Του Πήτερ Εραμιάν/ Μετάφραση από τα αγγλικά: Δέσποινα Πυρκεττή
Τα Sessions είναι ένα πρόγραμμα κουήρ δράσεων, από ζωντανή μουσική, μέχρι ποίηση, παραστάσεις, συζητήσεις, εργαστήρια, πάρτι και προβολές. Από τον Οκτώβρη μέχρι και τον Δεκέμβριο 2022, μια σειρά αλληλένδετων παρουσιάσεων και μια εγκατάσταση μετέτρεψαν τη Σαπφούς 6 στην Παλιά Πόλη Λευκωσίας (πρώην DriveDrive) σε ένα κουήρ στέκι πειραματισμού με τις λειτουργίες της ανταλλαγής, της συμμετοχής και της παρακολούθησης. Στον χώρο δημιουργήθηκε ένα σαλόνι και μπαρ με ροφήματα και σνακς. Κάτω στο υπόγειο, σχεδιάστηκε μια σκηνή 15μ2 μετά από πρόσκληση του εικαστικού Παναγιώτη Μιχαήλ στον Δημήτρη Χειμώνα να χρησιμοποιήσει τα 15μ2 με όποιον τρόπο επιθυμεί. Κάποτε ένα μονοπάτι προς το οικογενειακό σπίτι του Μιχαήλ που δεν χτίστηκε ποτέ λόγω των γεγονότων του 1974, φιλοξένησαν περισσότερες από 25 δράσεις, σε συνεργασία με περισσότερους από 50 ντόπιους καλλιτέχνες και κολλεκτίβες, σε επιμέλεια και διοργάνωση του Δημήτρη Χειμώνα και του Λεξ Γρηγορίου. Τα Sessions ολοκλήρωσαν τον πρώτο κύκλο ζωής τους με τη σόλο έκθεση και περφόρμανς μακράς διαρκείας της Έλενας Σαββίδου, Club Nostalgia, στον άδειο πλέον χώρο στη Σαπφούς 6. Για το τέλος, συλλεκτικά zines εκτυπώθηκαν, καταγράφοντας όλα αυτά που συνέβησαν τους τελευταίους μήνες εν αναμονή του επόμενου κύκλου λειτουργίας.
Τα πιο κάτω είναι βασισμένα σε συνέντευξη με τον Δημήτρη Χειμώνα και τον Λεξ Γρηγορίου, που πραγματοποιήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 2022 στην Κρατική Πινακοθήκη Σύγχρονης Τέχνης (ΣΠΕΛ). Επιπρόσθετο υλικό προέρχεται από συζήτηση της προηγούμενης μέρας, σε αυτοκίνητο καθ' οδόν προς τη Λεμεσό, ανάμεσα στους τακτικούς θαμώνες των Sessions, Garose, Χρύσω Κοσμά και Δημήτρη Σιαμμά.
Είναι φορές που ορισμένα γεγονότα προκαλούν τόσο βαθιά συνειδησιακή μετατόπιση, ώστε να οριοθετούν ένα «πριν» και ένα «μετά», μια χρονική ρήξη με τις παραμέτρους του πραγματικού. Όσα όντως βιώνουν αυτή τη ρήξη, ξέρουν ότι θα είναι οριστική, όπως πιστοποιούμε πολλά από εμάς που παρακολουθήσαμε τα Sessions.
Μια από τις φράσεις που αντηχούσαν κατά τη διάρκεια των Sessions ήταν ο ασφαλής χώρος (safe space). Ο χώρος ήταν ασφαλής, κατ’ αρχάς, για τα μέλη των κοινοτήτων ΛΟΑΤΚΙ+, προκειμένου να συναθροιστούν, να αισθανθούν ότι ανήκουν και να γιορτάσουν την ιδιότητα του κουήρ χωρίς φόβο ή ντροπή. Κατά δεύτερον, ο χώρος ήταν ασφαλής για καλλιτέχνες, ποιητές, περφόρμερ, μουσικούς, στοχαστές και άτομα με την περιέργεια να συνδιαλεχθούν με τον όρο κουήρ και να τον αντιληφθούν ως μια ριζοσπαστική κοσμοθεωρία, ως τρόπο δημιουργικότητας, αλλά και ως πολιτική στάση. Όλο αυτό συνδέεται με έναν άλλο όρο που ακούγεται κατ’ επανάληψη, τον όρο ανάγκη. Σε κάποια από εμάς δεν ήταν φανερό το πόσο μεγάλη ανάγκη είχαμε αυτόν τον χώρο –ώσπου ήρθε η στιγμή που τον ζήσαμε. Για άλλα μάλιστα, ήταν κάτι περισσότερο από ανάγκη· ήταν κάτι επείγον, ζήτημα ζωής και θανάτου, ψυχικής υγείας και παράνοιας, ευημερίας και απόγνωσης. Αυτές οι ανάγκες και αυτά τα επείγοντα δεν αποτυπώνονται in vitro ως αφηρημένες έννοιες, δεν υπάρχει ο διαχωρισμός της κριτικής απόστασης. Η αξίωση και το κάλεσμα υλοποιούνται in vivo, διά ζώσης, αφού είναι η ίδια η χειροπιαστή εμπειρία των Sessions. Η δημιουργία ενός ασφαλούς χώρου και η αναγνώριση του επείγοντος, μαζί με την αποκάλυψη στρωμάτων από υπνώττουσες ανάγκες, η καταλυτική δράση και η ζύμωση αυτών των αναγκών είναι η πρώτη πολιτική πράξη που υλοποίησαν τα Sessions.
