Όλα ξεκίνησαν το πρωινό της 17ης Αυγούστου. Το αποκλειστικό πρωτοσέλιδο της Daily Telegraph πυροδότησε μια σειρά αποκαλύψεων, που μάλλον συνθέτουν το πιο τρανταχτό σκάνδαλο στην ιστορία του Βρετανικού Μουσείου.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του βρετανού δημοσιογράφου Γκόρντον Ρέινερ, ο επί χρόνια επιμελητής του μουσείου, Πίτερ Χιγκς, κατηγορείται για την κλοπή αρχαίων χρυσών κοσμημάτων, πολύτιμων λίθων και γυάλινων αντικειμένων από την πολύτιμη συλλογή του μουσείου – μια πράξη που φαίνεται να πραγματοποίησε συστηματικά, κατά την διάρκεια πολλών χρόνων. Το άρθρο της Telegraph προκάλεσε τρομερή αίσθηση καθώς, μόλις το προηγούμενο απόγευμα, είχε προηγηθεί ένα βιαστικό δελτίο τύπου από το ίδιο το Βρετανικό Μουσείο που σε γενικές γραμμές παραδέχτηκε την υπόθεση, και δημοσιεύτηκε έπειτα από πρόσφατες έρευνες της εφημερίδας για μια σειρά χρυσών αντικειμένων που, εμφανώς, έλειπαν πλέον από την συλλογή του.
Τελικά, όλα δείχνουν πως αρκετά από αυτά τα αντικείμενα είχαν ήδη πουληθεί – και μάλιστα στο eBay.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που άρχισαν να βλέπουν σταδιακά το φως της δημοσιότητας, οι κλοπές για τις οποίες κατηγορείται ο Πίτερ Χιγκς -ο οποίος, παρεμπιπτόντως, μέχρι την απόλυση του ήταν ο επιμελητής των αρχαιοελληνικών συλλογών, της ελληνικής γλυπτικής και της ελληνιστικής περιόδου- μάλλον έχουν συμβεί κατά την διάρκεια μιας ολόκληρης δεκαετίας.
Το δελτίο τύπου που εξέδωσε, πανικόβλητο, το κορυφαίο μουσείο του κόσμου έκανε αναφορά σε ένα «αστυνομικό ζήτημα», και στην ουσία αποτελούταν από ένα μακρύ κολλάζ αποσπασματικών δηλώσεων από τον πρόεδρο του μουσείου, Τζώρτζ Όσμπορν, τον πρώην διαχειριστή του, Σερ Νάιτζελ Μπόρντμαν –ο οποίος, σύμφωνα με την ανακοίνωση, θα ηγηθεί μιας ανεξάρτητης επιτροπής ερευνών– καθώς και το πρόσωπο της χθεσινή ημέρας, τον επί χρόνια διευθυντή του, Χαρτγουιγκ Φίσερ, που χθες παραιτήθηκε από την θέση του.
Οι αιχμηρές δηλώσεις του Όσμπορν στο δελτίο τύπου εξέφραζαν την ακραία ανησυχία των διαχειριστών του Βρετανικού Μουσείου για μια τρομερά απογοητευτική κατάσταση, η οποία είχε πέσει στην αντίληψή τους «μόλις φέτος, νωρίτερα μέσα στην χρονιά». Η δήλωση του Φίσερ περιείχε μια κοφτή, ταπεινή συγγνώμη εκ μέρους του μουσείου.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που άρχισαν να βλέπουν σταδιακά το φως της δημοσιότητας, οι κλοπές για τις οποίες κατηγορείται ο Πίτερ Χιγκς –ο οποίος, παρεμπιπτόντως, μέχρι την απόλυση του ήταν ο επιμελητής των αρχαιοελληνικών συλλογών, της ελληνικής γλυπτικής και της ελληνιστικής περιόδου– μάλλον έχουν ξεκινήσει να συμβαίνουν εδώ και σχεδόν μια δεκαετία. Ο ίδιος δούλευε στο μουσείο εδώ και τριάντα χρόνια.
