Ένας από τους πιο αγαπημένους κωμικούς της Γαλλίας αλλά και της Ελλάδας, ειδικά τις δεκαετίες του ‘60 και ‘70, που είχε χαρακτηριστεί, όχι άδικα, ο «άνθρωπος με τα 40 πρόσωπα το λεπτό». Μπορεί σήμερα το όνομα του Λουί ντε Φινές, να μη λέει και πολλά στους νεώτερους, αλλά οι παλαιότεροι και μόνο στο άκουσμά του συγκινούνται, όταν ανακαλούν στη μνήμη τους τα γέλια που τους χάρισε, τις μαγικές βραδιές στα θερινά σινεμά, όταν έπαιρνε ανάλαφρες κωμωδίες, πολλές φορές απλοϊκές, χωρίς ιδιαίτερη βαρύτητα και με τη χαρισματική ξεκαρδιστική ερμηνεία του κατάφερνε να τους δίνει πολύ μεγαλύτερη αξία, να γίνονται σημείο αναφοράς για το είδος,
Ο Λουί ντε Φινές, που χάσαμε πρόωρα πριν 40 χρόνια (27 Ιανουαρίου 1983) έμεινε σχεδόν άγνωστος στην αμερικάνικη και γενικότερα στην αγγλόφωνη «αγορά», καθώς η γαλλική κωμωδία είχε ιδιαιτερότητες, δεν έδινε το αστείο στο πιάτο, το χιούμορ ήταν σχετικά δυσνόητο για έναν Αμερικάνο, ενώ «έπαιζε» με τις λεπτομέρειες σε συνδυασμό με την ιδιομορφία της γαλλικής γλώσσας και το κωμικό στοιχείο. Κάτι στο οποίο ο Λουί ντε Φινές ήταν ανεπανάληπτος, αφού μπορούσε να κάνει θαύματα με το πρόσωπό του, αλλά και με το σώμα του.
Ο Λουί και ο «Θανάσης μας»
Στην Ελλάδα αγαπήθηκε ίσως όπως κανένας άλλος ξένος ηθοποιός και λόγω της ενέργειας του και της υπερκινητικότητάς του, πολλές φορές χαρακτηριζόταν ως “ ο Θανάσης Βέγγος της Γαλλίας», ενώ το σωστό θα ήταν για τον αγαπημένο Έλληνα ηθοποιό ο «Έλληνας Λουί ντε Φινές». Και αυτό διότι μπορεί να είχαν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, θετική ενέργεια, υπερκινητικότητα, απίστευτες και αγαπησιάρικες φατσούλες, το σήμα κατατεθέν της φαλάκρας, αλλά ο Γάλλος κωμικός αφενός προηγήθηκε του «Θανάση μας» και αφετέρου, όποιος παρατηρήσει με προσοχή θα καταλάβει ότι ο Έλληνας ηθοποιός είχε μελετήσει ορισμένες τεχνικές του ντε Φινές. Ωστόσο, η τεράστια διαφορά μεταξύ τους ήταν ότι ο Λουί Ντε Φινές κατά βάση ερμήνευε κακότροπους χαρακτήρες, σατιρίζοντας καυστικά αλλά και με μία μοναδική γλυκύτητα τον ιδιότροπο, τον συμφεροντολόγο, τον ρατσιστή, τον αμοραλιστή, τον λευκό καθολικό, τον παραδόπιστο και όλους αυτούς που χαρακτήριζαν μια σοβαρή μερίδα της γαλλικής κοινωνίας, ενώ ο Βέγγος σχεδόν πάντα τον καλοσυνάτο, αγαθό βιοπαλαιστή, έναν άγιο άνθρωπο, όπως ήταν και στην προσωπική του ζωή.
