Φοίνιξ- Οι άλλοι είσαι εσύ

ΜΑΡΙΑ ΧΑΜΑΛΗ Δημοσιεύθηκε 28.5.2023

Παραγωγή: Σόλο για Τρεις

Σκηνοθεσία: Χριστόδουλος Ανδρέου

«Ποιος είμαι;» Πόσο εύκολο είναι να ορίσει κάποιος τον εαυτό του με μία και μόνη αλήθεια; Τι και ποιοι καθορίζουν το μονίμως ανολοκλήρωτο παζλ του κάθε ενός από εμάς; Ποιο ρόλο παίζει η μνήμη και το σώμα στον καθορισμό αυτό; Πόσο επιδρά η κοινωνία και οι άλλοι στη διαμόρφωση αυτού του εαυτού; Πόσα διαφορετικά πρόσωπα κουβαλά ο καθένας και πώς αυτά αλληλεπιδρούν και καθορίζονται από τα άτομα με τα οποία κάθε φορά συσχετιζόμαστε, συζούμε, ερωτευόμαστε; Τα ερωτήματα αυτά απασχόλησαν ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα το πιραντελλικό θέατρο το οποίο θα αναζητήσει την πολλαπλότητα του εαυτού, ενώ αργότερα ο υπαρξιστής Ζαν Πολ Σαρτρ θα καθορίσει την υποχρεωτική συνύπαρξή μας με τους άλλους ως την πραγματική έννοια της κόλασης. Ωθούμενη από αυτά τα πάντα επίκαιρα ερωτήματα, η ομάδα που στήνει ο σκηνοθέτης και εμπνευστής της παραγωγής με τον τίτλο «Φοίνιξ: οι άλλοι είσαι εσύ», Χριστόδουλος Ανδρέου, έχοντας περάσει μέσα από το δημιουργικό ταξίδι της σκηνοθεσίας ως δραματουργίας, αλλά και των τεχνικών του θεάτρου της επινόησης, φιλοδοξεί να δημιουργήσει μια παράσταση που στόχο έχει τη διερεύνηση του εαυτού μέσα από τους άλλους, εστιάζοντας την οπτική της στην ερωτική αλληλεπίδραση. Εγχείρημα τολμηρό, καθώς συχνά το επινοημένο θέατρο μπορεί να φέρει στη σκηνή ένα πρωτότυπο και εξαιρετικά ενδιαφέρον αποτέλεσμα, όπως επίσης και ριψοκίνδυνο, αφού παρά τη δημιουργική και επίπονη διαδικασία, συχνά το αποτέλεσμα στη σκηνή δεν δικαιώνει τις καλές προθέσεις.

