Η Ίρις Κλερ και ο Θανάσης Τσίγκος

Δημήτρης Αληθεινός Δημοσιεύθηκε 2.10.2023
Ποια είναι άραγε η μοίρα των προσωπικών αναμνήσεων; 

Ποια είναι άραγε η μοίρα των προσωπικών αναμνήσεων; Πού σκουριάζουν παρατημένοι οι κρίκοι της αλυσίδας του χθες πριν κατρακυλήσουν για πάντα στη λήθη; «Verba volant, scripta manent» έλεγαν οι Ρωμαίοι διαχωρίζοντας το άυλο φτερούγισμα της προφορικής αφήγησης από τη γρανιτένια διαχρονικότητα του κειμένου.

Το βιβλίο της Ίρις Κλερ «iris.time» είναι μια μικρή κιβωτός αναμνήσεων, μια αλυσιδωτή καταγραφή καθημερινών ιστοριών που θα είχαν ξεχαστεί για πάντα, αν δεν μας τις πρόσφερε νοστιμεύοντας με ανθρώπινες μυρωδιές και γεύσεις, τη συχνά άνοστη ιστορία της τέχνης.

«Ο ζωγράφος Θανάσης Τσίγκος γεννήθηκε στην Ελευσίνα το 1914 και πέθανε στην Αθήνα το 1965 από κίρρωση του ήπατος. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο της Αθήνας από όπου αποφοίτησε το 1936. Εργάστηκε ως βοηθός κοντά στον Π. Τζελέπη και στη συνέχεια στον Κ. Κωτάκη, στην Κρήτη και την Αθήνα, ενώ με την κήρυξη του πολέμου κατατάχθηκε στον ελληνικό στρατό και υπηρέτησε στη Μακεδονία, συμμετέχοντας επίσης στις στρατιωτικές επιχειρήσεις της Συρίας, της Υπεριορδανίας και της Λιβύης και πολεμώντας στη μάχη του Ελ Αλαμέιν ως ανθυπολοχαγός της Πρώτης Ελληνικής Ταξιαρχίας. Πρωτοστάτησε στα ελληνικά αντιβασιλικά κινήματα, ενώ, μετά την απο­τυχία του τελευταίου τον Απρίλιο του 1944 καταδικάστηκε σε θάνατο και μεταφέρθηκε στις φυλακές της Αμπασσίας στο Κάιρο. Με την υπογραφή της συνθήκης του Λιβάνου η καταδίκη του μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη και μεταφέρθηκε στο Σουδάν, στη φυλακή Κεμπέιτ από όπου απελευθερώθηκε το 1946. Με τις συστάσεις του Le Corbusier συνήψε συμβόλαιο με τους αρχιτέκτονες Niemeyer, Palumbo και Costa για να εργαστεί στον σχεδιασμό της νέας πρωτεύουσας Μπραζίλια. Έπειτα από σύντομη διαμονή στο Παρίσι, όπου γνώρισε τη μέλλουσα σύζυγό του Χριστίνα Μαυροείδη, ταξιδεύει στη Βραζιλία. Εγκατεστημένος από το 1948 στο Παρίσι, αγοράζει το θέατρο Gaite Montparnasse αναλαμβάνοντας τη σκηνογραφία, τα κοστούμια και τη διαχείριση της επιχείρησης, ενώ η Χριστίνα Τσίγκου σκηνοθετεί τις παραστάσεις και ερμηνεύει τους πρωταγωνιστικούς ρόλους σε ένα θέατρο που έμελλε να εξελιχθεί σε ένα από τα πιο πρωτοποριακά του Παρισιού. Στο πλαίσιο αυτό, πραγματοποιήθηκε η γνωριμία του με σημαντικούς καλλιτέχνες και διανοούμενους όπως ο Sartre, ο Chagall και ο Picasso. Η παράλληλη ενασχόλησή του ωστόσο με τη ζωγραφική έμελλε να εξελιχθεί σε κύρια ασχολία του» (1).