Ο Φουφού και τα καλαμπούρια του
Κάπως έτσι ήταν και ο Λουί ντε Φινές, αν και είχε διαφορετική αφετηρία στη ζωή του. Εν αντιθέσει, με τον Βέγγο, που ήταν παιδί ενός κομμουνιστή και γνώρισε από την καλή και την ανάποδη τις διώξεις και τη φτώχεια, είχε μια εύκολη ζωή, γεννήθηκε μέσα στα πλούτη. Γεννήθηκε στις 31 Ιουλίου 1914 στο Κουρμπεβουά από γονείς που ανήκαν στην αριστοκρατία. Ο Φουφού, όπως τον φώναζαν χαϊδευτικά, από μικρός ήταν πολυπράγμων, κάτι που κληρονόμησε από τον χαρακτήρα της εκφραστικής και με έντονη ιδιοσυγκρασία μητέρα του. Ξεκίνησε από μικρός το πιάνο, μίλαγε γλώσσες, του άρεσε η ζωγραφική και έμπλεκε πάντα σε περιπέτειες. Θα μπει στην Ανώτερη Σχολή Βυρσοδεψίας απ’ όπου θα αποβληθεί για τους τσακωμούς του. Θα σταλεί στην εθνική ανώτατη σχολή φωτογραφίας και κινηματογράφου, απ’ όπου θα εκδιωχθεί το 1933, λόγω μιας φάρσας που έκανε προκαλώντας πυρκαγιά!
Τα δύσκολα χρόνια
Τα χρόνια της ευμάρειας θα μείνουν πίσω και η συνέχεια θα είναι πρωτόγνωρα δύσκολη για τον ντε Φινές. Θα εργαστεί περιστασιακά σε διάφορες δουλειές, από μαθητευόμενος φωτογράφος μέχρι εργάτης, απ’ τις οποίες θα απολυθεί, δεδομένου ότι ουδείς από τους εργοδότες του άντεχαν τα καλαμπούρια του και τις μικρές του εργασιακές αποδόσεις. Παρά ταύτα, ο 22χρονος Λουί θα παντρευτεί το 1936 την πρώτη του σύζυγο, Ζερμαίν Λουίζ Ελοντί Γκαρογιέ, με την οποία θα αποκτήσουν έναν γιο. Το 1942 θα χωρίσουν, ενώ κάποια στιγμή, μέσα στην κατοχή, θα καταφέρει να βρει μια μόνιμη δουλειά, ως πιανίστας σε καμπαρέ. Παράλληλα, συνέχισε και τις μουσικές σπουδές του, πιστεύοντας ότι ένας κοντός, φαλακρός άσχημος είναι δύσκολο να γίνει ηθοποιός. Το 1943 θα παντρευτεί και τη δεύτερη σύζυγό του, την Ζαν Μπαρτελεμί ντε Μοπασάν, εγγονή του Γκι ντε Μοπασάν, με την οποία θα αποκτήσει ακόμη δυο παιδιά.
Ο επίμονος κωμικός
Ο Λουί ντε Φινές θα πατήσει το θεατρικό σανίδι στις αρχές της δεκαετίας του ‘40, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία και το 1945 θα παίξει για λίγα δευτερόλεπτα στην πρώτη του ταινία. Θα συνεχίσει με ρολάκια άνευ σημασίας σε πάνω από 50 ταινίες για μια δεκαετία, ενώ θα κάνει και μεταγλωττίσεις σε ταινίες και κυρίως του ιερού τέρατος της ιταλικής κωμωδίας Τοτό. Με τεράστια υπομονή και επιμονή το 1956 θα καταφέρει να παίξει, ένα μικρό αλλά χαρακτηριστικό ρόλο ενός χασάπη, στην επιτυχία «La Traversée de Paris» του Κλοντ Οτάν Λαρά, δίπλα στους Ζαν Γκαμπέν και Μπουρβίλ. Το 1958 θα πρωταγωνιστήσει, επιτέλους, στην ηθογραφία «Ni vu, ni connu» του Ιβ Ρομπέρ και η κριτική θα κάνει λόγο για τον καλύτερο κωμικό της γενιάς του.
«Ο Χωροφύλακας του Σεν Τροπέ»
Σιγά σιγά ο Λουί ντε Φινές θα γίνει όνομα και το 1964 θα έρθει η ώρα για την κωμωδία «Ο Χωροφύλακας του Σεν Τροπέ», η οποία θα τον κάνει διάσημο. Κρατώντας τον ρόλο ενός αρνητικού χαρακτήρα, ενός συκοφάντη, καιροσκόπου χωροφύλακα, ο ντε Φινές θα κερδίσει το κοινό. Θα ακολουθήσουν ακόμη πέντε ταινίες με τον «Χωροφύλακα του Σεν Τροπέ», με την τελευταία ένα χρόνο πριν το θάνατό του. Την ίδια περίοδο θα ξεκινήσει και το κεφάλαιο του «Φαντομά», μαζί με τον Ζαν Μαρέ, ενώ το 1965 θα παίξει μαζί με τον Μπουρβίλ στην τεράστια εμπορική επιτυχία «Ένα Έξυπνο Κορόιδο», μια τρελή κωμωδία, απ’ τις ελάχιστες που προβλήθηκαν σε αγγλόφωνες χώρες.
