Το Ελληνικό ροκ το 1973 διαγράφει πτωτική πορεία, για κάποιους πολύ ειδικούς λόγους. Λόγους, που δεν συνδέονται με την διεθνή οπισθοχώρηση του ροκ (στις μητροπόλεις), το οποίο, από εκείνη τη χρονιά, δείχνει πως έχει πια ολοκληρωθεί σαν ένα κοινωνικό και αισθητικό γεγονός. Ποικίλων ειδών γεγονότα έχουν αφαιρέσει από το ροκ τη δυναμική που είχε στο δεύτερο μισό των σίξτις και στις αρχές των σέβεντις, καθώς οι κοινωνικοπολιτικές διαψεύσεις και η ανατροφοδότηση της συντήρησης έχουν επιφέρει πλήγματα στις κοινωνίες, που επιχειρούν να επιβιώσουν μέσα στην, τεράστια, πρώτη πετρελαϊκή κρίση.
Η Ελλάδα, ως χώρα της περιφέρειας, στην οποία το ροκ επιβλήθηκε από τα πάνω, αντιμετωπίζει μαζί με τα ευρύτερα και τα δικά της, ιδιόμορφα, θέματα.
Η ραγδαία ανάπτυξη του φοιτητικού κινήματος, με την παράλληλη άνοδο του εντεχνολαϊκού τραγουδιού (ακόμη και τα «παράνομα» τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη ακούγονται πλέον σταθερά στην Πλάκα, το φθινόπωρο του ’73), σε συνδυασμό με τις λοβιτούρες του δικτατορικού καθεστώτος –το δημοψήφισμα του καλοκαιριού, το σχετικό με την πολιτειακή αλλαγή κτλ. ή το «πείραμα Μαρκεζίνη»– και βεβαίως με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, και το επακόλουθο τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, προσανατολίζουν ένα μεγάλο κομμάτι της νεολαίας, το πιο προοδευτικό, ας το πούμε έτσι, προς άλλες κατευθύνσεις. Το ροκ, χοντρικά, θεωρείται πασέ, ξενόφερτο, αμερικάνικο και «κανείς» δεν του δίνει πια σημασία.
Ποικίλων ειδών γεγονότα έχουν αφαιρέσει από το ροκ τη δυναμική που είχε στο δεύτερο μισό των σίξτις και στις αρχές των σέβεντις, καθώς οι κοινωνικοπολιτικές διαψεύσεις και η ανατροφοδότηση της συντήρησης έχουν επιφέρει πλήγματα στις κοινωνίες, που επιχειρούν να επιβιώσουν μέσα στην, τεράστια, πρώτη πετρελαϊκή κρίση.
Τα συγκροτήματα διαλύονται σιγά-σιγά, το ένα μετά το άλλο, δίσκοι βγαίνουν όλο και λιγότεροι, τα ροκ κλαμπ αντιμετωπίζουν ζόρια κι αυτά, γιατί ο κόσμος επιθυμεί πιο πολιτικοποιημένα ακούσματα (που τα προσφέρουν διάφοροι «έντεχνοι» συνθέτες), το θέατρο επίσης (με «Το Μεγάλο μας Τσίρκο» και άλλα έργα), αφουγκράζεται καλύτερα από το ροκ τις αγωνίες (και) της νεολαίας, και γενικώς αυτή είναι η κατάσταση στο χώρο και στη χώρα – χοντρικά μη ευνοϊκή για το ροκ, στο διάβα του ’73 και κυρίως προς το τέλος του.
Κάποιοι δίσκοι (LP) θα βγουν πάντως, αλλά αν εξαιρέσεις δυο-τρεις οι υπόλοιποι θα ακολουθήσουν χαμηλές εμπορικές πτήσεις.
Στη λίστα που ακολουθεί συμπεριλαμβάνουμε ελληνικούς ροκ δίσκους, που κυκλοφόρησαν το 1973 στη χώρα μας (το λέμε, γιατί δεν ασχολούμαστε με δίσκους ελληνικών συγκροτημάτων του εξωτερικού, όπως των Axis φερ’ ειπείν, που δρούσαν στη Γαλλία και ήταν σχεδόν άγνωστοι εδώ), μα και κάποιους ποπ (που είναι κάτι παραπάνω από αξιοπρεπείς), συν μια «ιδιαιτερότητα», για την οποία θα επιχειρήσουμε να εξηγήσουμε τα σχετικά, όταν θα έρθει η ώρα... στο τέλος του κειμένου.