Όμως, τι θα πει Sessions; Αντί να αποδώσουμε τον όρο στο πλαίσιο της κοινότητας, μιλώντας για έναν αφηρημένο αριθμό ατόμων, μάλλον είναι προσφορότερο να τον αναλογιστούμε ως συλλογική ανοσία, επινεύοντας στο σώμα μας. Μέσα στα δύο χρόνια που διήρκησαν τα μέτρα κατά του Covid-19, όταν ακόμη και μια χειραψία έμοιαζε επισφαλής, το ανοσοποιητικό σύστημα ενός ατόμου ήταν αποκλεισμένο από το ανοσοποιητικό του άλλου. Ήταν μια εποχή κανονικοποίησης της αποστείρωσης και της κοινωνικής απόστασης. Όταν όμως εξωθηθεί στα άκρα, η αποστείρωση ενδέχεται να οδηγήσει σε ανησυχητικές κοσμοθεωρίες που διαχωρίζουν αυτό που θεωρείται καλό, εξυγιασμένο, τακτοποιημένο, διατεταγμένο, εύσχημο και λογικό, από αυτό που θεωρείται κακό, βρόμικο, χαώδες, άτακτο, άσχημο και παράλογο, κι αυτό γίνεται με τρόπο που ενισχύει επικίνδυνες συμπεριφορικές διακρίσεις. Στο πλαίσιο των Sessions, ενθαρρυνόμαστε να ανοιχτούμε και να αγκαλιαστούμε, να φιληθούμε, να πηδηχτούμε, να ιδρώσουμε, να τριφτούμε, να χορέψουμε, να αγγιχτούμε, να γευτούμε, να μυριστούμε, να ακούσουμε και να εκφραστούμε αναπολογητικά· να αναστατώσουμε το ανοσοποιητικό μας σύστημα, να ενστερνιστούμε τη διαφορά, να ενδυναμώσουμε ο ένας τον άλλο και να ενισχύσουμε τη συλλογική μας ανοσία εκστατικά, χαρούμενα.Η υπέρβαση των ενδοιασμών που είχαν κατακαθίσει μέσα μας κατά τη διάρκεια της πανδημίας και η συλλογική επανενεργοποίηση του ανοσοποιητικού μας συστήματος είναι η δεύτερη πολιτική πράξη που υλοποίησαν τα Sessions.
Οι ελάχιστοι δημόσιοι χώροι στη Λευκωσία όπου μπορούσαν ακόμη να συγκεντρωθούν ριζοσπαστικές υποκουλτούρες, κοινότητες κουήρ και διαφορετικές κοινωνικές ομάδες –τα τελευταία προπύργια, δηλαδή– όπως η Πλατεία Φανερωμένης, υπόκεινται τώρα σε διαδικασίες περίφραξης, κατάληψης και εποπτείας από δυνάμεις εξευγενισμού εκ των άνω προς τα κάτω, και από «έξυπνες» πολεοδομικές πρωτοβουλίες. Το βασικό κόστος ζωής και ενοικίασης έχει ανέβει τόσο πολύ, που ο χώρος και ο χρόνος έχουν καταστεί πολυτέλεια, ενώ η διαφθορά θριαμβεύει και ο πλούτος συσσωρεύεται αναίσχυντα ανάμεσα στην ελίτ. Μία από τις ενέργειες από τις οποίες εμπνεύστηκαν τα Sessions ήταν το κίνημα «Ως Δαμέ», το οποίο απέδειξε ότι η άρνηση δεν είναι μόνο εφικτή αλλά και απαραίτητη. Αρκετά πια! Αφού λοιπόν δηλωθεί μια τέτοια άρνηση, χαράζεται μια γραμμή και καλούμαστε να πάρουμε τα πράγματα στα χέρια μας, αρνούμενοι να επανέλθουμε στην τάξη. Κάτι τέτοιο δημιουργεί δυσαρμονία (α-ταξία) που καταρρίπτει ιεραρχίες και διαιρέσεις, απορρίπτοντας το λογικό και το λογιστικό, το «στεγασμένο» και τοποθετημένο, εξωθώντας τα πράγματα σε κίνηση-απόδραση-φυγή, και διανοίγοντας νέες συζητήσεις και διαθέσεις, καθώς και νέα ενδεχόμενα που μέχρι τότε ήταν απρόσιτα. Πάνω απ’ όλα, αναδεικνύει το γεγονός ότι πράγματι έχουμε το ένα το άλλο. H άρνηση για επιστροφή στην τάξη και το άδραγμα της πρωτοβουλίας είναι η τρίτη πολιτική πράξη που υλοποίησαν τα Sessions.
