Η Κύπρος, όπως η Κρήτη και τα άλλα νησιά, είναι ένα ευμέγεθες νησί με εκτεταμένη περίμετρο.
ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΔΙΑΤΑΓΗ, 1721
Πώς μπορεί ένα νησί να είναι χερσαίο; Ένα νησί μπορεί να προσληφθεί ως χερσαίο με δύο τρόπους: (α) όταν η σχέση του με τη θάλασσα δεν είναι τόσο στενή, με αποτέλεσμα οι άνθρωποί του να είναι περισσότερο στραμμένοι στη στεριά, και (β) όταν οι δεσμοί του με το ηπειρωτικό πλαίσιο που το περιβάλλει είναι αρκετά πυκνοί, ώστε να δημιουργούν μια νοητή σύνδεση που το εντάσσουν σε μια χωρική κατηγορία μεταξύ νησιού και χερσονήσου. Όχι ακριβώς νησί ούτε ακριβώς χερσόνησος, τουλάχιστον στο πλαίσιο μιας νοητής γεωγραφίας, ο διαχωρισμός των ετυμολογικών συστατικών της λέξης – χερσαίο νησί – αποδίδει αυτόν τον διττό χαρακτήρα της διασύνδεσης με τον ηπειρωτικό χώρο και της σχετικής αυτονομίας που ο θαλάσσιος διαχωρισμός διευκολύνει.
Μέσα από το παράδειγμα της Κύπρου, το βασικό επιχείρημα του βιβλίου είναι ότι η γεωγραφία δεν είναι ούτε προφανής ούτε αυτονόητη. Ένα βουνό ή ένα ποτάμι, για παράδειγμα, δεν έχει μονοσήμαντη χροιά, και ο βαθμός στον οποίο διευκολύνουν ή θέτουν όρια στην ανθρώπινη δραστηριότητα αλλάζει ανάλογα με τις διαθέσιμες τεχνολογικές δυνατότητες στη μία ή στην άλλη συγκυρία. Η σημασία της γεωγραφίας μεταβάλλεται στον χώρο, στον χρόνο και στο γεωπολιτικό πλαίσιο. Ένα νησί δεν είναι απλώς ένα κομμάτι γης που περιβάλλεται στο σύνολό του από το υδάτινο στοιχείο. Οργανικό κομμάτι του περιβάλλοντά της χώρου και ταυτόχρονα μια ξεχωριστή μικροοικολογία, η Κύπρος –και εν γένει το κάθε νησί– πρέπει να μελετηθεί σε όλες τις εκφάνσεις της διασύνδεσης και της αποκοπής, αλλά και των υπόλοιπων χωρικών ιδιοτήτων που περιλαμβάνει η νησιωτικότητα και η δυναμική και κυμαινόμενη σχέση μεταξύ θάλασσας και στεριάς που αυτή περιλαμβάνει. Το προσφάτως βραβευμένο μυθιστόρημα της Λουίζας Παπαλοΐζου, Το Βουνί (2020), όπως και το αρκετά παλαιότερο Αρχιπέλαγος: είκοσι χρόνια γεννητούρια (2002) του Χριστάκη Γεωργίου (1929-2018), αποτυπώνουν με ενάργεια την αμφίδρομη και απρόβλεπτη σχέση μεταξύ του υγρού και του γήινου στοιχείου στην πολιτισμική εμπειρία των ανθρώπων της Κύπρου και δείχνουν, για άλλη μια φορά, ότι η λογοτεχνία προκαταλαμβάνει την ιστορία.
