Νεφέλες

ΜΑΡΙΑ ΧΑΜΑΛΗ Δημοσιεύθηκε 19.6.2023

Παραγωγή: Θέατρο Αντίλογος

Σκηνοθεσία: Μάριος Κακουλλής

Το 423 π.Χ. ο Αριστοφάνης συμμετέχει στα Μεγάλα Διονύσια με το έργο Νεφέλες, μια καυστική σάτιρα κατά των σοφιστών του 5ου αιώνα, των αμειβόμενων διδασκάλων που κόμιζαν νέα εκπαιδευτικά ήθη και ιδέες σε μια Αθήνα που βίωνε ηθική και κοινωνική κρίση. Ήρωάς του ο απαίδευτος αγρότης Στρεψιάδης, ο οποίος στην προσπάθειά του να γλυτώσει από τα χρέη στα οποία τον οδήγησαν ο γάμος του με μια γυναίκα ανώτερης τάξεως και η μανία του γιου του με την ιππική τέχνη, καταφεύγει στον Σωκράτη για να του μάθει τη ρητορική, ούτως ώστε να κερδίζει τους δανειστές του στο δικαστήριο. Ο Στρεψιάδης αποδεικνύεται ανεπίδεκτος μαθήσεως, έτσι στέλνει στον Σωκράτη τον γιο του, Φειδιππίδη, για να μάθει την τέχνη του Άδικου λόγου και να βοηθήσει τον ίδιο να γλυτώσει από τα χρέη. Ο Φειδιππίδης, εκπρόσωπος της νέας γενιάς και όπως θα φανεί, εξαίρετος μαθητής του Άδικου λόγου, δεν θα διστάσει να χρησιμοποιήσει την τέχνη του πρώτα στον ίδιο του τον πατέρα.

Οι Νεφέλες αποτελούν ένα έργο δύσβατο, τόσο υφολογικά, αφού πέρα από το καυστικό του χιούμορ ο Αριστοφάνης εμποτίζει το κείμενό του με ένα μάλλον σκοτεινό τέλος, όσο και σκηνικά, καθώς στο επίκεντρο της ιστορίας βρίσκεται ο εξωπραγματικός Χορός των Νεφελών, των αλληγορικών θεοτήτων που μπορούν να πάρουν όποια μορφή επιθυμούν, ενώ κατεβαίνουν στη γη ως σχολιαστές και τιμωροί της ανθρώπινης ύβρεως και αλαζονείας. Μέσα από τον Χορό των Νεφελών, αλλά και το απαράμιλλο debate Δίκαιου και Άδικου λόγου, ο Αριστοφάνης στηλιτεύει τόσο τις απαρχαιωμένες και αρτηριοσκληρωτικές ιδέες, όσο και την πόλωση σε ένα νεωτεριστικό πνεύμα και την αιρετική του διδασκαλία, καταλήγοντας στο ότι η χειραγώγηση της γνώσης οδηγεί, εν τέλει, στην καταστροφή.

Η απόφαση να ασχοληθεί κανείς με τις Νεφέλες ενέχει πολλά ρίσκα, όχι μόνο επειδή αποτελεί ένα από τα λιγότερο ανεβασμένα έργα του Αριστοφάνη, αλλά και επειδή η αρχαία κωμωδία έχει υποφέρει σκηνικά, τόσο από τα επιθεωρησιακά κλισέ και τα τετριμμένα αστεία που βασίζονται στη βωμολοχία και τα φαλλικά σύμβολα, όσο και από τη μανία των σκηνοθετών για επικαιροποίηση και πρωτοτυπία. Στην προσπάθειά τους να αποφύγουν και τα μεν και τα δε, ο Μάριος Κακουλλής και η ομάδα του δημιουργούν τις δικές τους Νεφέλες, τις «Νεφέλες του 2023». Και για να είμαστε πιο ακριβείς: ο θεατής δεν πρόκειται να παρακολουθήσει τις Νεφέλες του Αριστοφάνη, αλλά μια διασκευή, ένα έργο εμπνευσμένο από την ιστορία της αριστοφανικής κωμωδίας. Με δεδομένο αυτό, ο θεατής έρχεται αντιμέτωπος με ένα εντελώς νέο έργο το οποίο προσπαθεί να συνδυάσει τις σύγχρονες ανησυχίες του σκηνοθέτη και της ομάδας, με τη βασική αριστοφανική ιστορία. Η ομάδα εστιάζει την οπτική της στη σύγχρονη γενιά της κυπριακής νεολαίας και στη σύγκρουσή της με την παλαιότερη γενιά και το κατεστημένο, που την κρατούν καθηλωμένη σε μια πραγματικότητα η οποία της στερεί την ελπίδα και το δικαίωμα να ονειρεύεται. Έτσι, η ομάδα αποφασίζει να κρατήσει, στην ουσία, τον σκελετό της ιστορίας των Νεφελών, όπως επίσης και τα πρόσωπα και τον Χορό, και με όχημα την ελεύθερη μετάφραση του Φώτη Φωτίου να δημιουργήσει ένα νέο, δικό της, πολύ προσωπικό κείμενο, αφού μεγάλο μέρος του προέκυψε μέσα από τους αυτοσχεδιασμούς και τα προσωπικά βιώματα των συντελεστών. Εγχείρημα, θα έλεγα, φιλόδοξο όσο και παράτολμο, το οποίο δεν είμαι σίγουρη ότι εν τέλει κατορθώνει να εξυπηρετήσει τους αρχικούς στόχους της ομάδας, αφού το νέο έργο που δημιουργείται, απογυμνωμένο σε μεγάλο βαθμό από τον ποιητικό και καίριο λόγο του Αριστοφάνη, καταλήγει σε ένα κείμενο με αδύναμη δραματουργία, αντιθεατρικό λόγο, μορφολογική ασυνέπεια και απουσία εσωτερικού ρυθμού και συμπαγούς δομής.

