Παραμύθι δωδέκατο από τα δώδεκα 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΛΗΘΕΙΝΟΣ Δημοσιεύθηκε 11.12.2022

Ήμουν αναποφάσιστος. Διερωτόμουν αν φτάνοντας στο δωδέκατο παραμύθι θα έπρεπε να κλείσω τον κύκλο αναφοράς στην αρχαία ελληνική τέχνη και τους δημιουργούς της ή αν θα είχε νόημα να συνεχίσω την ίδια θεματική, περνώντας από την ιερότητα του αριθμού δώδεκα σ΄ εκείνη του αριθμού δεκατρία, μιας και όπως πιστεύω όλοι οι αριθμοί είναι ιεροί εξίσου. Άλλωστε, αυτό που έχει σημασία στη συνέχεια των παραμυθιών, όπως και σε κάθε αφήγηση, δεν είναι οι συνέχειες, αλλά αν το θέμα εξαντλήθηκε και οι αναγνώστες κουράστηκαν.

Χωρίς συγκεκριμένη απάντηση στο ερώτημα επέστρεφα χθες από το Δρομοκαΐτειο, χώρο τον οποίο επισκέπτομαι συχνά τελευταίως λόγω της έκθεσης «Εγκλεισμοί». Το βράδυ, επηρεασμένος μάλλον από τη βαριά ατμόσφαιρα του θεραπευτηρίου, ονειρεύτηκα ότι βρισκόμουν «έγκλειστος» στον επάνω ανάποδο κώνο μιας τεράστιας διάφανης κλεψύδρας. Γύρω μου στροβιλίζονταν εκατοντάδες χιλιάδες γράμματα της λέξης «αύριο», πολλά από τα οποία, ακολουθώντας την ημερολογιακή ροή του χρόνου, στοιβάζονταν ζαλισμένα στο κάτω μέρος, το ένα πάνω στο άλλο, όπως στοιβάζονται οι κόκκοι στα αμμόμετρα περιμένοντας να διαβούν στην άλλη διάσταση. Χωρίς να το βλέπω, διαισθανόμουν με τον τρόπο που συμβαίνει στα όνειρα, ότι όσα γράμματα εισχωρούσαν στη στενωπό που συνέδεε τους δύο κώνους, άλλαζαν όψη κι από άλφα, ύψιλον, ρο, ιώτα, όμικρον, του «αύριο», γίνονταν ταυ, ωμέγα, ρο άλφα, του «τώρα», ενός «τώρα» με απειροελάχιστη διάρκεια ύπαρξης, μιας και μετά τη δίοδο, τα γράμματα σωριάζονταν άψυχα στον κάτω θάλαμο της κλεψύδρας μεταλλαγμένα σε χι, ταυ, έψιλον σίγμα, της λέξης «χτες».