Με ποιους τρόπους δεν είναι αυτονόητη η γεωγραφία; Καταρχάς, αυτή δεν είναι αμετάβλητη στον ιστορικό χρόνο. Η έκρηξη ενός ηφαιστείου, λόγου χάρη, μπορεί να προκαλέσει την ανάδυση ή την κατάδυση ενός νησιού, ενώ, στη μικροκλίμακα της καθημερινότητας, οποιαδήποτε ακτογραμμή είναι διαρκώς μεταβαλλόμενη. Στο επίπεδο της ανθρώπινης δραστηριότητας, η διάνοιξη μιας διώρυγας ή η ανέγερση μιας γέφυρας μετασχηματίζουν τους χωρικούς συσχετισμούς. Ακόμα κι αν αποδεχθούμε ότι στον μακρύ ιστορικό χρόνο η γεωγραφία έχει μια σταθερότητα, η σημασία της δεν είναι αμετάβλητη. Αν σε συγκεκριμένες χρονικές συγκυρίες η Κύπρος είχε κάποια ιδιαίτερη γεωστρατηγική σημασία, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, αυτό δεν ισχύει για όλη την ιστορία της. Άλλη ήταν η γεωστρατηγική της θέση επί βενετικής κυριαρχίας και άλλη επί οθωμανικής. Κατά την οθωμανική περίοδο, υπήρξαν μεγάλες διακυμάνσεις στη γεωστρατηγική σημασία του νησιού, κάτι το οποίο ισχύει και για τη βρετανική περίοδο. Είναι ενδεικτικό ότι το 1915 η βρετανική κυβέρνηση θεώρησε προς στιγμή ότι η Κύπρος ήταν αναλώσιμη, προσφέροντάς την στην Ελλάδα ως αντάλλαγμα για την είσοδό της στον Α ́ Παγκόσμιο Πόλεμο. Επομένως, τα ιστορικά συμφραζόμενα μεταβάλλουν τη σημασία του χώρου.
Η διερεύνηση της κυπριακής νησιωτικότητας, του αθροίσματος, δηλαδή, των χωρικών ιδιοτήτων και χαρακτηριστικών ενός νησιού, γίνεται μέσα από το πρίσμα της «χωρικής ιστορίας» (spatial history). Πρόσφατο υποπεδίο της ιστορικής επιστήμης, η χωρική ιστορία εξετάζει την υλική και νοητή συγκρότηση του χώρου στο ιστορικό γίγνεσθαι. Δίνει τη δυνατότητα συνδυαστικής ανάλυσης του περιβάλλοντος, της οικονομίας και της κοινωνίας, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη τις πολιτισμικές και συμβολικές κατασκευές των γεωγραφικών κατηγοριών. Η σημασία του χώρου ως αναλυτική κατηγορία έχει αναδειχθεί πλέον σε διάφορα πεδία των ανθρωπιστικών και των κοινωνικών επιστημών.
Ένα επεισόδιο του 1560, μία δεκαετία πριν τον οθωμανο-βενετικό πόλεμο, φανερώνει με χαρακτηριστικό τρόπο τους τρόπους με τους οποίους συγκροτείται το χωρικό φαντασιακό. Με αφορμή τον φόρο υποτέλειας τον οποίο οι Βενετοί πλήρωναν στους Μαμελούκους για την Κύπρο, και τον οποίο οι Οθωμανοί κληρονόμησαν μέσω της κατάκτησης της Αιγύπτου, ο Σουλεϊμάν ο μεγαλοπρεπής έκανε επίδειξη συμβολικής ισχύος στις βενετικές αρχές του νησιού. Με ύφος σαν να απευθυνόταν σε υποτελείς του αξιωματούχους, απαίτησε να παραδοθούν στον απεσταλμένο του εικοσιπέντε κυνηγετικά γεράκια, για τα οποία φημιζόταν η Κύπρος. Πιο ουσιαστική από το συμβολικό παιγνίδι εξουσίας είναι μια άλλη διάσταση του επεισοδίου: έχοντας κατακτήσει την Αίγυπτο και τη Συροπαλαιστίνη κάποιες δεκαετίες πριν, και με έρεισμα το νομικό καθεστώς του φόρου υποτέλειας που πλήρωναν οι Βενετοί για την Κύπρο, ο Σουλεϊμάν συγκροτεί μια νοητή πολιτική γεωγραφία, στην οποία το νησί, παρότι υπό βενετική διοίκηση, ήταν μέρος των τριών ηπειρωτικών χερσαίων μαζών που την περιτριγύριζαν: την Αίγυπτο, τη Συροπαλαιστίνη και την Ανατολία. Αυτό ήταν κάτι αδιανόητο τον προηγούμενο αιώνα.
