«Πώς τα πάει ο Αντρέας;» ρώτησα τον πατέρα του όταν ξανάνοιξαν τα σχολεία μετά το πρώτο λοκντάουν. Τα παιδιά με αναπηρίες βαφτίστηκαν ξανά παιδιά με ειδικές ανάγκες την εποχή της πανδημίας για να εξαιρεθούν από την επι-στροφή στο σχολείο μετά την άρση του λοκντάουν (επι-στροφή κι όχι επιστροφή διότι τίποτα πια δεν θα ήταν το ίδιο μετά). Η φυσική επαφή, η αμεσότητα ανταπόκρισης σε φυσικές ανάγκες, η παρενθετικότητα του άλλου σώματος (συμμαθητή/τριας, βοηθού, συνοδού, εκπαιδευτικού), η ανυπακοή της σπαστικότητας στην προβλεπτικότητα των κινήσεων, οι σωματικές ροές, ένα χαμόγελο βρεγμένο με εκροή σάλιου, ο χαλαρός βαθμός κοινωνικοποίησης στη νόρμα του στρατιωτικοποιημένου σώματος: όλα πια επαναξιολογούνται για διαφορετικές ανάγκες προς διαφορετικούς σκοπούς. Αξιολογήσιμα για συμμόρφωση με τα πρωτόκολλα υγιεινής και ασφάλειας κατά της Covid-19, με τους ρυθμούς και τις χρονικότητές τους να διαγιγνώσκονται ως μη ρυθμίσιμα, η επιστροφή τους στο σχολείο μετατράπηκε σε πεδίο κρίσης και απόφασης και μετατέθηκε από την παιδεία στο Υγειονομείο. «Ίντα να κάμει;» απάντησε ο πατέρας του Αντρέα. «Ο Αντρέας τρώει τα νύσια του».
Είναι ένα φθινοπωρινό δειλινό του ύστερου Οκτώβρη, κατά το τέλος της πανδημίας, και κάνουμε βόλτα με τον Μπρούνο σε ένα λοφώδες πάρκο στο Schöneberg. Το γρασίδι είναι κίτρινο. «Δεν βρέχει τα τελευταία χρόνια στο Βερολίνο», λέει ο φίλος μου Άριελ. Η κλιματική αλλαγή και η ανυδρία ξεχάστηκαν στον καιρό της πανδημίας. Δεν φοράμε μάσκες παρόλο που τις μεταφέρουμε σαν περιβραχιόνια όπως παίζουμε με τον Μπρούνο. Ο Μπρούνο μυρίζεται με ενθουσιασμό τον κώλο ενός μικρού μαύρου Λαμπραντόρ που χορεύει γύρω από την ουρά του. Η ιδιοκτήτρια του Λαμπραντόρ έχει εκτείνει το λουρί του στο μέγιστό του άνοιγμα ώστε να μπορούν να παίζουν μαζί τα δύο σκυλιά. «Είναι ώρα να φύγουμε, Μπρούνο». Είναι όταν πια η πράξη έχει τελειώσει και ο νεαρός έχει φύγει που αρχίζει κάποιος να ονειρεύεται τη ζεστασιά του κορμιού του, τη γωνιά του χαμόγελού του, τον τόνο της φωνής του. Είναι η αναπόληση παρά η προσμονή η αισθηματική ερωτική ύλη των ομοερωτικών σχέσεων, παρατηρεί η Χέδερ Λαβ αναπολώντας τον Φουκώ, θεωρητικοποιώντας και αναπολώντας τη σημασία που έχει το οπισθοδρομικό αίσθημα για την κουήρ πολιτική. «Ώρα να φύγουμε, Μπρούνο. Πού είν’ η μπάλα σου;» Ικανοποιημένος να οσμίζεται το Λαμπραντόρ, ο Μπρούνο γυρίζει πάνω-κάτω στο πάρκο παίζοντας με τα άλλα σκυλιά, ξεχνώντας την μπάλα του στα πόδια του παρκαρισμένου στα πόδια της ιδιοκτήτριας του Λαμπραντόρ. Η εντολή «Φέρε, Μπρούνο, φέρε!» αστοχεί μέσα σε μια πληθώρα οσφρητικών διεγέρσεων. Ξεκινώ να φέρω εγώ την μπάλα που ακόμη βρίσκεται στα πόδια του Λαμπραντόρ. Είμαι σε απόσταση δύο μέτρων κι έτοιμη να σκύψω να πάρω την μπάλα όταν η ιδιοκτήτριά του τραβά ξανά και τεντώνει το λουρί στο ένα μέτρο, κοιτάζοντάς με με αγωνία και θυμό που παγώνει. Είναι νεαρή και τα χρυσά μαλλιά της κυματίζουν στο απογευματινό αεράκι. Όπως κι εγώ, φορά τη μάσκα περιβραχιόνιο. «No touch!» διατάζει. (Μα ’μαι εδώ μόνο για να πάρω την μπάλα! Δεν θα σε αγγίξω. Γιατί βρίσκω τον εαυτό μου να σκύβει υπερβολικά, απολογητικά, υποτακτικά στη φωνή, όπως σε τελετή, υιοθετώντας ένα στυλ συμπεριφοράς που δεν είναι δικό μου αλλά ούτε το απαιτεί η στιγμή;)
«No touch!» Ποιος ο λόγος για υπερθεματοποίηση του αρνητικού, του στιγματισμού; Μα διότι, όπως υποστηρίζει η Σέτζγουικ, οι συναισθηματικές αντιδράσεις στο ντρόπιασμα αποτελούν βάση για κουήρ μορφές επιτελεστικότητας. «Ντροπή σου», γράφει. Για να συμπληρώσει: «τόσο αντι-υγιεινά, ευώδη ενθυμητήρια εκείνης της Βαβυλώνιας εξορίας γνωστής ως κουήρ παιδικότητας».