Ένα αίτημα πληροφόρησης προς το μουσείο αποκάλυψε πως ένα αρχαιοελληνικό ασημένιο νόμισμα, ένα ρωμαϊκό νόμισμα του 4ου αιώνα, καθώς και ένα γερμανικό νόμισμα είχαν εξαφανιστεί από το μουσείο το 2014. Σταδιακά, τεκμηριώθηκε επίσης και το γεγονός πως το ανώτερο προσωπικό του μουσείου είχε ειδοποιηθεί για τις κλοπές από το 2021. Ωστόσο, μόλις φέτος άρθηκε η ομίχλη πάνω από μια υπόθεση που, για πολλούς μήνες, άνηκε στα απόρρητα αρχεία του μουσείου. Πλέον, η υπόθεση έχει πάρει τον δρόμο της διερεύνησης από τη διοίκηση οικονομικού εγκλήματος της Μητροπολιτικής Αστυνομίας.
Μέχρι στιγμής, το μουσείο εξακολουθεί να μην έχει διευκρινίσει πόσα αντικείμενα έχουν κλαπεί, ούτε έχει δημοσιεύσει λεπτομερείς περιγραφές των αντικειμένων που λείπουν από την συλλογή του. Στην ανακοίνωσή του, κάνει μονάχα μια νεφελώδη αναφορά σε «μικρά κομμάτια», που συμπεριλαμβάνουν «χρυσά κοσμήματα και πολύτιμους λίθους που χρονολογούνται από τον 15ο αιώνα π.Χ. μέχρι και τον 19ο αιώνα μ.Χ.». Από τις ανακοινώσεις, πάντως, γίνεται κατανοητό πως τα αντικείμενα κλάπηκαν πολύ πριν από το 2023, «κατά τη διάρκεια μιας σημαντικής χρονικής περιόδου».
Σημερινά δημοσιεύματα του βρετανικού τύπου κάνουν λόγο για μέχρι και 1,500 ιστορικά αντικείμενα και αρχαιότητες που λείπουν από την συλλογή του μουσείου. Ο Guardian ισχυρίζεται πως επίσημα έγγραφα του μουσείου καταγράφουν «απώλειες χρυσών νομισμάτων, ασημένιων κοσμημάτων και 540 αγγείων, καθώς και εκατοντάδων ακόμα αντικειμένων».
Η παραίτηση, η απόλυση, και το παρασκήνιο μιας κρίσης στο μουσείο
Σταδιακά, μέχρι και σήμερα, ένα κύμα αποκαλύψεων σχετικά με τον χειρισμό των κλοπών από την διεύθυνση του μουσείου έσκαψε έναν βαθύ λάκκο για τον Φίσερ, ο οποίος με την σειρά του υπονόμευε διαρκώς την θέση του με τις αντιδράσεις του.
Την Τρίτη, σε κοινό τους ρεπορτάζ, οι New York Times και το BBC δημοσίευσαν μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που έδειχναν ότι ο Διευθυντής δεν είχε πάρει στα σοβαρά τις ανησυχίες που του είχε εκφράσει ο Ithai Gradel, ένας αντικέρ με έδρα τη Δανία, σχετικά με τις πιθανές κλοπές από την συλλογή του μουσείου και την πώληση των αντικειμένων μέσω eBay, διαψεύδοντας μάλιστα την όποια πιθανότητα να έχει συμβεί κάτι τέτοιο.
«Δεν υπάρχουν στοιχεία που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς, η υπόθεση έχει διερευνηθεί ενδελεχώς» απαντούσε με αυτοπεποίθηση ο Φίσερ σε ένα μέηλ τον Οκτώβριο του 2022.
Αρχικά η υπερασπιστική γραμμή του διευθυντή του μουσείου, σε μια αγχωμένη δήλωση που έκανε την Τετάρτη, ήταν πως είχε λάβει τις σχετικές προειδοποιήσεις «εξαιρετικά σοβαρά» και πως ο ισχυρισμός του στο μέηλ έστεκε, τουλάχιστον εκείνη την χρονική περίοδο. «Μονάχα αργότερα θα γινόταν σαφής η έκταση του προβλήματος», συμπλήρωσε σε μια απάντηση που δεν ακούστηκε αρκετά πειστική, «αφού πρώτα το μουσείο ανέλαβε να ολοκληρώσει το πλήρη έλεγχο των συλλογών του».