Μελετώντας το φαινόμενο των μεταστροφών στη Μεσόγειο του 17ου αιώνα, η Άριελ Σάλζμαν διαπίστωσε μια ακόμη μεταβολή στις χωρικές ιδιότητες της Κύπρου, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι το νησί ήταν «ένα ασφαλές καταφύγιο και ενδιάμεσος σταθμός για παραστρατημένους καθολικούς». Ο Αντνάν Χουσάιν πήγε ένα βήμα πιο πέρα για να υποστηρίξει ότι «οι πιέσεις για την τυποποίηση μιας πολιτικής και θρησκευτικής ταυτότητας μετέτρεψαν την Κύπρο σε [...] μία πρώιμη υπεράκτια νήσο του Έλλις, έναν ενδιάμεσο χώρο επανενσωμάτωσης» εξισλαμισθέντων καθολικών.
Η σημασιοδότηση του χώρου δεν είναι μόνο ζήτημα πρόσληψης και νοητής κατασκευής. Βασική λειτουργία των αυτοκρατοριών, και των κρατών εν γένει, είναι η άντληση πλουτοπαραγωγικών πόρων και οικονομικού πλεονάσματος μέσω της φορολογίας. Στο πλαίσιο αυτό, διαμορφώνονται οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις εξουσίας σε τοπικό επίπεδο. Η ζάχαρη, το αλάτι, το βαμβάκι και τα σιτηρά –τα κύρια εμπορευματικά αγαθά που έστελνε η Κύπρος στη Γαληνοτάτη Δημοκρατία– αποκτούν άλλο νόημα και αξία στο οθωμανικό πλαίσιο. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν μια παγκόσμια οικονομία από μόνη της, σε μεγάλο βαθμό αυτάρκης, λόγω των ηπειρωτικών επαρχιών της που παρήγαγαν τα περισσότερα από τα προϊόντα που είχε ανάγκη. Περιτριγυρισμένη από εύφορες ενδοχώρες (Ανατολία, Συροπαλαιστίνη, Αίγυπτος) εντός της ίδιας πολιτικής γεωγραφίας, η Κύπρος δεν έχει πια κάποια ιδιαίτερη σημασία ως παραγωγός και δεν ξεχώριζε εντός του περιβάλλοντά της χώρου στην Ανατολική Μεσόγειο.
Από το 1764 και μετά, οι συνθήκες αυτές αλλάζουν. Οι διαδοχικές κρίσεις μεταξύ αυτοκρατοριών, οι οποίες απέχουν κάποιες δεκαετίες η μία από την άλλη, μεταβάλλουν τον ρόλο της Κύπρου στον αυτοκρατορικό εφοδιασμό και στο γεωστρατηγικό όραμα. Αναπόδραστα, αυτό επηρεάζει και τις ισορροπίες σε ό,τι αφορά την κατανομή της τοπικής εξουσίας, με μία ξεκάθαρη μετατόπιση από ένα πιο συλλογικό σε ένα πιο προσωποπαγές μοντέλο διαχείρισης των δημοσιονομικών και πολιτικών υποθέσεων της επαρχίας.
Η διερεύνηση των μεταβολών των χωρικών χαρακτηριστικών της Κύπρου αποκτά ιδιαίτερη αξία, αν εξετάσουμε προσεκτικά πότε έλαβαν χώρα αυτές οι μεταβολές. Στο γύρισμα του 19ου αιώνα εντατικοποιούνται φαινόμενα κρίσεων, αναταραχών και ανακατατάξεων σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Η έρευνα υποστηρίζει ότι σε άλλες περιοχές του πλανήτη τα φαινόμενα αυτά εντάσσονται στην εποχή των επαναστάσεων, η οποία στην παγκόσμια διάστασή της ξεκινάει γύρω στο 1760 και, ανάλογα με την περιοδολόγηση, τελειώνει το 1848 ή το 1871.