Προκειμένου να προφυλαχθεί η ριζοσπαστικότητα από την αναπόφευκτη κόπωση και απόγνωση και να συντηρηθεί η δυσαρμονία, διατηρείται μια ρυθμική έκσταση που γιορτάζει και ενισχύει την α-ταξία, μετουσιώνοντας τον θυμό και την αγανάκτησή μας. Ετυμολογικά, «έκσταση» θα πει να σταθείς εκτός εαυτού, να υπερβείς το σώμα λόγω υπέρτατου ενθουσιασμού. Το «σώμα» που υπερβαίνεται στο πλαίσιο των Sessions δεν είναι το βιολογικό σώμα –το οποίο, αντιθέτως, τιμάται– αλλά το ατομικευμένο βιοπολιτικό σώμα-ταυτότητα, ο αφηρημένος εαυτός, ένα συνονθύλευμα εμπορευματοποιημένων πληροφοριών (όνομα, επάγγελμα, εθνικότητα, φύλο, τάξη κ.ά.) Η αποχή από το σώμα-ταυτότητα καταρρίπτει τους φραγμούς και εξανεμίζει το εγώ, επιτρέποντας ανενδοίαστες συναντήσεις και, εν τέλει, μέθεξη. Η έκσταση, όπως και τα καθαρτικά, μας ανακουφίζει από τις καταπιεσμένες, συμφορητικές επιθυμίες που είναι «κακές διά την κοιλίαν», δυσκοίλιες, λόγω της δυσκαμψίας του σώματος-ταυτότητας. Ερχόμενο στα Sessions, έχεις την αίσθηση ότι υπογράφεις συμβόλαιο να αφήσεις την ταυτότητά σου στην πόρτα και να είσαι ο εαυτός σου, ο ρευστός και ευάλωτος εαυτός που κείτεται κάτω από τις κοινωνικές κατασκευές, ο διονυσιακός εαυτός που είναι ανόητος, άτσαλος, βρόμικος, μπερδεμένος, αρρύθμιστος, παράξενος, κακόφωνος και έξαλλος. Όπως και η τζαζ, ο αυτοσχεδιασμός και ο θόρυβος, έτσι και οι άτακτοι/ταραχτικοί ήχοι της κακοφωνίας και της εξαλλοσύνης, μάς υπενθυμίζουν ότι η επιθυμία μας για αρμονία είναι αυθαίρετη, ότι υπάρχει κάτι άγριο πέρα από τις κανονιστικές δομές που κατοικούμε. Η έκσταση που αποξηλώνει τον εαυτό-ταυτότητα και προκρίνει τη δυσαρμονία είναι η τέταρτη πολιτική πράξη των Sessions.
Ως δημιουργικό και διανοητικό εγχείρημα, τα Sessions είναι αποτέλεσμα ενδελεχούς επιμέλειας, μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια. Τα πάντα είναι επιλεγμένα πολύ προσεκτικά: από τον περίτεχνο φωτισμό, τα μαλακά, ακροειδή γλυπτά των Εύα και Μπελίντα Παπαβασιλείου, που αποτείνουν φόρο τιμής στη Βαυβώ, την Ελληνίδα θεά του κεφιού και της σεξουαλικότητας, ενώ ταυτόχρονα λειτουργούν ως μαξιλαροειδή κοινοτικά παγκάκια, μέχρι το πληθωρικό, εύσαρκο υπόγειο αμφιθέατρο, τις σαγηνευτικές ανακοινώσεις πριν από κάθε περφόρμανς («παρακολουθούμε, εκτιμούμε, χειροκροτούμε»), τους πανηγυρικούς εναρκτήριους λόγους, ως τις χαριτωμένες εσωτερικές εγκαταστάσεις και τα φυτά. Το αποτέλεσμα είναι ένα περιβάλλον τύπου γαλλικού καμπαρέ, που αποπνέει άνεση, εγκαρδιότητα και φιλοξενία, αλλά είναι ταυτόχρονα συναρπαστικό, τολμηρό και σέξι· ένας τόπος κουήρ έκστασης με αδιάκοπο πρόγραμμα, που περιλαμβάνει τόσο προσχεδιασμένες όσο και αυθόρμητες αναγνώσεις ποίησης, εργαστήρια, περφόρμανς, ομάδες μελέτης, DJ sets, πάρτι και πολλά άλλα, λειτουργώντας σαν αισθητηριακή καρδιομετατροπή, σαν τρόπος μελέτης που σοκάρει και εξωθεί τις αισθήσεις μας σε μια τεταμένη κατάσταση σωματικής, συναισθηματικής και διανοητικής ευφορίας. Εδώ, οποιαδήποτε διάκριση ανάμεσα σε περφόρμερ και κοινό καταρρέει κάτω από το βάρος του μαζικού παραληρήματος.