Η λίστα είναι αλφαβητική και όχι αξιολογική.
ΑΚΡΙΤΑΣ: Ακρίτας
[Polydor, 1973
Η ιστορία του άλμπουμ των Ακρίτας μπορούμε να πούμε πως ξεκινάει στο Λονδίνο, το 1972. Όπως είχε πει παλαιότερα ο άνθρωπος που θα έγραφε τα λόγια στον δίσκο, ο σκηνοθέτης Κώστας Φέρρης (περιοδικό «Μουσική & Μουσικοί», τεύχος #6, Σεπτέμβριος 1988):
«Με τον Σταύρο Λογαρίδη θα συναντηθούμε στο Λονδίνο το Δεκέμβρη του 1972. Τότε που ήρθε για ν’ αγοράσει το πρώτο του synthesizer. Ήταν μάλιστα το πρώτο που ήρθε στην Ελλάδα. Ένα VCS 3 της Synthie. Τότε υπήρχαν δύο μάρκες synthesizer. Η Moog και η Synthie και τα synthesizers που έβγαζαν ήταν μονοφωνικά. Θα μου τον συστήσει λοιπόν ο Σταμάτης Σπανουδάκης έτσι απλά σαν γαμπρό του, χωρίς να μου πει άλλες λεπτομέρειες. Εγώ έλειπα τότε από την Ελλάδα. Έτσι ούτε για τους Poll ήξερα, ούτε τίποτα για τις δραστηριότητες του Σταύρου. Εγώ τον γνώρισα από τον Σπανουδάκη σαν ένα παιδάκι που έπαιζε έτσι γενικά μουσική.(…). Αργότερα θα με καλέσει στην Ελλάδα για να του γράψω στίχους για το πρώτο του solo LP μετά την διάλυση των Poll. Ήρθα λοιπόν και γράφω το λιμπρέτο του Ακρίτα. Ένας πολύ καλός δίσκος. Είναι ουσιαστικά μια σουίτα χορού. Rock ας πούμε. Που κάπου για μένα είναι μπαρόκ πιο πολύ. Με την καλή όμως έννοια. Ξεκινάει από jazz, πάει σε στυλ Emerson Lake & Palmer, σε Μπαχ και ξαναγυρίζει σε rock.(…) Είχε όμως την ατυχία να κυκλοφορήσει το ’74 (σ.σ. ο δίσκος κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του ’73, αλλά ουσιαστικά διανεμήθηκε την επόμενη χρονιά), λίγο μετά τη Μεταπολίτευση που ήταν τα δισκάδικα γεμάτα από Θεοδωράκη και χάθηκε».
Οι Ακρίτας, έτσι όπως εμφανίζονταν τουλάχιστον σ’ αυτό τον μοναδικό δίσκο τους, που ηχογραφήθηκε τον Ιούλιο του 1973, ήταν ένα κουαρτέτο αποτελούμενο από τους Σταύρο Λογαρίδη τραγούδι, μπάσο, ακουστική κιθάρα, Άρη Τασούλη πιάνο, όργανο, VCS 3 συνθεσάιζερ, Γιώργο Τσουπάκη ντραμς και Δήμη Παπαχρήστου ηλεκτρικές κιθάρες.
Όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του δίσκου, ο οποίος στο κόνσεπτ του έπαιρνε αφορμή από την «Ασκητική» του Νίκου Καζαντζάκη, έχουμε να κάνουμε με «μια σουίτα χορού για κουαρτέτο και play back», με πολλά μουσικά στοιχεία δανεισμένα από το progressive rock της εποχής, το μπαρόκ, την τζαζ και τον αυτοσχεδιασμό, την ελληνική παράδοση κ.λπ.
Όλα αυτά απλωμένα μέσα από εκτεταμένα οργανικά μέρη, με περφεξιονιστικά παιξίματα (ιδίως από τον οργανίστα Τασούλη) και με τα λίγα «κανονικά» τραγούδια να υπογραμμίζουν αυτήν ακριβώς την μουσική συνθετότητα του έργου, το οποίο, περιττό να το πούμε, θα αγνοηθεί παντελώς στην εποχή του.