«No touch!» Είναι η ξενότητά μου, επιτηδευμένα αντικατοπτρισμένη σε μένα με μια ντροπιαστική εκφορά λόγου που ρισκάρει ακόμη και τη συμμόρφωσή της με τα σωστά αγγλικά («No touch!», είπε, αντί «Do not touch!») για να με εγκαλέσει ως αποτυχημένο υποκείμενο σεβασμού στην υγιεινή; Είναι που δεν φορώ το εμβολιαστικό μου ιστορικό στο μανίκι μου; Είναι που μιλώ με τον Μπρούνο σε μια άγνωστη σ’ αυτήν γλώσσα; Είναι η ανυπακοή του Μπρούνο στην εντολή «Φέρε»; Είναι που ο φίλος μου Άριελ είναι πούστης και περπατά σαν πούστης στους ρυθμούς ενός λικνίσματος που διαπερνά και τους τρεις μας - τον Άριελ, τον Μπρούνο κι εμένα; Ήταν η ανυπολόγιστή μας χαρά στο πάρκο; Όπως η αηδία, η ντροπή «επιδρά μόνο μετά που κάποιο ενδιαφέρον ή κάποια ευχαρίστηση έχει ήδη ενεργοποιηθεί» [Σέτζγουικ, παραθέτοντας τον Τόμκινς (1963), 612].
Τον λένε Αρτέμη. Άφησε το σχολείο στα δεκαέξι, μαθητεύει σε γκαράζ αυτοκινήτων. Έμενε σπίτι μας για λίγες μέρες. Θα έφευγε πιο νωρίς αλλά έσπασε το αυτοκίνητό του. Πρώτα έμενε κάτω το πίσω τζάμι, τελικά έμεινε όλο το αυτοκίνητο στον δρόμο. Ήρθαν οι φίλοι του να τον πάρουν. Κάποια παιδιά έρχονται μόνο οι φίλοι τους να τα πάρουν. Τους γνέφω να κατεβάσουν το τζάμι. «Ρε, γιατί εν εμβολιάζεστε, ρε; Θέλετε να πεθάνετε τη γιαγιά σας, ρε;» «Κυρία, στην οικογένειά μας εν εμβολιαστήκαμε».
Στη σύντομη ιστορία με τίτλο «Η ιστορία των μαλλιών», η Έμα Ντόναχιου ξαναγράφει το παραμύθι των Αδελφών Γκριμ «Ραπουνζέλ». Το παραμύθι των Γκριμ είναι ωδή και θρήνος για την ετεροφυλική αναπαραγωγική σχέση, για πύργους, για διαβατήρια, και ό,τι συγκολλά τις ασυνέχειες στο τράφικιγκ φύλου: γυναικεία δάκρυα που θρέφουν και θεραπεύουν αντρικά μάτια. Η μαμά δεν κάνει παιδιά, περνούν τα χρόνια, οι προσπάθειες δεν τελεσφορούν, μια μέρα βλέπει από το παράθυρο (μάλλον της κουζίνας) ένα λαχταριστό λάχανο στη γειτονική αυλή, πάει το κλέβει και το τρώει, την τσακώνει η ιδιοκτήτρια που τυχαίνει να είναι και μάγισσα, θα σε συγχωρέσω που έκλεψες κι έφαγες το λάχανό μου, της λέει, αλλά όταν θα γεννήσεις παιδί θα ’ρθω να σου το πάρω. Έτσι κι έγινε. Και το παιδί, που το ονόμασαν Ραπουνζέλ όπως ήταν το όνομα του λάχανου, το άρπαξε η μάγισσα, το κλείδωσε ψηλά σε έναν πύργο να μην το κοντέψει κανείς (μάνα ή γαμπρός το ίδιο). Τα μαλλιά της Ραπουνζέλ όμως μάκρυναν, πολύ, και τ’ άφηνε κάτω να ανεβαίνει πάνω ο πρίγκιπας (πάντα έρχεται ο πρίγκιπας, αλλιώς με τα χρόνια θα σταματούσαν τα κορίτσια να επιθυμούν να έρθει ο πρίγκιπας), τους τσακώνει η μάγισσα και θυμώνει, τον ρίχνει από ψηλά στον πύργο κάτω, μπαίνουν αγκάθια στα μάτια του και τυφλώνεται, τον συναντά η Ραπουνζέλ ξανά στο δάσος, χύνει δάκρυα λύπης, τα μάτια του γιατρεύονται και παντρεύονται.
