![Παράθυρο logo](images/logo/parathiro-aspro-logo.png)
Με τη Βασίλκα εργαστήκαμε μαζί πέντε χρόνια, τον περασμένο αιώνα, στο Τμήμα Ξένου Τύπου του ΓΤΠ. Θαύμαζα τα ελληνικά της (μιλούσε άπταιστη πανελλήνια δημοτική χωρίς accent), θαύμαζα την πολυγλωσσία της (μιλούσε τέσσερις ξένες γλώσσες), θαύμαζα την οξεία αίσθηση που είχε της γλώσσας. Και πάνω απ' όλα, μυαλό σπαθί. Να γράφεις ποίηση -δόκιμη ποίηση- σε μια δεύτερη γλώσσα σημαίνει να έχεις κατακτήσει, σε ύψιστο βαθμό, το φωνητικό σύστημα εκείνης της γλώσσας, τις ηχητικές και νοητικές συζεύξεις των λέξεων, τις λεπτές αποχρώσεις των νοημάτων, το ιστορικό και συναισθηματικό φορτίο των λέξεων. Και η Βασίλκα εξέδωσε την πρώτη της ποιητική συλλογή στην ελληνική γλώσσα το 1983, επτά μόλις χρόνια μετά την κάθοδό της στην Κύπρο από τη Βουλγαρία μαζί με τον άντρα της ζωής της, τον ποιητή και πεζογράφο Χρίστο Χατζήπαπα. Σαν πήρα τη νέα της ποιητική συλλογή, Συνομιλία με το Σύμπαν (Γκοβόστης 2022), έψαξα στη βιβλιοθήκη μου για προηγούμενα ποιήματά της. Ήθελα να προετοιμαστώ συναισθηματικά για την ποιητική επικοινωνία με το νέο της έργο. Βρήκα την ποιητική συλλογή της Η μοναδική λέξη (2010). Την έτρεξα στα γρήγορα για να πιάσω τον σφυγμό της. Αυτό που ξαναβρήκα, πιάνοντας το νήμα από παλιά, ήταν η λεπτή ευαισθησία της από τη μια, κι από την άλλη η γνήσια έγνοια της γι' αυτό που θα λέγαμε ύφος, για «τη μοναδική τη λέξη / τον ήχο τον μοναδικό / που ανθρώπους κι αισθήματα μερεύει», τη διαρκή από μέρους της αναζήτηση του «απολεσθέντος συγχρονισμού» που είναι «προσιτός μονάχα / στους φωτεινούς κατοπτρισμούς μας / στην καθάρια λίμνη των λέξεων».
Καθώς διάβαζα τη Συνομιλία με το Σύμπαν, ένιωθα να πορεύεται μαζί μου ο σεφερικός στίχος «ποιος θα σηκώσει τη θλίψη τούτη απ' την καρδιά μας». Προχωρώντας όμως, συνειδητοποίησα μια ουσιώδη διαφορά ανάμεσα στη θλίψη του Σεφέρη κι αυτήν της Βασίλκας. Στον πυρήνα της σεφερικής θλίψης είναι το συλλογικό δράμα του σύγχρονου ανθρώπου. Η θλίψη της Βασίλκας είναι η προσωπική, ήρεμη, τρυφερή θλίψη μιας τρυφερής ευαίσθητης ψυχής, είναι το απαύγασμα της γυναικείας τρυφερότητας. «Παιδί κούρνιασε στο κλωνάρι / πλάι μου / Σπουργιτάκι μικρό / Να του κουβαλάω ψίχουλα / Να το κρατάω / μην πέσει». Κι αλλού, «Στο παράθυρο / μια πάλλουσα καρδιά / πληγωμένο σπουργίτι / το τζάμι κτυπά».