Έχοντας σαν υλικό θεωρητικά και θεατρικά κείμενα, την προσωπική εμπειρία και γνώση των συντελεστών της παράστασης, το υλικό των αυτοσχεδιασμών κατά τη διάρκεια των προβών, αλλά και τη βοήθεια της Λένας Σιταρά στη δραματουργία, ο Ανδρέου φέρνει επί σκηνής τέσσερις μονάδες, δύο άνδρες και δύο γυναίκες, αν και το φύλο φαίνεται να μην παίζει κανέναν ρόλο. Θα μπορούσαν, όπως και συμβαίνει, να φέρουν το όνομα τεσσάρων χρωμάτων: του ροζ, του μπλε, του κίτρινου και του πράσινου. Αυτές οι τέσσερις μονάδες λειτουργούν και αλληλεπιδρούν σε διαφορετικούς συνδυασμούς μέσα σε ένα εντελώς αφαιρετικό σκηνικό (Γιώργος Γιάννου) που αφήνει ακαθόριστο το πού και το πότε, μια γυμνή ορθογώνια σκηνή, πλαισιωμένη από διάφανα τελάρα που αντανακλούν τους έντονους φωτισμούς (Βασίλης Πετεινάρης) οι οποίοι κινούνται από το θερμό κόκκινο μέχρι το ψυχρό λευκό, ακολουθώντας τις συναισθηματικές διακυμάνσεις των προσώπων. Αντίστοιχα, οι ηλεκτρονικές μουσικές συνθέσεις του Ανδρέα Οικονομίδη, ο οποίος ενίοτε είναι ορατός επί σκηνής, υπογραμμίζουν αυτές τις συναισθηματικές διακυμάνσεις, ενώ με τις λούπες τους τονίζουν την επαναληπτικότητα του λόγου και της συνθήκης στην οποία βρίσκονται οι «ήρωες». Μέσα από τρεις Ζώνες (αντί για Πράξεις) και πολλές εικόνες, ο θεατής παρακολουθεί την ερωτική πορεία τους ενός εκ των τεσσάρων, του «κάποιου», και τον τρόπο που ο «εαυτός» του αλλάζει, αναπτύσσεται και εξελίσσεται, κάθε φορά που έρχεται σε επαφή με κάθε έναν από τους τους υπόλοιπους τρεις. Το ερωτικό παιχνίδι είναι κάθε φορά διαφορετικό, οι ισορροπίες και το είδος της σχέσης αλλάζουν, ενώ ο «κάποιος» σταδιακά οδεύει προς την ανακάλυψη του παράφορου πάθους το οποίο θα τον οδηγήσει, τόσο στην αυτογνωσία, όσο και την αυτοκαταστροφή.

Παρά το γεγονός ότι οι προθέσεις του σκηνοθέτη και των συντελεστών γίνονται ξεκάθαρες στο πρόγραμμα και την περιγραφή της παράστασης, έχω την αίσθηση ότι το τελικό αποτέλεσμα δεν δικαιώνει ούτε τις προθέσεις της ομάδας, αλλά ούτε και τις προσδοκίες του θεατή. Και το βασικό πρόβλημα, πιστεύω, είναι η έλλειψη μιας ξεκάθαρης αισθητικής γραμμής και φόρμας, τόσο στο ίδιο το κείμενο, όσο και στη σκηνοθεσία. Το κείμενο, ενώ στην πρώτη Ζώνη κινείται σε ένα ρεαλιστικό και αναγνωρίσιμο μοτίβο, ένα κλαμπ όπου δύο άνθρωποι γνωρίζονται, έλκονται ερωτικά, μιλούν με γλώσσα λιτή και καθημερινή που θυμίζει συνθήκες με τις οποίες ο καθένας μπορεί να ταυτιστεί, στη συνέχεια η συνθήκη αυτή ανατρέπεται. Στη δεύτερη Ζώνη ο λόγος γίνεται πιο αινιγματικός, ενώ η αίσθηση του χώρου χάνεται, το ίδιο και η αίσθηση του οικείου και αναγνωρίσιμου. Φτάνοντας στην τρίτη Ζώνη ερχόμαστε αντιμέτωποι με έναν λεκτικό καταιγισμό, με έναν λόγο ανοίκειο, ποιητικό, φιλοσοφικό αλλά ενίοτε επιτηδευμένο, επαναληπτικό και εν τέλει, σκηνικά φλύαρο. Η δραματουργία δείχνει να απουσιάζει, αφού από το κείμενο λείπει η σκηνική οικονομία, ενώ φαίνεται να λιμνάζει σε μια στατικότητα και ευθύγραμμη πορεία χωρίς εντάσεις και κορυφώσεις. Η επαναληπτικότητα αυτή τονίζεται ακόμη περισσότερο από την επαναληπτικότητα και τις λούπες της μουσικής, οδηγώντας στην αναπόφευκτη κούραση του θεατή ο οποίος, αντί να οδηγηθεί στις αναζητήσεις της παράστασης μέσα από τη δράση και την πράξη, τις δέχεται έτοιμες μέσα από τον λόγο του κειμένου, αδυνατώντας να δημιουργήσει κάποια πνευματική ή συναισθηματική σύνδεση με αυτό που παρακολουθεί.