Το εύλογο ερώτημα στα χείλη όλων –μα καλά, δεν ελέγξατε καν την συλλογή προτού βγάλετε πόρισμα;– οδήγησε στην αναπόφευκτη, χθεσινή παραίτησή του.
Η παραίτηση του Φίσερ βέβαια δεν εξέπληξε πολλούς, καθώς στην πραγματικότητα, τον Ιούλιο, είχε ήδη προανακοινωθεί η (τότε αιφνιδιαστική) απόσυρσή του εντός του 2024. Ωστόσο, οι νέες αποκαλύψεις έχουν οδηγήσει πολλούς στο να ενώσουν τα κομμάτια του παζλ. Στην εικόνα προστίθενται και αναφορές υπαλλήλων του Βρετανικού Μουσείου, υπό την προϋπόθεση της ανωνυμίας, που ισχυρίζονται πως ο Φίσερ αναγκάστηκε να παραιτηθεί από το ίδιο διοικητικό συμβούλιο του μουσείου.
Στο μεταξύ, ο φερόμενος ως κλέφτης Πίτερ Χίγκς έχει απολυθεί από το μουσείο από τις αρχές του καλοκαιριού, και σύμφωνα με τον γιο του, σήμερα «περνάει πολύ δύσκολες στιγμές», ενώ εξακολουθεί να αρνείται όλες τις κατηγορίες που, όπως φαίνεται, τον συνδέουν με την κλοπή και πώληση των αντικειμένων ακόμα και μέσω διαδικτυακής πλατφόρμας αγορών, ενίοτε και για εξευτελιστικές τιμές. Μια αγγελία στο διαδίκτυο τον θέλει να βρίσκεται στην γενέτειρα του, το Χάστινγκς, και να αναζητά δουλειά ως δάσκαλος αγγλικών.
Η σύγχυση της συνταρακτικής υπόθεσης των κλοπών και της αναπάντεχης παραίτησης του διευθυντή έχει βυθίσει, αναπόφευκτα, το Βρετανικό μουσείο σε μια βαθιά κρίση. Μπορεί οι κλοπές από τα μουσεία να μην είναι πρωτοφανές συμβάν, αν και συχνότερα κρύβονται κάτω από το χαλί από τις διευθύνσεις τους, υπό τον φόβο της κακής δημοσιότητας. Ωστόσο, τα βρετανικά μέσα ενημέρωσης ήδη μυρίζονται πως υπάρχει μια ευρύτερη συγκάλυψη κλοπών και μία πιο πολύπλοκη υπόθεση, που θα αποκαλυφθεί πλήρως εν καιρώ.
Υπάρχουν ορισμένοι που ανήκουν στους στενούς κύκλους της διεύθυνσης του μουσείου που ισχυρίζονται πως το περιστατικό των κλοπών, όσο σοβαρό και αν είναι, δεν είναι η πλήρης αιτία πίσω από την παραίτηση του Φίσερ. Σύμφωνα με άρθρο του The Art Newspaper, κομβικό ρόλο μάλλον έπαιξε και η προϋπάρχουσα «διαφορά στο όραμα του Οσμπορν και του Φίσερ για το μουσείο, κυρίως για το ζήτημα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα».
