Τρεις Αδερφές

ΜΑΡΙΑ ΧΑΜΑΛΗ Δημοσιεύθηκε 1.5.2023

Συγγραφέας: Άντον Τσέχωφ

Σκηνοθεσία: Αθηνά Κάσιου

Παραγωγή: Κεντρική Σκηνή ΘΟΚ

«Σε διακόσια, τρακόσια χρόνια η ζωή στη γη θα είναι ασύλληπτα ωραία και εκπληκτική. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη από τέτοια ζωή, κι όσο ακόμη δεν υπάρχει, πρέπει να τη διαισθάνεται, να την περιμένει, να την ονειρεύεται, να ετοιμάζεται γι’ αυτήν», επιμένει φιλοσοφώντας ο αντισυνταγματάρχης Βερσίνιν, θεωρώντας ότι η ελπίδα για ευτυχία βρίσκεται σε χρόνο μελλοντικό και προορίζεται για τις επόμενες γενιές. Εκατό και πλέον χρόνια μετά, η ζωή όχι μόνο δεν είναι ασύλληπτα ωραία και εκπληκτική, αλλά οι άνθρωποι εξακολουθούν να ζουν και να δουλεύουν παρακάμπτοντας το παρόν, ελπίζοντας πάντα σε ένα καλύτερο μέλλον, σε ένα ουτοπικό αύριο. Από αυτή την άποψη, «Οι τρεις αδερφές», το «δράμα σε τέσσερις πράξεις» γραμμένο περίπου το 1900 και χαρακτηρισμένο από τον ίδιο τον Τσέχωφ ως «κωμωδία», εξακολουθεί να είναι προφητικά επίκαιρο. Η Μάσα, η Όλγα και Ιρίνα, μαζί με τον αδελφό τους Αντρέι, βαλτωμένοι σε μια πληκτική επαρχία αναπολούν το ευτυχισμένο παρελθόν τους, προσμένοντας ένα καλύτερο αύριο το οποίο, για διαφορετικούς για τον καθέναν λόγους, ταυτίζεται με την εγκατάστασή τους στη Μόσχα. Τρώνε, πίνουν, χορεύουν, παίζουν χαρτιά, συζητούν, φιλοσοφούν για το νόημα της ζωής, ερωτεύονται, πλήττουν βλέποντας τις προσδοκίες τους να απομακρύνονται όλο και πιο πολύ. Όσο προχωράει ο χρόνος το πάθος δίνει τη θέση του στον συμβιβασμό, ενώ τα όνειρα της νιότης ματαιώνονται, γίνονται απλά μια ανάμνηση.

Πώς θα έμοιαζαν αλήθεια οι ήρωες του Τσέχωφ σήμερα; Πώς θα μιλούσαν; Πώς θα συμπεριφέρονταν; Η Αθηνά Κάσιου, μία δεκαετία μετά τον ιδιαίτερο Βυσσινόκηπό της στο εγκαταλελειμμένο Tivoli, έρχεται αντιμέτωπη με τις «Τρεις αδελφές» και μάλιστα στην Κεντρική Σκηνή του ΘΟΚ, έχοντας στη διάθεσή της μια αξιόλογη ομάδα συντελεστών. Οι πρώτες φωτογραφίες και εξαγγελίες της παραγωγής μας είχαν ήδη προϊδεάσει ότι η Κάσιου μέσα από τη σκηνική της ανάγνωση προσπαθεί να διερευνήσει αυτά ακριβώς τα ερωτήματα. Αναζητά έναν σύγχρονο Τσέχωφ, έναν Τσέχωφ που να μπορεί να μιλήσει στο σύγχρονο κοινό. Και για να το επιτύχει, δεν στέκεται μόνο στην αισθητική της παράστασης (σκηνικό, κοστούμια, σκηνικά αντικείμενα) αλλά προχωράει στην ουσία, στην ίδια τη γλώσσα, στο ίδιο το κείμενο. Η τολμηρή μετάφραση της Έρις Κυργία, χωρίς να προδίδει το κείμενο, επιλέγει μια σύγχρονη, απλή, καθημερινή γλώσσα, από την οποία δεν απουσιάζει η υπαρξιακή φιλοσοφία του Τσέχωφ. Η γλώσσα της μετάφρασης βοήθησε τόσο τους ηθοποιούς να φέρουν τους χαρακτήρες πιο κοντά στη δική μας εποχή, αλλά και το ίδιο το κοινό να τους κατανοήσει περισσότερο, καθιστώντας την προσθήκη λέξεων του δικού μας προφορικού λεξιλογίου (επιλογή της μεταφράστριας ή του επιμελητή του κειμένου;) περιττή και ασύμβατη με τα σημεία του κειμένου που η γλώσσα γίνεται πιο ποιητική. Η δραματουργική επεξεργασία του Joel Horwood, αντιτασσόμενη στην αργόσυρτη τσεχωφική φόρμα και σκηνική παράδοση, αφαιρεί κάποιους διαλόγους και μικρά μέρη των μονολόγων του κειμένου, ούτως ώστε να δώσει έναν πιο γρήγορο ρυθμό, ζωντάνια και δραματουργική ένταση. Παρά το γεγονός ότι ο στόχος επιτυγχάνεται και το κοινό παρακολουθεί με έντονο ενδιαφέρον έναν γρήγορο Τσέχωφ, κάτι που δυστυχώς έχουμε ανάγκη ως σύγχρονο κοινό για να αντιμετωπίσουμε την εύκολή μας πλήξη, προκύπτει, κατά τη γνώμη μου, το εξής πρόβλημα: η ταχύτητα και η ένταση της δράσης, η απουσία των επαναλήψεων, των παύσεων και των σιωπών, δεν αφήνουν χώρο και χρόνο στους ήρωες να αποδείξουν την πλήξη και την ανία τους, την αποπνικτική ατμόσφαιρα της επαρχίας. Επαναλαμβάνουν ότι πλήττουν, αλλά η πλήξη τους δεν είναι πειστική. Αντιθέτως, αυτό που παρακολουθούμε έχει ένταση και ενδιαφέρον γιατί η σκηνοθεσία και η διασκευή επικεντρώνονται στις κορυφώσεις: πάρτι, καρναβάλια, πυρκαγιά, αποχώρηση στρατευμάτων, μονομαχία. Από τη μια έχουμε χαρακτήρες που κινούνται πιο κοντά στους ρυθμούς του σήμερα, αλλά από την άλλη η καθημερινότητά τους μένει ατελής.