Έτσι, μία από τις πλέον σοβαρές συνθετικές απόπειρες στο χώρο του ελληνικού ροκ, μέσω ενός δίσκου ευρωπαϊκών προδιαγραφών σε κάθε περίπτωση, θα αποδεικνυόταν εκτός τόπου (αν και εντός χρόνου), δρέποντας δόξα, τελικά, δεκαετίες αργότερα, και βασικά από το 1994 και μετά – ύστερα από τις απανωτές επανεκδόσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό (τελευταία στην Cobalt Music το 2022-23). Μια δικαίωση κατόπιν εορτής, για τον Σταύρο Λογαρίδη και την τότε παρέα του; Ίσως...
(Να συμπληρώσουμε πως από τους τέσσερις μουσικούς των Ακρίτας εν ζωή βρίσκεται πια μόνον ο ντράμερ Τσουπάκης).
Ακρίτας - Το Όνειρο
ΠΑΝΟΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ: Πάνος Κόκκινος
[Pan-Vox, 1973]
Ο Πάνος Κόκκινος, με την χαρακτηριστική βαρύτονη φωνή του, θα ξεκινήσει την πορεία του στο τραγούδι, στον Βόλο, στο τέλος της δεκαετίας του ’50, αλλά μόνον όταν θα έρθει στην Αθήνα θα αρχίσει να γίνεται, σταδιακά, ένα από τα δυνατά ονόματα στο χώρο του «ελαφρού», με πολλές επιτυχημένες εμφανίσεις στα καλύτερα κέντρα της εποχής (Άλσος, Κάστρο, Παληά Αθήνα κ.λπ.).
Από κοντά και η δισκογραφία φυσικά, αν και σ’ αυτόν τον τομέα την μεγάλη επιτυχία θα την γνωρίσει στο τέλος των σίξτις, μέσω του τραγουδιού «Πικρό παράπονο» του Αλέκου Σπάθη, που είχε λάβει Α Βραβείο στο Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης, το 1969.
Αντιλαμβανόμενος ο Π. Κόκκινος πως το μέλλον στο χώρο της διασκέδασης (και των δουλειών στα μαγαζιά) βρισκόταν στα λεγόμενα «νεανικά συγκροτήματα» θα ενώσει, από το 1968, τη δική του τύχη με εκείνη των Faces (μέλος τους ήταν και ο γνωστός αργότερα ερμηνευτής του λαϊκού Γιώργος Μπουλουγουράς), διαπρέποντας σε κλαμπ και δισκογραφία τα επόμενα 4-5 χρόνια (έως ότου ολοκληρωθεί, τέλος πάντων, η ροκ εποχή).
Το 1973 ήταν η χρονιά τού ενός και μοναδικού μεγάλου δίσκου τού Πάνου Κόκκινου, στον οποίο θα συγκεντρώνονταν τραγούδια του με τους Faces, γνωστά από τα προηγούμενα χρόνια και από τις 45 στροφές, καθώς και νεότερα.
Ο δίσκος είναι αρκετά καλός, κινούμενος σε διαφορετικά στυλ, με τα ποπ-ροκ κομμάτια να κυριαρχούν φυσικά, δίπλα σε άλλα πιο «φεστιβαλικά», διασκευές σε Μ. Χατζιδάκι («Οδός ονείρων» «Δεν ήταν νησί»), μα και παραδοσιακά («Αητός-Ριζίτικο», «Παιδιά της Σαμαρίνας»), που μεταπλάθονται σε μοντέρνο ύφος από τον μαέστρο Τάκη Αθηναίο, κατά το σύνηθες της εποχής.
Ο «Άνεμος» (σε μουσική και στίχους Πάνου Κόκκινου), που είχε ακουστεί στο 10ον Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης, το 1971 κι είχε βραβευθεί με 3ο βραβείο (είχε κυκλοφορήσει και σε 45άρι) ήταν το ωραιότερο τραγούδι του δίσκου (με πολύ καλή δουλειά στην ενορχήστρωση, ξανά από τον Τάκη Αθηναίο, με τα δυνατά soul breaks των πνευστών, του hammond κ.λπ.), ενώ πολύ καλά ήταν επίσης το «Δεν το περίμενα», η επιτυχία «Δέκα μαχαίρια» και ορισμένα ακόμη.