Πώς εντάσσεται, όμως, η Κύπρος στην εποχή των επαναστάσεων; Εκ πρώτης όψεως, μια τέτοια διερεύνηση μπορεί να φανεί οξύμωρη, δεδομένου ότι η Κύπρος δεν βίωσε κάποια επανάσταση κατά την περίοδο αυτή. Τεκμαίρονται, βέβαια, η περιορισμένη συμμετοχή Κυπρίων στις επαναστατικές διεργασίες, κάποιες ανεπιτυχείς προσπάθειες σύναψης δανείου για απελευθέρωση της Κύπρου, και η συνωμοτική δράση Κυπρίων την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1821, η οποία τερματίστηκε με βίαιο τρόπο εν τη γενέσει της. Από εκεί και πέρα, όμως, δεν υπήρξε κάποια ουσιαστική επαναστατική δραστηριότητα που να πηγάζει από το ίδιο το νησί, κυρίως λόγω της γεωγραφικής εγγύτητάς του με την Ανατολία και τη Συροπαλαιστίνη –δεν είναι τυχαίο ότι οι στρατιωτικές ενισχύσεις για την τήρηση της τάξης το 1821 ήλθαν από τη Σιδώνα. Οι αναταραχές που βίωσε η Κύπρος καθ’ όλη την περίοδο (οι εξεγέρσεις του 1764-66, τα γεγονότα με τον Χατζημπακκή 1784-89, οι εξεγέρσεις του 1804-06, η καθαίρεση του Αρχιεπισκόπου Χρύσανθου και η αντικατάστασή του από τον Κυπριανό το 1810, και σε μικρότερο βαθμό οι εξεγέρσεις του 1833) εντάσσονται σε ένα προνεωτερικό πλαίσιο διαπραγμάτευσης με την αυτοκρατορική εξουσία και δεν επιζητούν, πολύ περισσότερο, μάλιστα, δεν επιφέρουν, μια ριζική ανατροπή του οικονομικού, κοινωνικού, πολιτικού, διανοητικού ή πολιτισμικού πλαισίου μέσα από την ίδρυση, για παράδειγμα, ενός ανεξάρτητου κράτους με νεωτερικά χαρακτηριστικά.
Εδώ και δεκαετίες, η ιστοριογραφία της εποχής των επαναστάσεων έχει ξεφύγει από έναν τέτοιο στενό και αυστηρό ορισμό της «επαναστατικής διεργασίας». Για τους σκοπούς της παρούσας συζήτησης, αρκεί να αναφέρουμε ότι η Γαλλική Επανάσταση ή η Βιομηχανική Επανάσταση, ως μοντέλα πολιτικής και οικονομικής ρήξης που θα διαδίδονταν στον υπόλοιπο κόσμο, δεν αποτελούν πια τα μοναδικά και αρχετυπικά υποδείγματα του τι συνιστά επαναστατική διεργασία. Με απλά λόγια, η εποχή των επαναστάσεων δεν λογίζεται μόνο ως μία ευρω-ατλαντική υπόθεση που περιορίζεται σε επαναστατικές ρήξεις στον σύντομο και συμπυκνωμένο ιστορικό χρόνο· είναι μια παγκόσμια διεργασία με τοπικές, περιφερειακές και δι-αυτοκρατορικές εκφάνσεις που περιλαμβάνει κρίσεις, αναταράξεις, εξεγέρσεις και μεταβολές, οι οποίες αποτελούν άρρηκτο κομμάτι της μετάβασης προς τη νεωτερικότητα ή/και τον καπιταλιστικό μετασχηματισμό. Σημασία δεν έχει μόνο η εκ δυσμών ροή επαναστατικών κυμάτων αλλά και η συνάντησή τους με ντόπια και γηγενή φαινόμενα, τα οποία είχαν ένα ιστορικό βάθος και γεωγραφικό εύρος. Αναδεικνύοντας τη σημασία της εντοπιότητας «από το Ομάν μέχρι την Τόνγκα και από τον Μαυρίκιο στη Σρι Λάνκα», ο Σουτζίτ Σιβασουντάραμ τονίζει πως η εποχή των επαναστάσεων στον Ινδικό και Ειρηνικό ωκεανό αποτέλεσε «πρώτα και κύρια ένα κύμα γηγενούς και μη ευρωπαϊκής πολιτικής [πρακτικής και κουλτούρας], την οποία συνάντησαν οι εισβολείς και αποικιοκράτες» κατά την άφιξή τους. Αντίστοιχα, η ανά χείρας μελέτη εξετάζει την εντοπιότητα του οθωμανικού κόσμου, της Ανατολικής Μεσογείου και της Κύπρου σε σχέση με την εποχή των επαναστάσεων.