Κατ’ αρχάς, η επιλογή της ομάδας να χρησιμοποιήσει την κυπριακή διάλεκτο μόνο σε συγκεκριμένα πρόσωπα, ενώ τα υπόλοιπα εκφέρουν τον λόγο τους σε κοινή ελληνική, ακόμη κι αν στόχο είχε να αναδείξει τη συνύπαρξη των δύο γλωσσών επί κυπριακού εδάφους, στην παράσταση λειτουργεί περισσότερο ως γλωσσική σύγχυση χωρίς συνέπεια και επαρκή αιτιολόγηση, δημιουργώντας στον θεατή ένα αίσθημα απορίας και αποστασιοποίησης. Η σύγχυση αυτή υπάρχει και στο ύφος του κειμένου το οποίο δείχνει να ακροβατεί ανάμεσα στο είδος της κωμωδίας και του (μελο)δράματος, χωρίς ωστόσο να ευστοχεί σε κανένα από τα δύο, αφού η καυστική σάτιρα και το πηγαίο αριστοφανικό χιούμορ αντικαθίστανται, κατά τόπους, από αμήχανες κωμικές παρεμβάσεις με μελαγχολικές πινελιές οι οποίες παραμένουν, ωστόσο, ασύνδετες με το σώμα της ιστορίας. Επιπλέον, η ιστορία των Νεφελών διακόπτεται δύο φορές, με την προσθήκη, στην ουσία, δύο παραβάσεων. Η πρώτη γίνεται μέσα από το παρωχημένο, πια, τέχνασμα, κατά το οποίο οι ηθοποιοί συστήνονται με τα πραγματικά τους ονόματα και μοιράζονται με το κοινό προσωπικές τους ιστορίες, με μια δόση, αταίριαστης αναπόλησης, ρομαντισμού και μελαγχολίας. Η δεύτερη, η οποία κατέχει τον ρόλο της βασικής παράβασης που καλείται να ασκήσει ένα είδος κοινωνικής και πολιτικής κριτικής στα σύγχρονα κακώς κείμενα του τόπου, έχω την αίσθηση ότι δεν κατορθώνει, ούτε ως προς το κείμενο, αλλά ούτε και ως προς την ερμηνεία της Χριστίνας Χριστόφια, να αποφύγει τον παρωχημένο λόγο, τον διδακτισμό και τη σοβαροφάνεια. Ανάμεσα σε αυτές τις ασύμβατες παραβάσεις, αλλά και σε ένα αποδυναμωμένο debate Δίκαιου και Άδικου λόγου όπου χάνεται η ευκαιρία για άσκηση ουσιαστικής κριτικής, ο θεατής αγωνίζεται να κρατήσει την ουσία και να δημιουργήσει από μόνος του τα νήματα που συνδέουν όσα παρακολουθεί, με τη βασική ιστορία των Νεφελών.