Το μέλλον του μουσείου, και η αναζωπύρωση μιας συζήτησης για την επιστροφή των Γλυπτών
Στο επόμενο διάστημα θα απαντηθούν πολλά από τα αναπάντητα ερωτήματα της υπόθεσης, μέσα από μια συνεχιζόμενη εντατική αστυνομική έρευνα των αρχών. Στο διάστημα αυτό, ωστόσο, οι διαχειριστές του Βρετανικού Μουσείου καλούνται να αντιμετωπίσουν ένα εξίσου επείγον ζήτημα: ποιος θα καταφέρει να οδηγήσει το κορυφαίο μουσείο του κόσμου έξω από αυτή την πρωτοφανή κρίση;
Οι δηλώσεις του Όσμπορν για την υπόθεση της κλοπής, στο σχετικό δελτίο τύπου, είναι μάλλον διφορούμενες. «Αυτό το περιστατικό απλώς ενισχύει την φιλοδοξία μας για τον επανασχεδιασμό του μουσείου την οποία ήδη ξεκινήσαμε να εφαρμόζουμε», δηλώνει ο Πρόεδρος του μουσείου. «Είμαι ξεκάθαρος ως προς αυτό: θα διορθώσουμε αυτό που πήγε στραβά. Το Βρετανικό Μουσείο έχει μια αποστολή που διαρκεί από γενιά σε γενιά. Θα μάθουμε την αλήθεια, θα αποκαταστήσουμε την εικόνα μας, θα μας αξίζει να μας θαυμάζουν για άλλη μια φορά».
Στο μεταξύ, το ζήτημα έχει ήδη αρχίσει να απασχολεί και το πολιτικό σύστημα της χώρας, αν και όχι πάντα με τον τρόπο που θα περίμενε κανείς. Πρόσφατα, ο βουλευτής των Τόρις και πρόεδρος της διακομματικής κοινοβουλευτικής ομάδας για το Βρετανικό Μουσείο, Τιμ Λάουτον, δήλωσε ότι η αποκάλυψη των κλεμμένων και εξαφανισμένων αντικειμένων είναι μεν «επιζήμια», αλλά «αυτό που είναι ιδιαίτερα επιζήμιο είναι ο απροκάλυπτος οπορτουνισμός των Ελλήνων και άλλων που λένε “Ωχ όχι, το Βρετανικό Μουσείο δεν είναι ασφαλές”».
«Για να καθησυχαστεί, ο κόσμος θέλει να μάθει πόσα έχουν εξαφανιστεί, τι έρευνες έγιναν τότε που ήρθαν διάφορες αναφορές και τι γίνεται τώρα, διότι διαφορετικά το θέμα ξεφεύγει από τον έλεγχο», πρόσθεσε ο βουλευτής.
Η Δέσποινα Κουτσούμπα, επικεφαλής του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, πράγματι αντέδρασε στο ζήτημα με ανησυχία για την δυνατότητα και ικανότητα του Βρετανικού Μουσείου να προστατεύσει επαρκώς τις συλλογές του. «Θέλουμε να πούμε στο Βρετανικό Μουσείο ότι δεν μπορούν πλέον να ισχυρίζονται ότι η κληρονομιά του ελληνικού πολιτισμού προστατεύεται περισσότερο εκεί παρά στην Ελλάδα», δήλωσε στην εκπομπή Today του BBC Radio 4 την Τετάρτη.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί πως αν το επιχείρημα της ασφάλειας χρησιμοποιείται σήμερα από την ελληνική πλευρά, με αφορμή την όντως εξωφρενική υπόθεση κλοπής, είναι επειδή εισήχθη πρώτα στον διάλογο για την κυριότητα των Γλυπτών από το ίδιο το Βρετανικό Μουσείο, που επί χρόνια επαναλάμβανε παλαιότερα το αντεπιχείρημα για την «ανικανότητα της Ελλάδας να προστατεύσει την κληρονομιά της σε ένα υψηλών προδιαγραφών μουσείο».
Οι επόμενες εβδομάδες και οι συστηματικές έρευνες των αρχών θα αποκαλύψουν σταδιακά το μέγεθος της κλοπής, καθώς και τις λεπτομέρειες των αντικειμένων που πλέον πιθανότατα βρίσκονται στα σπίτια διάφορων συλλογών αρχαιοτήτων. Το μόνο βέβαιο είναι πως το ενδιαφέρον για την υπόθεση –όπως άλλωστε και η ίδια η συλλογή του κορυφαίου μουσείου του κόσμου– θα προέρχεται από κάθε γωνιά του πλανήτη.
Με πληροφορίες από: Daily Telegraph, New York Times, the Art Newspaper, Guardian