Πιστή σε αυτή τη σύγχρονη σκηνική ανάγνωση είναι και η όλη αισθητική της παράστασης. Το ιδιαίτερο και ενδιαφέρον σκηνικό της Λύδιας Μανδρίδου «φυλακίζει» αρχικά τους ήρωες μέσα σε ένα «τηλεοπτικό» κουτί με λιγοστά σκηνικά αντικείμενα, το οποίο σταδιακά αποδομείται, καθώς οι ήρωες ασφυκτιούν και αποζητούν με μανία την ελευθερία τους. Και παρά το γεγονός ότι μέχρι το τέλος της παράστασης η Κεντρική Σκηνή απογυμνώνεται αποκαλύπτοντας όλο της το βάθος, δίνοντας άπλετο χώρο στους ήρωες να δράσουν σε σκηνή και πλατεία (ζημιώνοντας, κατά τόπους, την ακουστική της παράστασης), όχι μόνο δεν κερδίζουν την ελευθερία τους, αλλά παραμένουν στάσιμοι, βαλτωμένοι, συναισθηματικά γυμνοί, όπως ακριβώς και η σκηνή. Αντίστοιχη αισθητική ακολουθούν και τα κοστούμια τα οποία, ενώ στην πρώτη πράξη αποτυπώνουν μια επισημότητα και κάποια στοιχεία εποχής, στην πορεία γίνονται όλο και πιο σύγχρονα και καθημερινά. Σε σύγχρονα ακούσματα κινήθηκαν και οι περιορισμένες μουσικές επιλογές του Αντρέα Τραχωνίτη, αφού το βασικό μοτίβο της παράστασης αποτέλεσε το, πότε υπόκωφο, πότε κυρίαρχο, ηχητικό τοπίο το οποίο υπογράμμιζε, κάπως μονοδιάστατα, τη σκοτεινή πλευρά του έργου και την πραγματική συναισθηματική κατάσταση των ηρώων. Παρά το γεγονός ότι το ηχητικό αυτό τοπίο συνέβαλε πρωταγωνιστικά στη δημιουργία ρυθμού και έντασης, η απουσία μουσικής στέρησε την παράσταση από τη δημιουργία μιας πιο ποιητικής ατμόσφαιρας, η οποία ώς έναν βαθμό επιτυγχάνεται μέσα από τους ατμοσφαιρικούς φωτισμούς, τουλάχιστον στις δύο πρώτες πράξεις, του Γεώργιου Κουκουμά.