(...) Ο Τσίγκος (γράφει η Ίρις Κλερ) ήταν Έλληνας, επομένως, ζηλιάρης. Ήταν ψηλός, μελαχρινός, με πλούσια μαλλιά κι εντυπωσιακή γοητεία, αλλά όλα αυτά αμαυρώνονταν από τον χρόνιο αλκοολισμό του. Ήταν πάντα ανάμεσα σε δύο ποτήρια ρούμι, κατανάλωνε δύο λίτρα τη μέρα και δεν πλενόταν ποτέ, το νερό τον αρρώσταινε. Όταν κατάλαβε ότι προωθούσα έναν άλλο Έλληνα, τον έπιασε φρενίτιδα.

- Έλα στο ατελιέ μου, θα σου δείξω τα έργα μου, μου είπε. Είναι καταπληκτικά.

Εκείνη την ημέρα ήταν τύφλα στο μεθύσι. Τρέκλιζε. Με τη βοήθεια του Charles Estienne τον έβαλα στο 4CV μου και γεμάτη συμπάθεια τον πήγα σπίτι του. Αυτός μεθυσμένος, εγώ ασθματική, ανεβήκαμε με κόπο τα τρία πατώματα, αλλά, μόλις πέρασα το κατώφλι, είδα μπροστά μου έναν τελείως διαφορετικό Τσίγκο. Θα έλεγα ότι, σαν από θαύμα, οι ατμοί του αλκοόλ είχαν εξαφανιστεί.

Το θέαμα που εμφανίστηκε μπροστά στα μάτια μου ήταν φοβερό. Σκόρπιοι καμβάδες πασαλειμμένοι με χρώματα γέμιζαν το πάτωμα, κάλυπταν τους τοίχους κι έφταναν μέχρι το ταβάνι. Σωροί μισοάδειων σωληνάριων έφτιαχναν στοίβες σε κάθε γωνιά. Ήταν καταπληκτικό, δεν ήξερα πού να βάλω τα πόδια μου. Ο Τσίγκος δεν χρησιμοποιούσε ποτέ πινέλα. Ζωγράφιζε λουλούδια και ζώα με τα δάχτυλα. Ήταν φανταστικό. Πριν προλάβω να πάρω ανάσα με αγκάλιασε δυνατά.

- Έχω αργήσει του είπα, άσε με να φύγω, ο άντρας μου με περιμένει.

- Παράτα τον άντρα σου. Μα τον Θεό σε παντρεύομαι.

- Μα Τσίγκο, έχω και έναν γιο.

- Τον παντρεύομαι κι αυτόν.

- Δεν θα μπορούσα να ζήσω ούτε μια στιγμή σ' αυτό το χάος.

- Θα το βάλεις εσύ σε τάξη, θα το καθαρίσεις.

- Άκου, αν δεν με αφήσεις αμέσως θα φωνάξω βοήθεια.

Μόλις το είπα με έπιασε δυνατά και με πέταξε στο κρεβάτι. Τρομοκρατήθηκα, τα σεντόνια ήταν μαύρα από τη βρόμα.

- Ντροπή σου Τσίγκο. Δεν ντρέπεσαι; Είναι απαίσιο να προσπαθείς να βιάσεις μια γυναίκα μέσα σε τούτη τη βρομιά. Αυτό το κρεβάτι πρέπει να είναι γεμάτο παράσιτα.

- Αδύνατον, μου είπε. Εγώ είμαι καθαρός, πλένω το σώμα μου με DDT (2) κάθε μέρα.

(...) Έπρεπε να ξεκινήσω τις δραστηριότητες της γκαλερί την πρώτη Ιουλίου 1955. Στην πραγματικότητα, οι δύο νεαροί και πολλά υποσχόμενοι συνεργάτες μου ήταν ο Τάκις και ο Τσίγκος. Ο Τάκις βρισκόταν στο Λονδίνο οπότε δεν είχα κανένα του έργο του, και σε ό,τι αφορούσε τον Τσίγκο, του είχα συγχωρέσει τη συμπεριφορά του. Μου είχε ζητήσει συγγνώμη ρίχνοντας τις ευθύνες στο αλκοόλ. Οι φίλοι μου Simone και Claude Bellegarde, ήρθαν να με βοηθήσουν στο στήσιμο. Αυτός ήταν ζωγράφος αφηρημένης τέχνης και δούλευε στην γκαλερί του Pére Vallée. Την πρώτη ημέρα κατεβάσαμε τους πίνακες που ήταν κρεμασμένοι στις ράγες για να βάλουμε τους πίνακες του Τσίγκου και είδα στο πρόσωπο του Claude Bellegarde ότι δεν συμφωνούσε καθόλου με τα έργα. Ένας αφηρημένος ζωγράφος μπροστά σε αυτή την πληθώρα των λουλουδιών και των ζώων δεν μπορούσε παρά να αισθανθεί παράξενα. Δεν έδωσα σημασία και αποφάσισα να παραμείνω ψύχραιμη, ενάντια σε όλα. Στις βιτρίνες έβαλα τους δύο πιο εντυπωσιακούς πίνακες, αυτούς που σίγουρα θα τραβούσαν τα βλέμματα των περαστικών, κάτι που αναπόφευκτα συνέβη. Ανάλογα με την εθνικότητά τους, άλλοι ήταν αδιάφοροι ή έβγαζαν κραυγές, άλλοτε προσβολής και άλλοτε θαυμασμού.

