Η υποψήφια για τρία Όσκαρ Πολωνή σκηνοθέτρια Ανιέσκα Χόλαντ στρέφεται στο δράμα των μεταναστών, αποκλεισμένων στα σύνορα, γνωστά ως «πράσινο σύνορο», ανάμεσα στην Πολωνία και τη Λευκορωσία, στην ταινία της, «Πράσινο σύνορο», που είδαμε σήμερα στο διαγωνιστικό τμήμα της 80ης Μόστρας του κινηματογράφου. Από τη μια, με την κυβέρνηση του αυταρχικού Προέδρου της Λευκορωσίας, Αλεξάντερ Λουκασένκο να εργαλιοποιεί το μεταναστευτικό για να προκαλέσει την Ευρώπη, βοηθώντας μετανάστες από τη Μέση Ανατολή, την Ασία και την Αφρική να φτάσουν στη χώρα του για να περάσουν σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κι’ από την άλλη, με τη στρατιωτική φρουρά της ακροδεξιάς κυβέρνησης της Πολωνίας να χαρακτηρίζει τους μετανάστες «ζωντανές σφαίρες» που στέλνει ο εχθρός, με δήθεν νοικιασμένα παιδιά, διακινητές ναρκωτικών και διάφορα άλλα εγκληματικά άτομα, για να καταστρέψουν την Πολωνία, προπαγάνδα που πείθει τους συνοριακούς φρουρούς να μεταχειρίζονται τους μετανάστες (γέροντες, γυναίκες, άντρες ακόμη και μικρά παιδιά), με τον πιο απάνθρωπο, βίαιο τρόπο.
Η ταινία παρακολουθεί μια ομάδα μεταναστών, πιόνια αυτής της πολιτικής,που σπρώχνονται ασταμάτητα και βίαια από τη μια πλευρά των συνόρων στην άλλη, στο ελώδες δάσος που χωρίζει τα δυο σύνορα, με την Πολωνία να τους αρνείται είτε την άδεια παραμονής ως πρόσφυγες είτε να τους επιτρέψει να μεταβούν σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αναμεσά στους μετανάστες και μια οικογένεια Σύριων, που η ζωή και τα καθημερινά αβάσταχτα δεινά τους διαπλέκονται με ένα νεαρό Πολωνό φρουρό, που αρχίζει να αισθάνεται ενοχή για όσα αναγκάζεται να εκτελεί, και τη νεοσύλλεκτη Πολωνή ακτιβίστρια Τζούλια, που συμμετέχει με μια ομάδα ακτιβιστών που τρέχουν καθημερινά, νύχτα και βράδυ, για να βοηθήσουν με διάφορους τρόπους, τους μετανάστες.
Με μαυρόασπρο φιλμ, που τονίζει περισσότερο την εφιαλτική, μαύρη ατμόσφαιρα της ταινίας, η Χόλαντ καταγράφει τις αφάνταστες ταλαιπωρίες και τα φρικτά, αβάσταχτα βάσανα στα οποία υπόκεινται καθημερινά από τους φρουρούς οι μετανάστες: διαχωρίζοντας τα μέλη οικογενειών, κλέβοντάς τα κινητά τους, πουλώντας τους ένα μπουκάλι νερό για 50 ευρώ, μπουκάλι που μετά το ανοίγουν και το αδειάζουν στο έδαφος, χτυπήματα, κλωτσιές σε γέροντες, παιδιά και έγκυες γυναίκες, ταλαιπωρίες και από τις δυο πλευρές, ακόμη και σαδιστική συμπεριφορά (ένας φρουρός σπάει το γυαλί στο θερμός ενός μετανάστη και τον αφήνει να πιεί δήθεν το νερό ώστε να γεμίσει το στόμα του με σπασμένο γυαλί), αγνοώντας ακόμη και τις αποφάσεις της Ε.Ε. σχετικά με τα δικαιώματα των μεταναστών εκείνων που αποφασίζουν να ζητήσουν άσυλο στην Πολωνία και κυριολεκτικά πετώντας τους, ξανά και ξανά, στην πλευρά του συνόρου της Λευκορωσίας.
