Έχουν περάσει 35 χρόνια από τότε που η Σάρα Λούκας συμμετείχε στη θρυλική πλέον ομαδική έκθεση «Freeze» (1988), που διοργάνωσε ο Ντέμιεν Χιρστ στο Surrey Docks του Λονδίνου.
Τότε ήταν μέλος της ομάδας Young British Artists, που άρχισε να εκθέτει μαζί στο Λονδίνο στα τέλη της δεκαετίας του 1980 ξεσηκώνοντας θύελλα στον κόσμο της τέχνης. Σήμερα, η Σάρα Λούκας είναι από τους καλλιτέχνες με τη μεγαλύτερη επιρροή στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ο Ντέμιεν Χιρστ δηλώνει ότι τη λατρεύει και θεωρείται ο μεγαλύτερος συλλέκτης των έργων της. «Ο κόσμος της Λούκας ήταν ο πιο άγριος από όλων των Νέων Βρετανών Καλλιτεχνών, έκανε σκληρά πάρτι και τέχνη που ήταν προκλητική και μερικές φορές πραγματικά σοκαριστική», έγραφε το 2011 στην «Guardian» η Aida Edemariam.
Η Λούκας εμπνέεται πάντα από τα άκρα. Από τα χέρια και τα πόδια και το στήθος και τους φαλλούς που συμπλέκονται για να μετατρέψουν την απελπισία σε μια εκθαμβωτική γιορτή της πολύμορφης σεξουαλικότητας.
Όταν η Λούκας εισέβαλε το 1990 στον κόσμο της τέχνης, χρησιμοποίησε τα ταμπλόιντ της βρετανικής δημοσιογραφίας (που ήταν στα «καλύτερά τους» και πιο κίτρινα από ποτέ) σε απρόσμενα κολάζ, αλλά και υλικά όπως έπιπλα, ρούχα, τρόφιμα, τσιγάρα, λαχανικά, σάπια κρέατα και κάλτσες, σε αποπροσανατολιστικά, συγκρουσιακά ταμπλό που αμφισβητούσαν με τόλμη τους κοινωνικούς κανόνες.
Ήταν επηρεασμένη από το έργο της Αμερικανίδας φεμινίστριας Andrea Dworkin, όταν έκανε τις ζοφερά χιουμοριστικές συνθέσεις της. Για παράδειγμα, για το έργο «Bitch», το 1995, τέντωσε ένα λευκό μπλουζάκι πάνω από ένα τραπέζι σε μια προσομοίωση ενός λυγισμένου σώματος, με δύο πεπόνια να κρέμονται από το σημείο όπου θα ήταν το στήθος. Προσωπικά αντικείμενα λαμπερά και άθλια, λεκάνες τουαλέτας που παραπέμπουν στον Ντισάν, το ανθρώπινο σώμα και ανθρωπόμορφες μορφές επανέρχονται σε όλα τα έργα της και συχνά εμφανίζονται ερωτικά, χιουμοριστικά, κατακερματισμένα ή αναδιαμορφωμένα σε μια φανταστική ανατομία της επιθυμίας.
Ένα από τα πιο διάσημα έργα της είναι το «Δύο τηγανητά αυγά και ένα κεμπάπ» του 1992. Τα αντικείμενα είναι τοποθετημένα σε ένα ξύλινο τραπέζι έτσι ώστε να σχηματίζουν μια γυναίκα, η οποία διατίθεται ως κάτι φθηνό και διαθέσιμο όπως το fast food ή ως μια παρωδία της νεκρής φύσης. Το έργο έχει συγκριθεί εννοιολογικά με το εμβληματικό έργο της φεμινίστριας Τζούντι Σικάγο, «The Dinner Party».