Υποκριτικά, η Κάσιου είχε να διαχειριστεί έναν πολυπληθή αλλά και ικανό θίασο επανδρωμένο με εξαιρετικές μονάδες του κυπριακού θεάτρου. Παρ’ όλα αυτά (να φταίει ο μικρός αριθμός παραστάσεων ή διακοπή τους;), ήταν έκδηλη η αμηχανία στο σύνολο της υποκριτικής ομάδας, η οποία δεν επέτρεψε τη δημιουργία (ακόμα τουλάχιστον) σκηνικής χημείας. Αμήχανοι, ιδιαίτερα στις δύο πρώτες πράξεις, οι Νικόλας Γραμματικόπουλος και Γιώργος Χιώτης βρίσκουν έναν πιο καλό ρυθμό προς το τέλος της παράστασης, αποτυπώνοντας την πίστη του στη ζωή και τον έρωτα, ο πρώτος, και την ισορροπία του ανάμεσα στην τρέλα και τη λογική ο δεύτερος. Ισορροπημένοι σε σωστές δόσεις «ευθυμίας» οι Ανδρέας Κούτσουμπας και Αντρέας Πατσιάς. Ισχυρή, ακόμη και με λιγοστά λόγια, η σκηνική παρουσία της Λένιας Σορόκου, ενώ πειστική και όσο πρέπει κωμική ήταν η Μαρίνα Μανδρή στον ρόλο της επαρχιώτισσας Νατάσια που σταδιακά επικρατεί στον οίκο Προζόροφ. Το τρίπτυχο Σπύρος Σταυρινίδης, Βασίλης Βασιλάκης και Αλέξανδρος Παρίσης, κρατούν τους τρεις ρόλους που φέρνουν μια δόση κωμικού στην παράσταση, η οποία εν γένει δεν επένδυσε ιδιαίτερα σε αυτό το στοιχείο. Ο Σπύρος Σταυρινίδης ταιριάζει γάντι στον ρόλο του γιατρού που ίσως είναι ο μόνος που έχει πλήρη αντίληψη της πραγματικότητας, και γ'ι αυτό κινείται διαρκώς ανάμεσα στη στωικότητα και την ειρωνεία. Ο Βασίλης Βασιλάκης στον ρόλο του Φεραπόντ φέρνει επιτυχώς έναν απολαυστικό τόνο κωμικού παράλογου στην παράσταση. Ο Αλέξανδρος Παρίσης αποτυπώνει εξαιρετικά τον τσεχωφικό ήρωα που κατορθώνει με ακρίβεια να πατά πάνω σε κωμικές νότες, αφήνοντας ωστόσο να διαφανεί η θλίψη και η αφόρητη μοναξιά του. Αν και κινείται, κάποιες στιγμές, στα όρια τις καρικατούρας, αναμφισβήτητα κερδίζει τις εντυπώσεις στα πλείστα σημεία και αποτελεί, ίσως, το ισχυρότερο υποκριτικό χαρτί της παράστασης. Ο Ανδρέας Τσέλεπος, ο οποίος τείνει να υιοθετήσει μια μονότονη τονικότητα στην εκφορά του λόγου, επιλέγει να επενδύσει στον ρομαντισμό, την ειλικρίνεια, την πίστη στη ζωή, ενός ανθρώπου που ενώ είναι παγιδευμένος σε ένα βασανιστικό παρόν, πιστεύει με όλο του το είναι σε ένα εξιδανικευμένο μέλλον. Ο Γιάννης Καραούλης, η Νιόβη Χαραλάμπους, η Χριστίνα Παπαδοπούλου και η Αντωνία Χαραλάμπους, τέσσερις εξαιρετικοί ηθοποιοί και εύστοχα επιλεγμένοι για τους ρόλους του Αντρέι και των τριών αδερφών, οδηγήθηκαν σε μια ρεαλιστική ερμηνεία η οποία υπερτόνισε το δραματικό στοιχείο των ηρώων/-ίδων, στερώντας τους τον χώρο που χρειάζεται να αναδείξουν την ελαφρότητα και την κωμικότητα που, ενίοτε, χαρακτηρίζει τα μέλη της οικογένειας των Προζόροφ. Ο Γιάννης Καραούλης επένδυσε στη νευρικότητα, τη συναισθηματική σύγχυση, την απογοήτευση και την αδυναμία του Αντρέι για προσωπική βούληση, ενώ σταδιακά συνθλίβεται από τις επιθυμίες του περίγυρού του. Η Νιόβη Χαραλάμπους τόνισε εύστοχα τον συντηρητισμό και το ψυχικό και επαγγελματικό τέλμα της Όλγας, ενώ η Χριστίνα Παπαδοπούλου τη νεανική αφέλεια και την αποτυχία της Ιρίνας να παραμείνει πιστή στα νεανικά της όνειρα, χωρίς ωστόσο να κατορθώνει να δημιουργήσει την ισχυρή σκηνική παρουσία της ηρωίδας. Η Αντωνία Χαραλάμπους, θυμίζοντας πιο πολύ τις νευρωτικές ηρωίδες του Τενεσί Ουίλιαμς, έδωσε μια μονοδιάστατη, σκοτεινή αλλά και υστερική Μάσα, χωρίς να αποτυπώνει της συναισθηματικές της μεταπτώσεις.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ανάγνωση της Κάσιου αλλά και όλων των συντελεστών της παράστασης, θέλησε, μέσα από κοπιώδη έρευνα και μελέτη, να μας δώσει έναν διαφορετικό, έναν πιο «δικό μας» Τσέχωφ. Και αν ο στόχος ήταν αυτός, αναμφίβολα επετεύχθη. Μπορεί στην προσπάθεια επίτευξής του το αποτέλεσμα να έδωσε μια πιο «αποστειρωμένη» από ποιητικότητα, χιούμορ και συγκίνηση παράσταση, ωστόσο, καθώς την παρακολουθούμε, ο καθένας μας μπορεί να βρει ένα κομμάτι του εαυτού του στους ήρωες που αναζητούν τον έρωτα και το νόημα της ζωής, που ασφυκτιούν στη μοναξιά ενός αποτυχημένου γάμου, που συμβιβάζονται στην επαγγελματική και προσωπική τους ζωή, ενώ την ίδια στιγμή αναλογιζόμαστε ποια είναι τελικά η δική μας «επαρχία» και ποια η δική μας «Μόσχα».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