Η τρυφερή γυναικεία ευαισθησία που διατρέχει την ποίηση της Βασίλκας αποκτά βάθος αφενός μέσα από την κάθοδο στον εσώτερο εαυτό της και τη συνομιλία με άδηλα στην επιφάνεια στοιχεία της ύπαρξης, και αφετέρου μέσα από μια πηγαία ενσυναίσθηση με τους ανθρώπους καθώς βιώνει μαζί τους την αλλοτρίωση της σύγχρονης ζωής. Αυτή η ενσυναίσθηση τη βοηθά να υπερβεί τη μοναξιά, απόρροια της αποξένωσης, του σύγχρονου ανθρώπου. Κι η ιδιάζουσα προσωπική θλίψη της -μια ποιητική θλίψη- γίνεται αισθητή στην αιχμή μιας συγκινησιακής κατάστασης όπου στερεύει η αγάπη κι η τρυφερότητα. «Η αγάπη είναι πια σε καραντίνα / η τρυφερότητα σε καραντίνα / τα φιλιά, οι αγκαλιές σε καραντίνα / […] / η ζωή μου σε καραντίνα». Αγάπη και τρυφερότητα που αγκαλιάζει τα πάντα. «Με τ' αδέσποτα σκυλιά / μαζί κι οι γάτες / την αγάπη μου κερδίζουν / Τις περπατώ / Με περπατούν / Φέρνω ψωμί ζεστό / και τις ταΐζω».
Παίρνοντας ξανά το νήμα με την κάθοδο στον εσώτερο εαυτό της, άλλως τη «συνομιλία με το σύμπαν», εδώ έχουμε μια βύθιση. Όχι στο υλικό σύμπαν του National Geographic αλλά στο σύμπαν της ύπαρξης. Μια βύθιση στον χώρο του ασυνειδήτου, όπου σκοτάδι και σιωπή. «Θα βουλιάξω στη σιωπή μου / σαν νόμισμα / που ρίχτηκε από κάποιον / στον βυθό λίμνης / σε πάρκο / Θα κρύψω τα λόγια μου / σε τσέπες βαθιές / […] / Και θα σωπαίνω αόρατη / στου σκοταδιού τον βυθό». Κι αλλού, «Με μάτια ξάγρυπνα / τ' ουρανού τα βάθη σκάβεις / Και ψάχνεις βλέμματα / Σκοτεινός είν' ο ορίζοντας / άναστρος ο ουρανός». Στη συνομιλία όμως αυτή με το σύμπαν, η ποιήτρια, μέσα από μια ηρακλείτεια οπτική του κόσμου, αφήνει να αναδυθεί ένα αισθητικό κλίμα όπου η ατομική ύπαρξη σμίγει με την ύλη του σύμπαντος. «Αν τα χέρια μας αγγίζονται από μακριά / αν οι αγκαλιές συμπλέκονται σε καινούργια νησιά / […] / Αν δεν υπάρχει τέλος / επειδή τα πάντα / απλά ρέουν / […] / Τέλος αν γινόμαστε φώτα μεγάλα χρωματιστά / και σαν φώτα μόνο / μέχρι τον επόμενο γύρο / στον νέο μας κόσμο / να συνεχίσουμε / Αν…». Και στο ποίημα που δίνει τον τίτλο στη συλλογή, «Όταν εγώ / […] / λιώσω / σαν νιφάδα χιονιού / […] / τα κύτταρά μου / πολύ καιρό ακόμα / με το σύμπαν / θα συνομιλούν».
Επιλογικά, η ποίηση της Βασίλκας Χατζήπαπα είναι ποίηση προσωπική. Που και ο Θεός που αναζητεί είναι Θεός προσωπικός ένας «σπλαχνικός» Θεός «να (της ) σκουπίζει τα δάκρυα». Που, και όταν ακόμη «συνομιλεί με το σύμπαν», είναι συσπειρωμένη στον διάφανο πυρήνα της ατομικής της ύπαρξης. Είναι η ποίησή της μια ποίηση που απευθύνεται προσωπικά στον κάθε αναγνώστη, στην κάθε αναγνώστρια. Που συγκινεί με τη θλίψη της, τη ρέουσα σιωπή της, την τρυφερότητα και την αγάπη της. Που η μοναδική σύζευξη που επιτυγχάνει ήχων και χρωμάτων, αισθημάτων και ιδεών, σε τραβάει να περπατήσεις τους στίχους της, και διαισθητικά να μοιραστείς τον δικό της αισθαντικό κόσμο.