(...) Τις δύο πρώτες μέρες η Simone κι εγώ ήμασταν συνεχώς παρούσες, πιστές στο καθήκον. όμως δεν έγινε τίποτα σπουδαίο. Το τρίτο βράδυ, κατά τις έντεκα, έκανε την εμφάνισή του ένας Αμερικανός. Τον είχαν τραβήξει τα φώτα της γκαλερί. Έμεινε μισή ώρα θαυμάζοντας τα έργα. Στο τέλος πήρε ένα σημειωματάριο κι έγραψε τον τίτλο κάθε πίνακα.

- Ενδιαφέρομαι πάρα πολύ, μου είπε. Θα ξανάρθω αύριο στις έξι το απόγευμα. Αυτή είναι η κάρτα μου, μένω στο ξενοδοχείο George V.

Ήταν ο κύριος Bern Bernard, από τη Νέα Υόρκη.

Μεθυσμένη από χαρά, πέρασα τη νύχτα γεμάτη όνειρα.

Την επομένη στις πέντε, σίγουρη για την επιτυχία, περίμενα τον πελάτη μου, όμως οι ώρες περνούσαν, έγιναν μεσάνυχτα και δεν είχε έρθει.

Η νύχτα ήταν λευκή, άγρυπνη και η εξαπάτηση σκληρή.

Το επόμενο βράδυ ξανάρχισα τις προσπάθειες. Σήκωσε, κλείσε, περίμενε. Γύρω στις έξι δεν άντεξα άλλο, τηλεφώνησα στο ξενοδοχείο. Κατά σύμπτωση ο κύριος Bernard ήταν εκεί.

- Α! είσαστε εσείς από τη μικρή γκαλερί. Είναι πολύ μακριά, δεν μπορώ να έρθω μέχρι εκεί.

- Μα έχω αυτοκίνητο κύριε Bernard, μπορώ να είμαι κοντά σας σε δέκα λεπτά. Έρχομαι να σας πάρω.

- Ok ελάτε.

Η Simone με κρέμασε, ο Bellegarde δεν είχε έρθει. Έπρεπε να κλείσω την γκαλερί και να φύγω.

Στον δρόμο της επιστροφής όσο οδηγούσα, έκανα μια πιστή περιγραφή του χαρακτήρα του Τσίγκου και κατάφερα να τον βάλω στο κλίμα. Αντιμέτωπος με τα έργα, παρέμεινε μπερδεμένος. Πέθαινα από την αγωνία. Θα αγοράσει; Δεν θα αγοράσει; Δεν άνοιγε το στόμα του, δεν έβγαζε λέξη. Μετά από μια μακριά αναμονή, τον άκουσα να λέει:

- Ok Τα αγοράζω όλα.

Παραλίγο να λιποθυμήσω.

Φυσικά μου έκανε σκληρό παζάρι, αλλά πώς να αντισταθώ στον πρώτο μου πελάτη;

Η ευχαρίστηση της πειθούς είχε αντισταθμίσει σε μεγάλο βαθμό το χαμένο κέρδος» (3).

Σημειώσεις
1. Απόσπασμα από το ηλεκτρονικό περιοδικό «Νικίας».
2. Το DDT ήταν ισχυρό εντομοκτόνο και χρησιμοποιούνταν κατά κόρον μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
3. Η μετάφραση δική μου.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