Τόκας

ΣΤΑΥΡΙΝΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ Δημοσιεύθηκε 22.5.2023

Το καλοκαίρι του 1998 επήα στρατό. Ο μεταλλικός, βαρύς ήχος της πύλης του ΚΕΝ Λάρνακας να κλείνει πίσω μου, είναι μία από τις πρώτες μου αναμνήσεις. Ίσως να μεν ήταν τόσο δραματικός, αλλά μέσα μου έτσι τον ένιωσα. 'Που την ώρα που επέρασα την πύλη εμπήκα σε μια κατάσταση μεταξύ ονείρου τζιαι πραγματικότητας για είκοσι έξι μήνες. Οι σταθερές που είχα συνηθίσει, οι κανόνες που ήξερα ότι ίσχυαν στον έξω κόσμο δεν υπήρχαν πλέον. Ή τουλάχιστον υπήρχαν μόνο έξω που τους ψηλούς, κούγκρενους τοίχους του στρατοπέδου.

Ένας τύπος εφώναξέ μου «Τάρασσε ρε νέο». Ένας άλλος ερώτησε με τι σάιζ ρούχα φορώ, είπα του small, είπε μου ότι εν έσιει small οπόταν να φορέσω medium τζιαι το πιο μικρό σάιζ άρβυλα ήταν το 41. Μετά επερπάτησα σε μια γραμμή τζιαι επήα στον θάλαμο οπλιτών μαζί με ακόμα καμιά δεκαπενταρκά νομάτους. Δεν ήξερα κανέναν.

Την πρώτη νύχτα κάποιος μες στο θάλαμο ετραγούδαν το «Που να 'ναι τέτοια ώρα το κορίτσι μου» μετά που εσβήσαν τα φώτα. Έβαλέν του τη φωνή ένας κληρωτός λοχίας να φκάλει σπάσμα για να μεν τον πάρει κανένας θκιάολος.

Τζείνες οι πρώτες μέρες ήταν εξαιρετικά περίεργες αλλά τζιαι δύσκολες για μένα. Δεν ήξερα πού ήμουν, τον λόγο που ήμουν τζιαμαί τζιαι γιατί εφωνάζαν όπως τους υστερικούς οι γυρώ μου. Ήμουν χαμένος τζιαι φοητσιασμένος. Σαν το νεογέννητο που αποχωρίζεται τη ζεστασιά της μήτρας τζιαι χρειάζεται να μάθει τον κόσμο. Με τη διαφορά ότι έν' πολλά πιο δύσκολο να ξεμάθεις τζιαι να ξαναμάθεις κάτι, παρά να μάθεις κάτι που το μηδέν.

Στες δύο εβδομάδες μετά που εκατατάχτηκα, εμεταφέραν με αλλού. Ένα πρωί, καθώς εστρώναμεν κρεβάτια, κάποιος εμπήκε μέσα τζιαι είπε, οι τάδε συνάξετε τα πράματά σας τζιαι εννά φύετε. Μετά που σχεδόν 3 ώρες δρόμο εβρεθήκαμε στο ΚΕΝ Πάφου. Θυμούμαι ότι ήμουν τόσο κουρασμένος που εκοιμήθηκα σε ούλλη τη διαδρομή.

Η Πάφος ήταν ένα στρατόπεδο που έμοιαζε με μικρό χωριό, με δρομούθκια, λασάνια, δεντρά τζιαι πεζούλια. Σε αντίθεση με τη Λάρνακα που ήταν ένα απάνθρωπο, τσιμεντένιο, τετράγωνο κτήριο. Όσο ήταν παλιό, τόσο έμοιαζε τζιαι οικείο. Στο πίσω μέρος ήταν ένα γυμνό βουνό που το ονομάζαν «Η κκελλέ του αθρώπου». Τζιαμαί επέρναν ούλλους τους στρατιώτες που δεν ήταν ειδικές δυνάμεις, αξιωματικοί ή υπαξιωματικοί. Ό,τι επερίσσεφκε 'που την υπόλοιπη Κύπρο εκατέληγε στο ΚΕΝ Πάφου.

Επεράσαν περίπου δύο μήνες αποξένωσης τζιαι εκπαίδευσης. Η απομόνωση τότε ήταν μια θλιβερή πραγματικότητα. Δεν υπήρχαν κινητά. Ο μόνος τρόπος να επικοινωνήσεις με τον έξω κόσμο ήταν 'που τα θαλαμοτηλέφωνα με τες τηλεκάρτες στα οποία έπρεπε να περιμένεις πολλές φορές ώρες. Βασικά, έπρεπε να ζυγίσεις εάν ήθελες τον ελεύθερό σου χρόνο να τον περάσεις περιμένοντας στο τηλέφωνο ή να ξεκουραστείς. Νομίζω εν εξανάνιωσα τόση μοναξιά τζιαι τόσο απομακρυσμένος 'που ούλλα σε ολόκληρη τη ζωή μου.

Μία μέρα ανακοίνωσαν ότι θα μας κάμουν βραδιά του οπλίτη. Δηλαδή θα εφέρναν τραουδιστές τζιαι ορχήστρα. Θα μας εκάμναν σούβλες, θα εφέρναν ποτά τζιαι θα μας αφήναν ήσυχους να διασκεδάσουμε για μία νύχτα. Είπαν μας να καλέσουμε τζιαι τους συγγενείς μας αν εθέλαμε. Εγώ δεν είπα σε κανέναν να έρτει. Νομίζω δεν άξιζε τον κόπο να τους κουβαλήσω 'που τη Λευκωσία.