Η οπτική της εποχής των επαναστάσεων συγκροτεί μια νέα προβληματική, η οποία μπορεί να διαφωτίσει και να χρησιμεύσει ως εργαλείο ερμηνείας της κυπριακής ιστορίας, η οποία παραδοσιακά είναι περιθωριοποιημένη, καθώς έχει θεωρηθεί μέχρι τώρα ως μια σειρά γεγονότων τοπικού ενδιαφέροντος με εσωστρεφή χαρακτήρα. Στο πλαίσιο αυτό, αναδεικνύονται οι ευρύτερες διασυνδέσεις και πλαισιώσεις των ιστορικών φαινομένων, οι οποίες απουσιάζουν σε μεγάλο βαθμό από την υπάρχουσα ιστοριογραφία. Οι συνεχόμενες κρίσεις και ανακατατάξεις που εμφανίζονται στην Κύπρο των ετών 1764-1840 έχουν μια συχνότητα που δεν απαντάται σε καμία άλλη περίοδο από τον Μεσαίωνα μέχρι σήμερα. Κάθε πέντε περίπου χρόνια εμφανίζεται μια μεγάλης κλίμακας κρίση, χωρίς μάλιστα να προσμετρώνται φαινόμενα περιβαλλοντικού, κλιματικού, ή κοινωνικοοικονομικού χαρακτήρα, όπως ανομβρίες, σιτοδείες ή πληθυσμιακές ανακατατάξεις και μεταναστεύσεις. Το γεγονός αυτό συνιστά ένα ιστορικό ερώτημα που απαιτεί εξήγηση πέρα από τη χρονική σύμπτωση –η οποία δεν επαρκεί για τον εντοπισμό μιας αιτιακής σχέσης.
Οι κρίσεις και οι αναταραχές δεν ταυτίζονται, βεβαίως, με την έννοια της επανάστασης. Για τον λόγο αυτόν, τα φαινόμενα που παρατηρούνται στην Κύπρο κατά την περίοδο αυτή διαφοροποιούνται από άλλα πιο εμβληματικά της εποχής των επαναστάσεων. Το άθροισμα και αποτέλεσμα, όμως, όλων αυτών των φαινομένων και οι μεταβολές που συντελούνται στον ιστορικό χρόνο της μέσης διάρκειας (moyenne durée) του Φερνάν Μπρωντέλ (Fernand Braudel, 1902-1895) έχουν επαναστατικό χαρακτήρα, αλλάζοντας και μετασχηματίζοντας την κυπριακή κοινωνία και οικονομία. Η ιστοριογραφική διεύρυνση της μελέτης της εποχής των επαναστάσεων, χωρίς να προϋποθέτει μια «κατεξοχήν» επανάσταση, επιτρέπει μια τέτοια διερεύνηση.
* ΧΕΡΣΑΙΟ ΝΗΣΙ: Η Μεσόγειος και η Κύπρος στην Οθωμανική εποχή των επαναστάσεων| ISBN: 978-618-84300-8-2 | Εκδόσεις Ψηφίδες, Αχειροποιήτου 4, 54632 Θεσσαλονίκη
ΕΙΚΟΝΑ: Ποτάμια, πηγάδια, λαγούμια και αρδευτικά κανάλια που καταγράφονται στον χάρτη του Κίτσενερ (1878-83). Διαδικτυακή εφαρμογή στο https://kitchener.hua.gr/