Μεθοδολογικά, η έννοια της πρόβας είναι ιδιαίτερη σημαντική για τα Sessions. Η πρόβα ως πνευματική κατάσταση όπου μπορεί κάποιο να πειραματιστεί όντας παιγνιώδες και φιλοπερίεργο, χωρίς να πολυπαίρνει στα σοβαρά τον εαυτό του, να είναι δηλαδή άλλος, και με αυτόν τον τρόπο να ενεργοποιήσει τις φαντασιώσεις του και να ανακαλύψει κάτι καινούργιο και έξ-αλλο για τον εαυτό του. Πρόκειται για μια εξαλλοσύνη που αντί να επιχειρεί να επανορθώσει το ραγισμένο «είναι», συντάσσεται με τις ρωγμές του, κατοικώντας το παράλογο και απορρίπτοντας τη διάκριση ανάμεσα σε θόρυβο και μουσική, έκφραση και γνώση, πόνο και αλήθεια. Κρατάει την αρμονία σε απόσταση ασφαλείας και επαγρυπνεί ενάντια σε κάθε μορφή κυνισμού. Είναι ακριβώς σε αυτή τη συχνότητα που θριαμβεύει η εμπιστοσύνη, η ειλικρίνεια, η μέθεξη, η ενσυναίσθηση και η αγάπη, εδώ όπου μπορούμε να παραχωρήσουμε ο ένας στον άλλον τον χώρο και τον έπαινο που χρειάζεται για να συμπεριφερθεί σαν μωρός χωρίς ίχνος ντροπής ή ειρωνείας, για να εγκολπωθεί τον ακατέργαστο συναισθηματισμό δίχως φόβο ότι θα ρεζιλευτεί. Αυτή η ενδυνάμωση για να υπερβείς την ντροπή, να είσαι περήφανα ειλικρινής και θαρραλέα ευάλωτος, είναι η πέμπτη πολιτική πράξη που υλοποίησαν τα Sessions.
Σε ανάρτηση του καλλιτέχνη και ποιητή Χρίστου Κυριακίδη στα ΜΚΔ, ημερομηνίας 13 Σεπτεμβρίου 2022, η πιο κάτω δήλωση παρουσιάζεται χειρόγραφη, με μολύβι: «You are the memory this land is developing» («Είστε η μνήμη που αναπτύσσει αυτός ο τόπος»). Η αθρώα ανταπόκριση εκατοντάδων ενθουσιωδών θαμώνων χρειάζεται να πιστωθεί στα Sessions ως μεγάλο μέρος της επιτυχίας τους, αλλά και ως μαρτυρία της συναρπαστικής στιγμής που ζούμε. Ακόμη, τα Sessions δεν θα μπορούσαν να γίνουν αν δεν προηγούνταν πολλές κολλεκτίβες και κοινότητες που εδώ και χρόνια λειτουργούν ενεργά ως φυτώρια και δίκτυα για κουήρ άτομα, για ηχητικούς καλλιτέχνες, μουσικούς, περφόρμερ, εικαστικούς, ποιητές, ακτιβιστές και ριζοσπάστες. Κατά τη διάρκεια των πρώτων τριών μηνών δράσης τους, τα Sessions απέδειξαν τη δέσμευσή τους να συνεχίσουν να συγκαλούν αυτά τα δίκτυα και να γιορτάζουν τη ζωή σ’ αυτό το νησί. Αυτή η δέσμευση είναι η έκτη πολιτική πράξη που υλοποίησαν τα Sessions.
«Τελειώνει με αγάπη, συνδιαλλαγή, συντροφικότητα. Τελειώνει όπως αρχίζει, με κίνηση, ανάμεσα σε διάφορους τρόπους του είναι και του ανήκειν και καθοδόν προς νέες οικονομίες προσφοράς, μετάληψης, ύπαρξης με και για· τελειώνει... καθοδόν προς ένα εντελώς διαφορετικό μέρος». Jack Halberstam, The Wild Beyond: With and For the Undercommons.