ΜΑΡΙΖΑ ΚΩΧ: Μια στο Καρφί και Μια στο Πέταλο
[MINOS, 1973]
Το δεύτερο άλμπουμ της Μαρίζας Κωχ από το 1973, το «Μια στο Καρφί και Μια στο Πέταλο», αποτελεί τη συνέχεια του «Αραμπά» (1971), που είχε κάνει τεράστια εντύπωση, όταν είχε κυκλοφορήσει, μετατρέποντας την τραγουδίστρια-τραγουδοποιό σε «πρώτο όνομα» – με εξώφυλλα σε μεγάλα και μικρότερα περιοδικά, με συνεντεύξεις επί συνεντεύξεων, με εμφανίσεις στην τηλεόραση κ.λπ.
Εννοούμε πως η εικόνα της Μαρίζας Κωχ έπαιζε «παντού», το 1972-73, αντιπροσωπεύοντας μια κυρίαρχη πρόταση του ελληνικού ποπ-ροκ, που έχαιρε πολύ μεγάλης ανταπόκρισης (και εμπορικής και ό,τι άλλο).
Όπως και στον «Αραμπά» έτσι και στο «Μια στο Καρφί και Μια στο Πέταλο», που κυκλοφορεί τον Σεπτέμβριο του ’73, το ρεπερτόριο της Μ. Κωχ ισορροπεί ανάμεσα σε κάποια πρωτότυπα (πέντε στα δώδεκα) και στις διασκευές. Διασκευές κυρίως δανεισμένες από το παραδοσιακό ρεπερτόριο, αλλά και από το «νέο κύμα» («Οι παληοί μας φίλοι» του Διονύση Σαββόπουλου) και το «έντεχνο» («Τ’ αλωνάκι» των Γιάννη Μαρκόπουλου-Οδυσσέα Ελύτη).
Ο ήχος είναι ηλεκτρικός βεβαίως, σωστά μελετημένος από τον Γιώργο Στεφανάκη (πρώην οργανίστας των Πελόμα Μποκιού), η φωνή της Μαρίζας Κωχ είναι σε μεγάλη φόρμα, τα κομμάτια, είτε πρωτότυπα, είτε παραδοσιακά και επώνυμα, είναι όλα ένα κι ένα, με το άλμπουμ να επιβεβαιώνει, απλώς, την πρωτοκαθεδρία της τραγουδοποιού σ’ αυτό, βασικά, το στυλ, το οποίο λάνσαρε από τις πρώτες (και τους πρώτους) εκείνη την εποχή, με τα... αναθεωρημένα δημοτικά τραγούδια και τις ποπ-ροκ ενοργανώσεις (οι εκτελέσεις στα «Φιλντισοκοκκαλένια» και «Στο ’πα και στο ξαναλέω» θεωρούνται έκτοτε κλασικές).
Φυσικά και τα πρωτότυπα κομμάτια («Μια στο καρφί και μια στο πέταλο», «Έλα βράδυ αγαπημένο», «Γιατί να ζω», «Μαγική μαστίχα») ήταν πολύ καλά και αν ο δίσκος περιείχε δέκα πρωτότυπα, αλλά της ίδιας κλάσης με αυτά που ακούγονται εδώ, τότε το άλμπουμ θα ήταν σίγουρα πιο «πυκνό» και ίσως ακόμη πιο σημαντικό.
Δίπλα στην Μαρίζα Κωχ, που φυσικά τραγουδούσε, στέκονταν οι Γιώργος Στεφανάκης πιάνο, όργανο, Γιώργος Φιλιππίδης μπάσο, Βασίλης Ρακόπουλος κιθάρες, Λάκης Ζώης κιθάρες, Γιώργος Τρανταλίδης ντραμς, Γεράσιμος Ραϋμόνδης τρομπέτα, Κώστας Κύρου τσέλο, Παντελής Δεσποτίδης βιολί και Κώστας Παλαιολόγου σαντούρι – με άλλα λόγια μια ομάδα μουσικών μεγάλων αξιώσεων.