Καθώς το πλήθος των «αύριο» που με περιέβαλλαν μειωνόταν με το πέρασμα των χρόνων, συνειδητοποίησα πως κάποια μοιραία στιγμή, μαζί με το τελευταίο γράμμα, η σκοτεινή σήραγγα θα ρουφούσε κι εμένα· όμως δεν με ένοιαζε. Αν και δεν αγνοούσα ότι το πέρασμα στην άλλη διάσταση ήταν αμετάκλητο, όσο ανέπνεα, το θεωρούσα μακρινά άπιαστο. Το άγνωστο, μου χάριζε μια αίσθηση μακάριας αιωνιότητας. Κατά καιρούς βέβαια φοβόμουν, χωρίς όμως να αγωνιώ. Έβλεπα το τέλος «αφ' υψηλού», αισθανόμουν τη διάρκεια της ζωής να χτυπάει στον σφυγμό μου κι έπαιζα ανακατεύοντας τη σειρά των γραμμάτων τού «αύριο». Για παράδειγμα, άλλοτε έβαζα πρώτο το ρο και τελευταίο το άλφα, άλλοτε πρώτο το ύψιλον και δεύτερο το ιώτα και ούτω καθεξής, σε χιλιάδες συνδυασμούς, μιας και κάθε γράμμα ήταν από αλλιώτικη γραμματοσειρά, σαν τις στιγμές που είναι διαφορετικές μεταξύ τους, κι επομένως μοναδικές. Και μόνο όταν αισθανόμουν στεναχωρημένος ή πιεσμένος ψυχολογικά, μόνο τότε παράταγα το παιχνίδι, αφήνοντας τα γράμματα στην τύχη τους, κι εκείνα, χαμένα δίχως το δικό μου ουτοπικό όνειρο, συντάσσονταν με τάξη, δημιουργώντας ένα συμβατικό «αύριο», ένα «αύριο» στεγνό, δυσβάσταχτο που με ξύπνησε απότομα, με τη βεβαιότητα πως το παιχνίδι και η αλλαγή της σειράς των γραμμάτων είναι η μόνη σοβαρή πράξη της ζωής μου, η μόνη άξια λόγου ασχολία για όσο διάστημα υπάρχω στην επάνω φούσκα της κλεψύδρας.

Ερωτεύομαι τη στιγμή για να υπάρχω.

Χαίρομαι το τώρα και υπάρχω.

Παίζω με το αύριο, κι άρα υπάρχω.

Πιστεύω (θα το επαναλάβω κι ας ακούγεται χιλιοειπωμένο), ότι κάθε άνθρωπος δικαιούται να ορίζει όπως αυτός επιθυμεί τη σειρά των γραμμάτων στο «αύριο» και στο «τώρα» του, να βάζει τη δική του ουσία στη ροή των στιγμών του. Κανείς δεν έχει δικαίωμα επέμβασης στη βούληση του άλλου, πόσω μάλλον, (με άλλοθι το «κοινώς αποδεκτό»), να επιβάλλει το μοντέλο της δικής του λογικής ως μοναδικό.

Και η σκέψη μου επέστρεψε στο Δρομοκαΐτειο. Αναλογίστηκα τις πρόσφατες γνωριμίες μου στον συγκεκριμένο χώρο και κατέληξα ότι ένας αριθμός ανθρώπων που ζουν εκεί, πληρώνουν την κοινωνική καταπίεση και αδικία με βαρύ αντίτιμο τον εγκλεισμό.

«Όταν μπήκα στο Δρομοκαΐτειον, την πρώτη βραδιά, αισθάνθηκα αμέσως την συμφορά μου βαρύτερη, την πλήξι με τα μαύρα της φτερά να με σκεπάζει ολόκληρο, σύγκορμο και σύψυχο.

Διεσκέλισα το κατώφλι του σαν νεκρός, όπως θα διεσκέλιζα με ακέραιες τις αισθήσεις μου το κατώφλι του Άδη. Οι νοσοκόμοι και οι γιατροί με τις λευκές καμιζόλες που κατέβαιναν στην εξώθυραν να με παραλάβουν και με εψαχούλευαν με το βλέμμα τους, ένα βλέμμα μέχρις οστέων εξεταστικό και διασκεδαστικό, που μου ξύλωνε ραφή προς ραφήν –κρακ, κρακ, κρακ- σαν το τρυπάνι του νεκροσκόπου, το πετσί και τα κόκαλα και μου αναμόχλευε με τη λεπτή ερευνητική του αιχμή την καρδιά και την κόγχη του εγκεφάλου- μου έκαναν την εντύπωσιν-το θυμάμαι σαν να' ναι τώρα- λευκοπτέρυγων αγγέλων νεκροπομπών, που με εζύγιαζαν στην τρομερή φλωροζυγαριά της αδυσώπητης κρίσεως, σε ποιό τα 'χα κύκλο του καθαρτηρίου ή της κολάσεως θα έπρεπε να με κατατάξουν.