Λίγα λεπτά είναι αρκετά
Το 1966 θα είναι μια σημαντική χρονιά για τον Λουί ντε Φινές, καθώς θα πρωταγωνιστήσει, μαζί με τον Μπουρβίλ και τον Τέρι Τόμας, στην εξαιρετική αντιπολεμική κωμωδία «Η Μεγάλη Απόδραση» του Ζεράρ Ουρί, το πρώτο φιλμ για τη γερμανική κατοχή στη Γαλλία, έπειτα από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μια τεράστια καλλιτεχνική και εισπρακτική επιτυχία. Ο ντε Φινές στο ρόλο ενός αρχιμουσικού, ειδικά στις αρχές της ταινίας, μέσα σε λίγα λεπτά θα σμπαραλιάσει την έπαρση και τη μεγαλομανία των καλλιτεχνών, αποδεικνύοντας την υποκριτική του ιδιοφυΐα. Ειδικά στη σκηνή που θα βρεθεί μόνος απέναντι στον καθρέφτη και βγάζει την περούκα του διευθυντή ορχήστρας, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και εφάμιλλος του Τοτό ή ακόμη και του Πίτερ Σέλερς. Απίστευτος!
Μόνο επιτυχίες
Η συνέχεια θα είναι εξαιρετικά αποδοτική, καθώς θα ακολουθήσουν εξαιρετικές επιτυχίες. Μερικές μόνο απ’ αυτές είναι η θεοπάλαβη φαρσοκωμωδία «Εγώ, 2 Γυναίκες, 3 Βαλίτσες», που έπαιζε για χρόνια με επιτυχία στο θέατρο, το ξεκαρδιστικό «Grand restaurant», το κομμένο και ραμμένο πάνω του, «Ο Άνθρωπος Ορχήστρα», με τον τίτλο να τα λέει όλα για την ασύλληπτη ερμηνεία του, καθώς και το καυστικό για τον λευκό καθολικό και ρατσιστή Γάλλο «Οι Τρελές Περιπέτειες του Ραμπί Ζακόμπ».
Ευγνωμοσύνη
Ο Λουί ντε Φινές, που δεν σταμάτησε να παίζει στο θέατρο, παρά την τεράστια επιτυχία του στο σινεμά, θα πληγεί το 1975 από ένα έμφραγμα, το οποίο θα τον περιορίσει για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα σε ένα κάστρο του 17ου αιώνα στη Ναντ, όπου αφοσιώθηκε στις τριανταφυλλιές του και στην οικογένειά του. Όμως, με κάθε ευκαιρία εμφανιζόταν στο θέατρο, ενώ επιβάρυνε πολύ την υγεία του και η τελευταία του ταινία, η έκτη, με ήρωα τον «Χωροφύλακα του Σεν Τροπέ».
Ο Λουί ντε Φινές, θα πεθάνει πρόωρα σε ηλικία 69 ετών, έχοντας πάντα την απορία για την τεράστια επιτυχία του και ευγνωμοσύνη προς τις λαϊκές μάζες για τη λατρεία που του έδειχναν, ενώ εν αντιθέσει με τους ρόλους του, υπήρξε σεμνός και χαμηλόφωνος. Ήταν ένας απίθανος γελωτοποιός, που έκανε κομμάτια όλα τα στερεότυπα, σκίζοντας, με μία πρωτοφανή διακριτικότητα, όλα τα κακώς κείμενα της γαλλικής κοινωνίας, με την ερμηνευτική του πλαστικότητα, τη φούρια του και την αεικίνητη φιγούρα του. Ήταν ο άνθρωπος που μας χάρισε το γέλιο, θεράπευσε για χρόνια τα βάσανα και τους καημούς των απλών ανθρώπων, ένας μέγας κωμικός που πρέπει να ανακαλύψουν οι νεώτεροι.
(ΣΣ: Φωτογραφία από την ταινία «Οι Τρελές Περιπέτειες του Ραμπί Ζακόμπ»)
Χ. Αναγνωστάκης
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