι ο κύριος σκοπός τους, στο μέλλον, θα είναι να παρέχουν υπηρεσίες που θα αγοράζουν από αυτές οι Αρχές Υγείας χρηματοδοτώντας γιατρούς μέσα από συμβόλαια που έχουν τύχει διαπραγμάτευσης. Το νοσοκομείο γίνεται ένα κατάστημα, μια εγχείρηση γίνεται ένα εμπόρευμα, και οι φυσικές επιχειρηματικές πρακτικές καθιερώνονται: pile ’em high and sell ’em cheap. Δεν είναι καταπληκτική η όμορφη απλότητα αυτής της ιδέας;».

Ο άλλος «άλλος» υποψήφιος, ο άλλος ανεξάρτητος, εγκαινίασε το πρόγραμμα των επαφών του με επίσκεψη στη «θεραπευτική κοινότητα» Αγίας Σκέπης. «Θα ήθελα να κλείσω κρατώντας κάτι που θα πάρω μαζί μου μέσα από τη συζήτηση με τα παιδιά. Όπως πολύ χαρακτηριστικά μου ανέφερε ένα από τα παιδιά: ‘Ήμουν έξω στην κοινωνία, φώναζα και δεν με άκουγε κανείς. Είμαι στην Αγία Σκέπη, ψιθυρίζω και με ακούνε όλοι’. Νομίζω αυτό, αποτυπώνει με τον καλύτερο τρόπο τη δουλειά που κάνετε» (20 Μαΐου 2022, Φilenews). Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί βρήκε τόσο σημαντικό να παραθέσει τα λόγια ενός τρόφιμου για να εγκαινιάσει μια πολιτική διαδικασία που είναι, όπως επαναληπτικά υπερτονίζει, συνάντηση και ανταλλαγή με την «κοινωνία». Τα λόγια κάποιου που λέει ότι βρήκε κοινωνία μέσα ενώ εκείνο που υπόσχεται στους πολίτες είναι να μιλήσει μαζί τους έξω. Κατ' ακρίβεια, όμως, δεν μιλά για πολίτες αλλά για «οργανωμένα σύνολα». Και παραδόξως, αυτά τα οργανωμένα σύνολα είναι σπιτωμένα πίσω από πόρτες. Και μου θυμίζει Το Σπίτι του Ύπνου, πάλι του Coe, όπου, (από τη σύνοψη του βιβλίου στην ελληνική έκδοση) «υπνοβάτες, ναρκοληπτικοί και άγρυπνοι στο μεταίχμιο υπνηλίας και αϋπνίας, αυτογνωσίας και αυταπάτης. Σαν σε όνειρο αλλάζουν ονόματα, ταυτότητα, ακόμη και φύλο, ενώ οι αναμνήσεις ντυμένες στην αχλύ της επιθυμίας προσδίδουν στην αφήγηση κάτι το υπνωτικό, το ονειρικό και το απατηλό. Και το μυθιστόρημα δομείται ακολουθώντας τα στάδια του ύπνου». Είκοσι λεπτά συνέντευξης παρακολούθησα και κατάλαβα ότι δεν έπρεπε να προσπαθώ να καταλάβω, δεν υπήρχε κάτι να καταλάβω, διότι πρέπει να σταματήσουμε να διαπραγματευόμαστε μεταξύ μας το Κυπριακό. Ίσως τελικά η λογοκλοπή για την οποία δέχτηκε τόση κριτική μετά την ομιλία εξαγγελίας της υποψηφιότητάς του να ήταν αυστηρή, ανίκανη να κατανοήσει το πολιτικό είδος του λόγου του, ενός λόγου που δεν ανοίγει για να μην επηρεαστεί για να παραμείνει αγία η σκεπή. Ενός λόγου που ο σκοπός του είναι να συντηρήσει τη θεραπεία στο σπίτι του ύπνου, ενώ στο υπόγειο αυτού του σπιτιού (κι αναφέρομαι στην ομώνυμη νουβέλα του Coe) διενεργούνται τα πιο βασανιστικά πειράματα σε ζώα για να βελτιωθούν οι θεραπείες για διαταραχές ύπνου.

Κι ο τρίτος; Ο τρίτος είναι ο original.

Και για τους τρεις, για τις τρεις εκδοχές, ο Jonathan Coe, προσφέρει μυθοπλαστικά σενάρια πολιτικού βίου. Πρώτα είναι ο πολιτικός από το Τι Πλιάτσικο! με την καρτέλα, EΛΕΥΘΕΡΙΑ, ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ, ΕΠΙΛΟΓΗ. Μετά είναι ο γιατρός στο Σπίτι του Ύπνου. Και μετά είναι ο Μάξουελ Σιμ, ο πρωταγωνιστής στη νουβέλα του Coe The Terrible Privacy of Maxwell Sim (Ο Ιδιωτικός Βίος του Μάξουελ Σιμ). Σε φάση αλλαγής καριέρας, διασχίζει τη χώρα, από το σπίτι του στο Watford, England προς τα βόρεια, μέχρι τα Shetland Islands, σε μια κούρσα προώθησης του νέου προϊόντος ενός βιομηχάνου οδοντόβουρτσων. Η προώθηση θα αποτύχει, ο Μάξουελ Σιμ θα ανακαλύψει ξανά τον εαυτό του. Όπως μπορεί δηλαδή κάποιος που τον λένε Sim.

*Αναπληρώτρια καθηγήτρια Πανεπιστήμιο Κύπρου

Tags

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