Και οι χλομές, φασματικές, εφιαλτικές μορφές των αρρώστων, που τριγυρνούσανε στον περίβολο, μου φανήκανε σαν φαντάσματα, σαν άυλα και άπιαστα φαντάσματα που τριγυρνούσαν στις όχθες του Άρνου και όπου στα χείλη τους έτρεμε, μαζί με το άφωνο «καλώς ώρισες», το ερώτημα: «Τι νέα από τον επάνω κόσμο; Από τον κόσμο των ζωντανών;»

Ωραίο είναι ότι εδώ μέσα μας φέρονται σαν να είμεθα γνωστικοί. Ξυπνάμε, τρώμε, κοιμούμαστε σύμφωνα με τον κανονισμό. Αυτοκράτορες, Θεοί, Βασιλιάδες, υποχρεωνόμαστε να σηκωθούμε την ώρα που ορίζει ο κύριος νοσοκόμος. Δεν ρωτάει αν θέλουμε κι αν μπορούμε να διακόψουμε την υπερκόσμια αποστολή μας. Αν είνε έτσι, τι όφελος να είμαστε τρελλοί;

»(...) Ζήτω η τρέλλα! Εγώ ο Ρώμος το φωνάζω. Αλλά δεν φτάνω δυστυχώς στο ύψος μερικών εδώ μέσα. Βλέπετε, διατηρώ ακόμη κάποια λογική, κι αυτό με μειώνει. Γι’ αυτό υποφέρω, γι΄αυτό όταν βλέπω το βράδυ, πέρα εκεί, σαν πέλαγος ευτυχίας τα ολόχρυσα φώτα της Αθήνας, ραγίζεται η καρδιά μου. Καταραμένη λογική που σ’ άφησε κάπου μέσα μου ατόφυα ο ανηλεής σπειροχαίτης, πότε θα την πάρει και αυτήν τελειωτικά; Ναι, θέλω να αποτρελαθώ, να μη νιώθω πια τίποτα, τίποτα. Ζήτω η τρέλα! Το πρωί που φωτάει ο Θεός την ημέρα λες ότι όλοι αυτοί οι θείοι, οι μεγάλοι- όχι σαν και εμένα- αλλά οι υπέροχοι τρελοί, ανεβαίνουν στον θρόνο της κοσμοκρατορίας τους» (1).

Για τους τρόφιμους του Δρομοκαΐτειου, ένας καλός λόγος, ένα πακέτο τσιγάρα, ένας καφές, ένα γλυκό, είναι δώρα πολύτιμα. Ο Πλίνιος, έγραψε: «Οι αρχαίοι Έλληνες πράγματι, ονόμαζαν «δώρον» την παλάμη, εξ ου και 'δώρα' όσα χαρίζουμε, επειδή δίνονται με το χέρι».

Καλές γιορτές.

Υ.Γ. Ο ποιητής Ρώμος Φιλύρας, από το βιβλίο του οποίου είναι το απόσπασμα, εισήλθε στο Δρομοκαΐτειο στις 13 Οκτωβρίου 1927 και παρέμεινε έγκλειστος έως τον θάνατό του, στις 9 Σεπτεμβρίου 1942, δηλαδή δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια. Εκτός από τον Ρ. Φιλύρα, έζησαν εκεί ο Γ. Βιζυηνός ( έγκλειστος έγραψε τον περίφημο στίχο, Μετεβλήθει εντός μου/ κι ο ρυθμός του κόσμου), ο Γεράσιμος Βώκος, ο Μιχαήλ Μητσάκης και πολλοί άλλοι, λιγότερο γνωστοί ή ανώνυμοι.

Σημειώσεις

1. Ρώμος Φιλύρας (1888-18942) : Η ζωή μου εις το Δρομοκαΐτειον Εκδόσεις Καστανιώτη 2007.

EIKONA: Σκίτσο του Ρώμου Φιλύρα καμωμένο από τον επίσης έγκλειστο, ζωγράφο Μ.Μ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