ΒΟΥΛΑ ΠΑΛΛΑ: Βούλα Πάλλα
[Olympic, 1973]
Το άλμπουμ αυτό της λαϊκής τραγουδίστριας Βούλας Πάλλα (1928-1980) το ανακάλυψα το 2003, σε μιαν εποχή όπου όλοι οι φίλοι και γνωστοί (φαν και συλλέκτες του ελληνικού ροκ) το αγνοούσαν, λέγοντάς τους, έστω και με μία δόση υπερβολής, πως ήταν εφάμιλλο των πρώτων LP της Μαρίζας Κωχ – εννοώντας πως ήταν ενταγμένο σ’ εκείνη τη γενικότερη αντίληψη της περιόδου, να παρουσιαστούν γνωστά σε όλους δημοτικά τραγούδια μ’ έναν δυτικό, ροκ τρόπο.
Το απίστευτο με το εν λόγω άλμπουμ είναι ότι τη «δυτική» ενορχήστρωσή του την είχε επιμεληθεί ο σημαντικός συνθέτης του λαϊκού-ελαφρολαϊκού Νάκης Πετρίδης («Όταν» - Φίλιππος Νικολάου, «Πάλι θα κλάψω» - Μαρινέλλα, «Μη μου λέτε γι’ αυτή» - Στέλιος Καζαντζίδης, «Ο πρόσφυγας» - Μανώλης Αγγελόπουλος…), το όνομα του οποίου, στο οπισθόφυλλο του δίσκου, θα αποτελούσε κόκκινο πανί, για όλους εκείνους που άκουγαν, φανατικά, ροκ και ελληνικό ροκ. Ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Ο δίσκος να παραμείνει, για δεκαετίες, στα αζήτητα.
Και τα δώδεκα τραγούδια του (παραδοσιακά και επώνυμα) είναι ηλεκτρικά, με φαζαριστές κιθάρες –ποιος να παίζει άραγε;–, ωραίο ρυθμικό παιγνίδι, με άξονα την παράδοση και βεβαίως με την cool, πάνω απ’ όλα, ερμηνευτική προσέγγιση της Βούλας Πάλλα, ένα στυλ τραγουδίσματος δηλαδή εντελώς προσωπικό και μάλλον απομακρυσμένο, θα λέγαμε, από ’κείνο της Lata Mangeshkar (που, οπωσδήποτε, ήταν μια μεγάλη επιρροή για την ελληνίδα τραγουδίστρια – τουλάχιστον στο πιο ινδοπρεπές ρεπερτόριό της).
Κορυφαίες στιγμές, από το LP «Βούλα Πάλλα», τα δικά της «Μια όμορφη Ηπειρώτισσα» και «Τι σαράντα, τι πενήντα, τι εξήντα», το «Τσαχπίν» (ο γνωστός, από την εκτέλεση της Ρόζας Εσκενάζυ, «Κατηφές») και κυρίως o τσάμικος «Ντηλπεράκι».
[Vertigo, 1973]
Το “Earth” ήταν το τρίτο προσωπικό LP του Βαγγέλη Παπαθανασίου, που θα τυπωνόταν, σχεδόν ταυτόχρονα, σε Γαλλία και Ελλάδα το 1973.
Δεν θα κυκλοφορούσε σε πολλές χώρες εκείνη τη χρονιά το “Earth” και γενικώς νομίζουμε πως στον καιρό του (και στην Ελλάδα σίγουρα) θα περνούσε κάπως απαρατήρητο. Το λέμε τούτο και σε σχέση με το σάουντρακ “L'Apocalypse des Animaux” (επίσης από το ’73), που θα γινόταν πολύ περισσότερο γνωστό (και στην Ελλάδα).
Το “Earth” ήταν ένας δίσκος μεταιχμίου για τον Vangelis – και βασικά ήταν η «γέφυρα» ανάμεσα στα πιο ροκ άλμπουμ του της γαλλικής περιόδου (μέσα κι εκείνα με τους Aphrodite’s Child) και στα πιο ηλεκτρονικά της βρετανικής εποχής του (που θα ξεκινούσαν με το “Heaven and Hell” του 1975). Άρα εδώ υπάρχει πολύ ροκ, μα και ηλεκτρονική παρέμβαση, πράγμα που σημαίνει πως ο όρος synth ή electronic progressive rock είναι ο καταλληλότερος, για να περιγράψει όλα εκείνα που ακούμε στο “Earth”.