Η έλλειψη ξεκάθαρης φόρμας υπάρχει και στη σκηνοθεσία. Η τάση του Ανδρέου να πειραματίζεται με διαφορετικά είδη και να μην ακολουθεί μια συγκεκριμένη φόρμα, πείραμα το οποίο στην πρωτότυπη σκηνοθεσία του «Οξυγόνου» ευδοκίμησε, στην περίπτωση αυτή δείχνει να μην λειτουργεί. Η μουσική μένει ασύνδετη με τα όσα συμβαίνουν επί σκηνής, ενώ η σκηνοθεσία κινείται με αστάθεια ανάμεσα στο λογικό και το παράλογο, το ρεαλιστικό και το αφαιρετικό, το συγκεκριμένο και το ασαφές. Μέχρι την τρίτη Ζώνη η θεατρική φόρμα δίνει τη θέση της στην, κατά τα άλλα, εξαιρετική κινησιολογία του Παναγιώτη Τοφή, η οποία οδηγεί την παράσταση πιο πολύ στο είδος του χοροδράματος, απομακρύνοντάς την από την αρχική της θεατρική φόρμα. Η ανάμειξη αυτή των ειδών δεν βοηθά ούτε τους τέσσερις ηθοποιούς (Βάρσια Αδάμου, Σαββίνα Γεωργίου, Παναγιώτης Τοφή, Γιώργος Χιώτης) να λειτουργήσουν σε ένα συγκεκριμένο ερμηνευτικό πλαίσιο. Ενώ δείχνουν να πατούν με ασφάλεια όπου ακολουθείται μια καθορισμένη θεατρική φόρμα (π.χ. στην πρώτη Ζώνη η οποία κινείται πιο πολύ προς τον ρεαλισμό), στη συνέχεια χάνονται μέσα σε ένα συνονθύλευμα λόγου, ήχου και κίνησης παραμένοντας ξεχωριστές μονάδες, χωρίς να μπορούν να δημιουργήσουν σκηνική χημεία και υποκριτική σύμπνοια. Από τις μονάδες αυτές ξεχωρίζει ο Παναγιώτης Τοφή, ο οποίος αποδεικνύει ότι στη φαρέτρα του, εκτός από το ταλέντο και την εμπειρία του στην κίνηση, μπορεί άνετα να προσθέσει και τον θεατρικό λόγο.

Ο αναμφισβήτητα ταλαντούχος Χριστόδουλος Ανδρέου από τον οποίο έχουμε πολλά να δούμε στο μέλλον, καθώς απέδειξε ότι διαθέτει ανήσυχο πνεύμα και πρωτότυπη σκηνοθετική άποψη, εκκινώντας από την ανάγκη του να μιλήσει για ένα πολύ συγκεκριμένο θέμα, προτίμησε τη δημιουργία ενός νέου κειμένου παρά τον πειραματισμό με ένα έτοιμο κείμενο το οποίο θα του προσέφερε, ίσως, τη βάση και την ασφάλεια μιας στιβαρής και δοκιμασμένης δραματουργίας. Ακόμη και ως προς το θέμα, ωστόσο, αισθάνομαι ότι οι αρχικές επιδιώξεις της ομάδας, δηλαδή η αναζήτηση του τρόπου που ο εαυτός καθορίζεται μέσα από την ερωτική συνύπαρξη με τους άλλους, δεν επιτυγχάνονται, αφού αυτό που προσλαμβάνει ο θεατής εν τέλει, καταλήγει να είναι η πορεία ενός ανθρώπου προς τη συνειδητοποίηση και την αποδοχή της σεξουαλικής του ταυτότητας, αφήνοντας τον πρωτότυπο τίτλο «Φοίνιξ, οι άλλοι είσαι εσύ» να παραμένει μέχρι το τέλος της παράστασης αινιγματικός και μετέωρος.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