Οι φιγούρες της είναι συνήθως ακέφαλες. Υπάρχει μόνο ένα πρόσωπο, αυτό του καλλιτέχνη, του εαυτού της, πανταχού παρόν μέσα σε μια σειρά συναρπαστικές αυτοπροσωπογραφίες από τη δεκαετία του ’90. Φιγούρα ανδρόγυνη, ασυμβίβαστη, σκληρή, δαγκώνει μια μπανάνα, απλώνεται χαμογελαστή σε μια καρέκλα με δύο τηγανητά αυγά στο στήθος της, σκύβει σε ένα κάθισμα τουαλέτας χωρίς εσώρουχα, με ένα τσιγάρο στο δεξί της χέρι. Είναι αδύνατο να κοιτάξει κανείς αυτές τις εικόνες και να μην αναρωτηθεί ποια είναι, πώς έμαθε να φορτίζει με δύναμη τέτοια ευτελή υλικά και τον εαυτό της.
Η Λούκας εμπνέεται πάντα από τα άκρα. Από τα χέρια και τα πόδια και το στήθος και τους φαλλούς που συμπλέκονται για να μετατρέψουν την απελπισία σε μια εκθαμβωτική γιορτή της πολύμορφης σεξουαλικότητας, σε μια διαρκή προβοκάτσια, σε άτονες και μακρόστενες φιγούρες που αποκαλεί «Bunnies» και που το 1997 παρουσιάστηκαν στην έκθεση-ορόσημο «Sensation» της Royal Academy of Art. Δεν σταμάτησε ποτέ να προκαλεί με τη «φεμινιστική» της ατζέντα, τη προκλητική σωματικότητα και το πνευματώδες έργο της.
Η χιουμοριστική αφήγηση, η έλλειψη σύνδεσης με την ηθική, η σχεδόν απούσα σεξουαλικότητα κάνει τα έργα της δυνατά. Υπάρχει η εξής αντίφαση: τα έργα της δεν σχολιάζουν απροκάλυπτα αλλά με κρυπτικό τρόπο τον σεξισμό, ωστόσο καταφέρνει να τον κάνει ολοφάνερο. Μακριά από καταναγκαστικές φλυαρίες ή αυτόματες απεικονίσεις, φανερώνουν μια συνειδητή λαχτάρα για μια προσωπική αίσθηση ευτυχίας. «Δεν προσπαθώ να λύσω το πρόβλημα. Εξερευνώ το ηθικό δίλημμα ενσωματώνοντάς το» λέει η ίδια.
Η Tate Britain παρουσιάζει στην έκθεση «Happy Gas», που θα διαρκέσει μέχρι τον Ιανουάριο του 2024, μια τρυφερή και γενναία εξερεύνηση του έργου της Βρετανίδας εικαστικού «για το τι μας κάνει ανθρώπους». Παρουσιάζει τη Λούκας ως μια από τις κορυφαίες προσωπικότητες της γενιάς της, διεθνώς γνωστή για το τολμηρό και ασεβές έργο της, που συχνά εξερευνά το ανθρώπινο σώμα, τη θνητότητα και τις πολύ βρετανικές εμπειρίες του σεξ, της τάξης και του φύλου. Η έκθεση συγκεντρώνει περισσότερα από 75 έργα που καλύπτουν τέσσερις δεκαετίες, από πρωτοποριακά πρώιμα γλυπτά και φωτογραφίες της μέχρι ολοκαίνουργια έργα που παρουσιάζονται για πρώτη φορά.
Η Λούκας μεταφέρει την καλλιτεχνική της δύναμη στο υλικό, επαναδιατυπώνοντάς το με μια ελευθερία μεταδοτική σχεδόν σε όποιον την παρατηρεί μέσα στα χρόνια. Δεν είναι πια η νέα γυναίκα στις σχεδόν αλαζονικές προσωπογραφίες, «είναι μια γυναίκα με ευθύτητα, χωρίς προσποίηση, με δύναμη προσωπικότητας», όπως υποστηρίζει η γκαλερίστα Sadie Coles, η οποία την εκπροσωπεί από το 1997.