Η «Ιστορία των μαλλιών» δίνει νέο σπιν στα άκρα των δίπολων που τάχα στην ανεστραμμένη τους μορφή δίνουν απελευθερωτική δύναμη στον φιλελεύθερο φεμινισμό: φως και σκοτάδι, πλάνη και συνειδητοποίηση, παθητικότητα και εμπροθετικότητα. Στην ιστορία της Ντόναχιου η Ραπουνζέλ ήταν ήδη τυφλή σαν τυφλοπόντικας και πριν να υπάρξει ποτέ πύργος ζούσε σε μια πετρόκτιστη καλύβα κοντά σε ένα εγκαταλελειμμένο ορυχείο. Θα μπορούσε να ’ταν στο Μιτσερό παρόλο που τοπία εξορυκτικής εγκατάλειψης είναι κι εκεί που ήταν ένα σχολείο που πήγαιναν παιδιά μεταναστών στην καρδιά της παλιάς πόλης και τώρα εκεί θα γίνονται πιο ωφέλιμα και υψηλά πράματα από πιο ωφέλιμους και καθαρούς ανθρώπους. Δεν θυμάται τίποτε από την παιδική της ηλικία εκτός από τη σκουριά στην πόρτα και το χοιρινό λίπος σε μια φίζα. Οι ανάγκες και τα μέσα ικανοποίησής τους είναι παράταιρα. Κρύωνε, η μάγισσα της έφερνε μια κούπα γάλα να πιει από ένα πρόβατο που ’χε χαθεί στο δάσος. «Μακάρι να μπορούσα να ζούσα ψηλά εκεί στο φως», έλεγε η Ραπουνζέλ, και της απαντούσε η μάγισσα τροφός, «τι το θέλεις το φως αν δεν μπορείς να δεις;» «Μου αρέσει η αίσθησή του στο πρόσωπό μου», απαντούσε η Ραπουνζέλ.
Αλλά εκείνος πάλι ήρθε. Κι εκείνη πάλι γοητεύτηκε και τον έβαλε μέσα κι ανάμεσά τους. Μόνο που ήταν ψέματα. Η μάγισσα τροφός έκανε τον πρίγκιπα για να τεστάρει πόσο πιστή της ήταν η Ραπουνζέλ. Κι η Ραπουνζέλ την πούλησε. Μα κι η μάγισσα τροφός πούλησε τη Ραπουνζέλ. Δεν ξεγελάς την αγάπη, δεν ασφαλειοποιείς την προσωπική επαφή. Θυμωμένη η Ραπουνζέλ, έριξε κι έσπασε την κούπα όπου η μάγισσα τροφός της έφερνε γάλα από το πρόβατο που χάθηκε στο δάσος. Θραύσματα από το αγγείο πετάχτηκαν στα μάτια της μάγισσας. Τυφλή, στα πόδια του πύργου που έκτισε, όχι για να την κλειδώσει αλλά για να ικανοποιήσει την επιθυμία της εκείνη να ανεβαίνει ψηλά πάνω και να νιώθει στο πρόσωπό της το φως, την εκλιπαρούσε για χάδι. Στην οικογένειά τους δεν εμβολιάστηκαν. Η αναπηρία της Ραπουνζέλ δεν έγινε ασθένεια. Καμία από τις δύο δεν διέταξε την άλλη «πήγαινε, φέρε». Παίζανε γάλα κι όχι μπάλα. Η διαγενεαλογική αγάπη δεν είναι εκβιαστική ή ανταλλακτική. Τα δάκρυα δεν αποκαθιστούν βλάβες και μαζί ένα λαμπρό μέλλον αλλά θρέφουν ανθεκτικότητα με αμφίβολο το μέλλον. Η ιστορία τελειώνει έτσι:
Πήρα το κεφάλι της στο στήθος μου κι έκλαψα πάνω της, αλάτι στα τραυματισμένα της μάτια. Ήταν ο μόνος τρόπος να τα καθαρίσω. Δεν ήξερα αν θα θεραπεύονταν ή αν θα έπρεπε να μάθει πια τον κόσμο από μένα. Μείναμε εκεί, περιμένοντας να δούμε τι θα βλέπαμε.
Αναπληρώτρια καθηγήτρια, Πανεπιστήμιο Κύπρου