Ο Μάριος Κακουλλής επιλέγει να στήσει την παράστασή του στο ιδιόμορφο υπαίθριο αμφιθέατρο του Πανεπιστημίου Κύπρου, εκμεταλλευόμενος τόσο τα στοιχεία της φύσης (ουρανός, φεγγάρι, νέφη), όσο και τους συμβολισμούς που προκύπτουν από το ότι το πανεπιστήμιο λειτουργεί ως ο βασικότερος χώρος εκπαίδευσης και διαμόρφωσης των σύγχρονων νέων. Ωστόσο, επειδή πρόκειται για έναν χώρο μάλλον αντιθεατρικό και αχανή, η απουσία ενός πιο συγκεκριμένου σκηνικού που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως σημείο αναφοράς, τόσο για τους ηθοποιούς, όσο και για την ιστορία, απλώνει τη δράση σε όλα τα σημεία, αδυνατώντας να δημιουργήσει έναν συμπαγή και ενιαίο σκηνικό χώρο (αποτέλεσμα το οποίο δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν ούτε οι μελετημένοι φωτισμοί του Βασίλη Πετεινάρη), δίνοντας την εντύπωση της άσκοπης κινητικότητας, αλλά και της ασυνεπούς χρήσης του κεκλιμένου, λευκού και, εν τέλει, αχρείαστου, δαπέδου (Έλενα Τερέπεη). Επιπλέον, η απουσία σκηνικού δυσκόλεψε τους ηθοποιούς να δώσουν μια δεμένη, σκηνικά, ερμηνεία, να συνυπάρξουν σε έναν ενιαίο χώρο δράσης και να δημιουργήσουν μια ουσιώδη σκηνική χημεία που θα έκανε τον θεατή να αισθανθεί ότι αποτελεί κομμάτι αυτού του «πάρτι» που στήνεται μπροστά του. Παρά το γεγονός ότι ο Μάριος Κακουλλής είχε στη διάθεσή του μια αναμφισβήτητα αξιόλογη και ταλαντούχα ομάδα ηθοποιών (Δημήτρης Αντωνίου, Βαλεντίνος Κόκκινος, Αντρέας Κουτσόφτας, Κλείτος Κωμοδίκης, Βασίλης Παφίτης, Πολυξένη Σάββα, Αντωνία Χαραλάμπους, Χριστίνα Χριστόφια), τόσο ο χώρος, όσο και το κείμενο, που έδινε την ευκαιρία να προκύψουν αυτοσχεδιαστικές παρεμβάσεις οι οποίες, ωστόσο, σε πολλά σημεία δεν ευτύχησαν, έδωσε ερμηνείες αμήχανες, με τους ηθοποιούς να κινούνται με αστάθεια ανάμεσα στον ρόλο και τον εαυτό τους, τη βεβαιότητα του κειμένου και την αβεβαιότητα του αυτοσχεδιασμού, το γέλιο και τη μελαγχολία.

Το ουσιαστικότερο αλλά και δυσκολότερο στοιχείο του έργου αποτελεί ο σουρεαλιστικός, θα έλεγα, Χορός των Νεφελών, αυτών των αέρινων θεοτήτων που μπορούν να μαγεύουν κάθε τι γήινο και ανθρώπινο. Ο Κακουλλής επιλέγει να δημιουργήσει έναν «ποπ» Χορό με σύγχρονα, νεανικά, αλλά και χωρίς ιδιαίτερη έμπνευση και συγκεκριμένη σκηνική πρόταση κοστούμια (Ρέα Ολυμπίου), ο οποίος κινείται, ενίοτε χωρίς τον κατάλληλο συγχρονισμό, παρά τη δουλεμένη κινησιολογία του Φώτη Νικολάου, και τραγουδάει πατώντας στους ηλεκτρονικούς ήχους της μουσικής της Μαρίας Spivak, ενώ απογυμνώνεται σε μεγάλο βαθμό από τα αριστοτεχνικά χορικά του Αριστοφάνη, αδυνατώντας να δημιουργήσει τη δυναμική παρουσία και εξωπραγματική αίσθηση που θα περίμενε κανείς από τον Χορό των Νεφελών.

Ο Μάριος Κακουλλής, αναμφίβολα ταλαντούχος και οπλισμένος με στιβαρές τεχνικές γνώσεις, πλέον, στο κομμάτι της σκηνοθεσίας, κατέβαλε, μαζί με την αξιόλογη ομάδα του, φιλότιμες προσπάθειες αναμέτρησης με το ναρκοπέδιο που λέγεται αρχαίο δράμα. Παρά την εξαντλητική εργασία που υπάρχει πίσω από το στήσιμο κάθε παραγωγής, συχνά, το αποτέλεσμα δεν δικαιώνει τις προθέσεις. Η προσπάθεια του σκηνοθέτη και της ομάδας να μείνουν μακριά από τα αριστοφανικά κλισέ και να παρουσιάσουν μια σύγχρονη, τοπική και πολύ προσωπική (αλλά όχι καθολική) οπτική πάνω στο αριστοφανικό έργο, έδωσε μια παράσταση νεφελώδη, αποπροσανατολισμένη και αβέβαιη, λαμβάνοντας ένα μάλλον αβέβαιο και αμήχανο χειροκρότημα στο θολό και μετέωρο τέλος της.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