Το να αξιοποιεί στο έπακρο τα υλικά που υπάρχουν γύρω της είναι μια αρχή που εφαρμόζει συνειδητά, όχι μόνο στη δουλειά της αλλά και στη ζωή της. Είναι κάτι που έμαθε μεγαλώνοντας σε επιδοτούμενες κατοικίες στο βόρειο Λονδίνο. Οι γονείς της ήταν φτωχοί, ο πατέρας της γαλατάς και η μητέρα της μια κακοποιημένη από τον πατέρα της γυναίκα. Η Λούκας ήταν ένα πολύ ήσυχο παιδί που σχεδόν δεν μιλούσε, της άρεσε να παρατηρεί στα σπίτια που πήγαιναν επίσκεψη τα έπιπλα, μέχρι που ένας συμμαθητής της την εκφόβισε και προσπάθησε να κλέψει το στιλό της.
Εκείνη του επιτέθηκε και τον ανάγκασε να γονατίσει και τότε, ως διά μαγείας, αναδύθηκε ένας άλλος εαυτός, με ανάγκη για ελευθερία και αυτοέκφραση. Το δύσκολο σπίτι στο οποίο μεγάλωνε δεν της έδινε κανένα εφόδιο για να προχωρήσει και για χρόνια ζούσε με τον φόβο ότι θα τη συνοδεύει η δυστυχία των γονιών της. Πέρασαν πολλά χρόνια για να πιστέψει στον εαυτό της.
Εγκατέλειψε το σχολείο στα 16, έμεινε έγκυος στα 17, έκανε έκτρωση, ενώ στη συνέχεια αποφάσισε να κάνει οτοστόπ σε όλη την Ευρώπη, αναζητώντας μια κατεύθυνση στη ζωή της. Επέστρεψε για να σπουδάσει τέχνη στο The Working Men's College, στο London College of Printing και στο Goldsmiths College, αποφοιτώντας με πτυχίο Καλών Τεχνών το 1987.
Η Λούκας ένιωσε εκνευρισμό και αγανάκτηση όταν είδε μετά την αποφοίτησή της ότι στους άνδρες ομότεχνούς της έδιναν μεγαλύτερη σημασία, ήταν τα «αγαπημένα αγόρια του Λονδίνου», ενώ οι γυναίκες έμεναν στο περιθώριο. Έτσι, στις αρχές του 1993, μαζί με την Τρέισι Έμινδημιούργησαν όχι μόνο μια τρελής ενέργειας, πολυσυζητημένη σχέση αλλά και το The Shop, μια βραχύβια και άναρχη γκαλερί-στούντιο στο Ανατολικό Λονδίνο. Πουλούσαν τη δουλειά τους σε τιμές ευκαιρίας –χειροποίητα μπλουζάκια που έγραφαν «SHE'S KEBAB», τασάκια με το πρόσωπο του Ντέμιεν Χιρστ– και το τρελό τους πρότζεκτ «έφερε τόσους πολλούς ανθρώπους κοντά μας που κατά κάποιον τρόπο διεύρυνε τον κόσμο μας. Αισθανθήκαμε την τεράστια δύναμή του» έχει πει στους ΝΥΤ.
Η Λούκας έκανε την πρώτη της ατομική έκθεση το 1992 στη City Racing, στο νότιο Λονδίνο, και την πρώτη της ατομική έκθεση στη Νέα Υόρκη στην Barbara Gladstone Gallery το 1995. Από τότε έχει δυναμική παρουσία στην κεντρική σκηνή της τέχνης, αλλά τολμά και να αποσύρεται.
Αυτό έκανε όταν άρχισε να δουλεύει τα «Penetralia»: γύψινα εκμαγεία φαλλών διαφόρων μεγεθών, που μερικές φορές αναδύονται, μεταμορφώνονται ή συνυπάρχουν με φυσικές μορφές, όπως ραβδιά ή κορμούς ή κροκάλες και έργα εξίσου διφορούμενα όπως καρέκλες φτιαγμένες από εκατοντάδες στήθη από γεμιστά καλσόν σε αποχρώσεις του ροζ και του καφέ, που δεν θυμίζουν έντονα σεξουαλικά όργανα αλλά τελετουργικά αντικείμενα τα οποία ξεθάφτηκαν από τα βάθη του χρόνου και υποδηλώνουν ότι το ενδιαφέρον της δεν ήταν να δημιουργήσει προκλητικές εικόνες αλλά «υποδοχείς ενέργειας».