Έκαμνα παρέα με έναν τύπο τότε που ακούαμε παρόμοια μουσική. Εγώ είχα κάτι κασέττες τζιαι ένα κασεττοφωνούι, τζιαι εμοιραζούμασταν τα ακουστικά να ακούμε Τρύπες τζιαι Iron Maiden όποτε εβρίσκαμε ελεύθερο χρόνο. Τζείνος ήξερε να στρίφκει τσιάρα, οπόταν εγώ έβαλλα τη μουσική τζιαι τζείνος τον καπνό.

Τη νύχτα της βραδιάς του οπλίτη εβρεθήκαμε καθισμένοι οκλαδόν μακριά 'που την κεντρική σκηνή. Όπως πάντα επίνναμεν έτοιμο καφέ 'που ττενεκκούι, τζιαι εκαπνίζαμε Drum με πράσινες κολλούες. Το κασεττόφωνο δεν είσιεν μπαταρίες, τζιαι το καψιμί ήταν κλειστό. Αναγκαστικά ακούαμε τη μουσική που έπαιζε η ορχήστρα.

Σκηνή με φίλτρο σέπια. Βγαλμένη 'που ελληνική ταινία της δεκαετίας του '70. Ανοιχτά χιτώνια, τυλιμένα μανίτζια πάνω 'που τον αγκώνα τζιαι τελαντωτή πράσινη φανέλα. Σκονισμένα άρβυλα, τζιαι τα τακκούνια χταρμένα δύο φορές με την ξιφολόγχη. Δύο μήνες στρατιώτης.

Μια απελπιστικά, μονότονη τζιαι ακούνητη ατμόσφαιρα. Άπνοια, 35 βαθμοί τζιαι μια υγρασία που την ένιωθες να κατεβαίνει τζιαι να κάθεται πάνω στα γυμνά χέρια, σαν κομμάτια νάυλον που εππέφταν 'που τον ουρανό. Ενεκάτσιας να τζίσεις το μέτωπό σου, ακόμα τζιαι για να σκουπίσεις τα δρώματά σου.

Αν μεν ήταν άλλο, τουλάχιστον τζίνη τη νύχτα, αφήκαν μας ήσυχους.

Θυμάμαι ότι ο καλλιτέχνης της βραδιάς ήταν ο Μάριος Τόκας. Στα άλλα τα στρατόπεδα είχαν πάρει τον Μιχάλη Χατζηγιάννη (που ήταν στην αρχή της τροχιάς του να γίνει διάσημος τότε).

Για μένα ήταν ακόμα ένα όνομα 'που τα πολλά που ανάφερνε το ράδιο πού τζιαι πού. Αδιάφορος τζείνος, αδιάφορη τζιαι η μουσική του. Στην αρκή της νύχτας έπαιζεν για Πενταδάκτυλους τζιαι για μοιρασμένες πατρίδες. Τότε δεν εσημαίναν τίποτε τζείνα τα τραούθκια για μένα, εγώ άκουα «Για την πατρίδα κι όλους αυτούς που δεκάρα για σένα δεν δίνουν».

Είκοσι πέντε χρόνια μετά, έμεινέ μου χαραγμένη στον νου μια σκηνή. Άκουα για αρκετή ώρα παθητικά, χωρίς να δίνω σημασία. Απολάμβανα τη νύχτα μου τζιαι την ησυχία μου.

Την προσοχή μου όμως ετράβησε η ώρα που άκουσα το «... και με ταξίδευες, σαν το καράβι, κι έλεγες. Θα σ’ αγαπώ με τα καλοκαίρια, με τρικυμίες και με βροχές...».

Τζείνη την ώρα επλημμύρισέ με ένα συναίσθημα νοσταλγίας. Μια απερίγραπτη απελπισία, ένα παράπονο. Εσκέφτηκα το πόσο διαφορετικό ήταν τζείνο το καλοκαίρι. Το πόσο διαφορετικά θα ήταν τα επόμενα καλοκαίρια. Τη φιλενάδα μου που είσιεν δύο μήνες να δω τζιαι τους φίλους μου που δεν ήξερα καν πού εβρίσκουνταν τζιαι πώς επερνούσαν. Τη ζωή που εσυνέβαινε γυρώ μου, ενώ εγώ ήμουν στάσιμος, σαν βάλτος στη μέση μιας θάλασσας. Σαν τες θάλασσες του Τόκα.

Έφκαλα το τζόκεϊ, τζιαι εκούμπησα πίσω με τα σιέρκα μου. Άναψα το σβησμένο μου τσιγάρο. Μέσα 'που τη μουσική, ήρτεν μια κάθαρση νομίζω. Μέσα 'που την απελπισία, μια γεύση ελπίδας.

Πριν από λλίες μέρες ήταν επέτειος του θανάτου του. Τζιαι εθυμήθηκα ξανά τζείνη τη νύχτα τζιαι εγεμώσαν τα μάθκια μου. Εθυμήθηκα τον εαυτό μου. Τζείνο τον δεκαοκτάχρονο φαντάρο, με τα μόλις 53 κιλά, που είχα μείνει μετά 'που δύο μήνες στο ΚΕΝ. Ο Τόκας, ένα πιάνο τζιαι μια νύχτα του καλοκαιριού. Σε μία 'που τες πιο άσιημες τζιαι θλιμμένες περιόδους της ζωής μου. Έν' χαραγμένα στη μνήμη μου, όπως τες ελαιογραφίες με τα σπίθκια της παλιάς Λευκωσίας.

Προς το τέλος της νύχτας άκουσα τους στίχους που εξεκλείδωσαν την πραγματική γλώσσα της ψυσιής μου. «Συνάχτου πκιον τριανταφυλλιά, μεν τα ξοδεύκεις τα φιλιά τζι έρκουμαι εγιώ ξοπίσω. Μαράζι τρώει με αρσενικό, που τα φιλιά σου μερτικό, δώσμου τζι εμέν να ζήσω».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