Μια έντιμη, δυνατή φωνή ενάντια σ’ όσα συμβαίνουν σήμερα στον πλανήτη μας, με τη Χόλαντ να τονίζει: «Είναι ακόμη πιο δύσκολο σήμερα να ακουστούν οι γνήσιες φωνές εξαιτίας της επανάστασης που επέφεραν τα κοινωνικά μέσα και η τεχνητή νοημοσύνη. Κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχει κανένας λόγος να ασχολούμαστε με την τέχνη αν δεν αγωνιζόμαστε γι’ αυτή τη φωνή, αν δεν αγωνιζόμαστε για να θέτουμε ερωτήματα για σημαντικά, οδυνηρά και συχνά άλυτα θέματα που μας φέρνουν αντιμέτωπους με δραματικές αποφάσεις».
Ο ψυχρός, απάνθρωπος εταιρικός καπιταλισμός ενάντια στην προστασία του περιβάλλοντος είναι στο επίκεντρο της εξαιρετικής ταινίας «Το κακό δεν υπάρχει» (διαγωνιστικό τμήμα), του Ριουσούκε Χαμαγκούτσι, γύρω από μια ισχυρή εταιρία που αγοράζει τη λίμνη δίπλα σ’ ένα ανέγγιχτο από τις σύγχρονες αλλαγές χωριό, πολύ κοντά στο Τόκιο, για να την εκμεταλλευτεί τουριστικά, δημιουργώντας τον κίνδυνο δηλητηρίασης του νερού της περιοχής.
Ο Χαμαγκούτσι (δημιουργός του Οσκαρικού «Drive My Car» και «Ιστορίες της τύχης και της φαντασίας») παρουσιάζει τη σύγκρουση ανάμεσα στη μικρή κοινότητα του χωριού, με επικεφαλής τον Τακούμι, ξυλοκόπο που ζει με τη νεαρή κόρη του, απομονωμένος σ’ ένα ειδυλλιακό χώρο στην άκρη του δάσους, και των δυο εκπροσώπων της εταιρίας, που παρουσιάζουν στους χωρικούς τη σκληρή πραγματικότητα και οι οποίοι στη συνέχεια αρχίζουν να έχουν αμφιβολίες και να παίρνουν το μέρος των χωρικών.
Ξέρουμε από την αρχή πώς, μια και πρόκειται για ταινία του Χαμαγκούτσι, δεν θα έχουμε μια σχηματική πολιτική ταινία αλλά μια καθαρά ποιητική αντιμετώπιση ενός καυτού (και παγκόσμιου) προβλήματος. Από τα πρώτα κιόλας πλάνα του, ο Χαμαγκούτσι αφήνει την κάμερά του να πλανηθεί στη φύση (στο δάσος, τα δέντρα, τον ουρανό, το ρυάκι απ’ όπου ο Τακούμι μαζεύει το νερό που πουλάει σε κατάστημα του χωριού), να δημιουργήσει σκηνές που μιλούν περισσότερο στην καρδιά παρά στο μυαλό, με ένα άνετο, χωρίς βία, ρυθμό, που σταδιακά καταφέρνει να σε παρασύρει, να σε κάνει να γευτείς τους χώρους, να αισθανθείς το δράμα που εξελίσσεται απλά, αλλά με σιγουριά και στόχο, και να αφεθείς στην εξαιρετική μουσική του Έικο Ισιμπάσι που συμβάλλει στη δημιουργία μιας λυρικής ατμόσφαιρας στην ταινία.