«Το νόημα της τέχνης για μένα ήταν ότι ήθελα να συνεχίσω να μιλάω και να σκέφτομαι μαζί με άλλους ανθρώπους», λέει. Έχει δοκιμάσει να συνεργαστεί με χορογράφους και κολεκτίβες σε πολύ εύθυμες και ανατρεπτικές συμπράξεις, αποκαλύπτοντας το εύρος και την ευρηματικότητα της τέχνης της.
Τρεις δεκαετίες και πλέον μετά την πρώτη της εμφάνιση, η Λούκας έχει προκαλέσει κρίσιμες συζητήσεις σχετικά με το φύλο και την εξουσία, μαζί με την κληρονομιά του υπερρεαλισμού – από τις έξυπνες μεταμορφώσεις καθημερινών αντικειμένων μέχρι την εξερεύνηση της σεξουαλικής ασάφειας και την ένταση μεταξύ του οικείου και του παράλογου. Το έργο της είναι ξεχωριστό και ανατρέπει διαρκώς τις παραδοσιακές έννοιες του φύλου, της σεξουαλικότητας και της ταυτότητας.
Τα έργα της έχουν εκτεθεί στην Tate Modern, στο Freud Museum, στην Tecla Sala, στο Museum Ludwig, στο Museum Boijmans-van Beuningen και στο Museum of Modern Art στη Νέα Υόρκη καθώς και σε πολλές ατομικές εκθέσεις σε γκαλερί σε όλο τον κόσμο, ενώ έχει συμπεριληφθεί σε μεγάλες μελέτες για τη νέα βρετανική τέχνη.
Η Σάρα Λούκας χρησιμοποιεί συχνά το κριτικό χιούμορ στο έργο της, προκειμένου να αμφισβητήσει τις συμβάσεις και να αναδείξει τον παραλογισμό της καθημερινότητας, ενώ ασχολείται με τον περιστασιακό μισογυνισμό της καθημερινής ζωής και χρησιμοποιεί τις συμβάσεις της γλώσσας της μεσαίας τάξης ή του «δρόμου» για να υλοποιήσει το concept της.
Αν η επιδίωξή της είναι να διαταράξει την πατριαρχική δυναμική της εξουσίας του βλέμματος, τα καταφέρνει περίφημα, ενώ επαναδιαπραγματεύεται παράλληλα και τη θηλυκότητα αλλά και τη φεμινιστική τέχνη και τα στερεότυπά της. Ακόμα και σήμερα, όπως στις αρχές της καριέρας της, είναι ανοιχτή σε υλικά και διαδικασίες, ένα σήμα κατατεθέν από τότε που ήταν ένα απ' τα απείθαρχα, τρομερά παιδιά, της γενιάς που προκάλεσε τον βρετανικό κόσμο της τέχνης και άσκησε ανεξίτηλη επίδραση στο πολιτιστικό τοπίο.
Σήμερα χρησιμοποιεί πιο σκληρά υλικά, λεπτοδουλεμένο μπρούντζο και ρητίνη και σκυρόδεμα, συνεχίζοντας να πειραματίζεται με τα θέματα που καθόρισαν την καριέρα της, όπως η αντικειμενοποίηση της γυναικείας μορφής και η ανθρωπομορφική δυνατότητα των καθημερινών αντικειμένων, δοκιμάζοντας τολμηρά και σταθερά νέες προοπτικές στην τέχνη της.
Η εικαστική έκθεση «Happy Gas» στην Tate Britain θα διαρκέσει μέχρι τον Ιανουάριο του 2024.
Με πληροφορίες από Tate, New Museum, Guardian, New York Time, 56th Biennale