Τις συνεχώς αυξανόμενες συγκρούσεις ανάμεσα στους θρησκευόμενους και τους κοσμικούς Τούρκους παρουσιάζει στη γυρισμένη σε μαυρόασπρο φιλμ, δραματική ταινία του, «Κοιτώνας» ο Τούρκος σκηνοθέτης Νεχίτ Τούνα, που είδαμε στο τμήμα «Ορίζοντες» του φεστιβάλ. Στην Τουρκία του 1997, ο 14χρονος Αχμέτ (ένας πολύ καλός Ντόγκα Καρακάς), στέλνεται από τον πατέρα του, ο οποίος έχει πρόσφατα προσηλυτιστεί και πιστεύει πως έτσι θα σώσει τον γιο του από τις αμαρτίες, σε ισλαμικό, για νεαρούς Μουσουλμάνους, κοιτώνα για να μάθει τις μουσουλμανικές αξίες – «μην γίνεις σαν εμένα, είσαι η λύτρωσή μου», όπως του λέει κάποια στιγμή. Η στάση των σκληρών παιδιών του κοιτώνα δυσκολεύουν τη ζωή του Αχμέτ, ενώ, στη διάρκεια της ημέρας, στο μοντέρνο, ιδιωτικό σχολείο όπου πηγαίνει (εκεί διδάσκονται ακόμη και την αγγλική γλώσσα), κρύβοντας από τους υπόλοιπους την παραμονή του στον κοιτώνα, αισθάνεται απομονωμένος. Μόνη του διέξοδος είναι η γνωριμία και φιλία του με τον συνομήλικό του, Χακάν, που ξέρει πώς να εκμεταλλεύεται το σύστημα και που, μαζί του, κάνει σχέδια για μια διαφορετική ζωή. Μια ζωή με τραγικά δυστυχώς αποτελέσματα.
Αντλώντας από δικές του εμπειρίες (παιδί ακόμη, είχε σταλεί για δέκα χρόνια σε θρησκευτικό κοιτώνα), ο σκηνοθέτης σκιαγραφεί με έντονα, ρεαλιστικά χρώματα (το μαυρόασπρο φιλμ βοηθάει να δημιουργηθεί η μαύρη ατμόσφαιρα που κυριαρχεί στην ταινία) τη ζωή στον κοιτώνα, με τις άδικες σκληρές τιμωρίες και τις αναγκαστικές ιεροτελεστίες που αφορούν τη θρησκεία, με τον Αχμέτ, μετά τη γνωριμία του με τον Χακάν, να αρχίζει τη δική του «εξέγερση», βγαίνοντας κρυφά το βράδυ από τον κοιτώνα για να περάσει μερικές όμορφες ώρες με τον φίλο του, κάνοντας γύρους σε χωράφια με το αυτοκίνητο του πατέρα του, που «κλέβει», παλεύοντας και κολυμπώντας, και γενικά διασκεδάζοντας για να ξεφύγει από το κελί-κοιτώνα, στο εφιαλτικό, χωρίς τις χαρές της παιδικής ηλικίας, ζωής όπου τον έχει κλείσει ο πατέρας του. Παρόλο που η ταινία εκτυλίσσεται προς το τέλος του περασμένου αιώνα και την αυγή του μιλλένιουμ, η κατάσταση στους κοιτώνες αλλά και σε ολόκληρη την Τουρκία, όχι μόνο δεν έχει αλλάξει αλλά και έχει, όπως δυστυχώς γνωρίζουμε, χειροτερέψει! Οπως ανάφερε ο ίδιος ο σκηνοθέτης, «αυτό που προσπάθησα ήταν να μεταφέρω τη δική μου, προσωπική εμπειρία για να αφηγηθώ μια ιστορία που υπερβαίνει τη μακροπολιτική πάλη μεταξύ θρησκευτικότητας και εκκοσμίκευσης, μεταφέροντας την απομόνωση και την πίεση που αντιμετωπίζει ο Αχμέτ ενώ αγωνίζεται να αντιμετωπίσει τις προσδοκίες της οικογένειάς του και να μπορέσει να ανήκει κάπου».