Ο δίσκος είναι πολύ καλός, και συνθετικά αποτελεί οπωσδήποτε μία από τις πιο ώριμες και πιο επιβλητικές ηχογραφήσεις του Vangelis από τα σέβεντις. Ο ίδιος θα χειριζόταν αρκετά όργανα εδώ (όλα τα keyboards και ακόμη ντραμς, κρουστά, tablas, φλάουτο, κάνοντας και φωνητικά), έχοντας κοντά του λίγους μουσικούς και βασικά τον Αργύρη Κουλούρη σε ηλεκτρικές κιθάρες, λαούτο, φωνητικά και τον Γαλλο-τυνήσιο Robert Fitoussi σε μπάσο, φωνές, φωνητικά (ενώ υπάρχει κι ένας αφηγητής ανάμεσα, που ακούει στο όνομα Warren Shapovitch). Επίσης μία άλλη συνεργάτιδα ήταν και η Richelle Dassin (κόρη του Jules Dassin και αδελφή του Joe Dassin), που είχε γράψει τα λόγια στον δίσκο.
Οι επιρροές του Βαγγέλη Παπαθανασίου ήταν πολλές και διάφορες στο “Earth”, μεταξύ των οποίων και ελληνικές (σε σχέση με το πολυφωνικό παραδοσιακό τραγούδι βασικά, στα κομμάτια “Sunny earth” και “Ritual”), με άλλα κομμάτια να ακούγονται εντελώς ambient και «κινηματογραφικά» (“We were all uprooted”, “The city”), άλλα πιο κοντά στο progressive rock (“Come on”, “He-o”), άλλα κάπως πιο πειραματικά (“Watch out”) κ.λπ.
Γενικώς, θα λέγαμε πως ακόμη και απ’ αυτή την πρώιμη προσωπική δουλειά του το ύφος του Βαγγέλη Παπαθανασίου είναι παντού εμφανές – υπάρχει «ήχος» δηλαδή στο “Earth”, που δεν είναι εύκολο να τον μπερδέψεις με κάτι άλλο.
SOCRATES DRANK THE CONIUM: On the Wings
[International Polydor Production, 1973]
Το τρίτο LP των Socrates Drank the Conium κυκλοφορεί αυτή τη χρονιά κι έχει τίτλο “On the Wings”. Οι Socrates παίζουν πάντα hard rock, τραγουδώντας αγγλικό στίχο, ενώ έχουν αποκτήσει ήδη μεγάλη δημοφιλία, κυρίως στο χώρο τον νεαρών ροκάδων, που τους ακολουθούν κατά πόδας, σε κάθε συναυλία τους.
Βασικά το γκρουπ, όπως έλεγε το ίδιο σε μια συνέντευξή του στο «Φαντάζιο» εκείνη την εποχή... «απευθύνεται και στα δεκαπεντάχρονα παιδιά, προσπαθώντας να τα κάνει να καταλάβουν την πραγματικότητα», αλλά κυρίως... «απευθύνεται στα ζωηρά παιδιά, που ξέρουν να τη βρίσκουν», ψυχαγωγώντας και προβληματίζοντας, υποστηρίζοντας περαιτέρω πως... «δεν ζούμε με λουλούδια και αγάπες, αλλά μέσα σ’ ένα κόσμο σκληρό και βίαιο». Προφανώς γι’ αυτό το λόγο η μουσική που θα πρότειναν οι Socrates θα ήταν... σκληρή και βίαιη.
Στο “On the Wings” έχουν καταγραφεί οι σκληρότεροι Socrates της ιστορίας. Και γιατί το γκρουπ έχει κατακτήσει το δικό του hard rock στυλ τα προηγούμενα δύο χρόνια, ως τριπλέτα – ένα στυλ, που τώρα εξελίσσει, με την προσθήκη ενός ακόμη κιθαρίστα, του Κώστα Δουκάκη.
Με σταθερούς τους Αντώνη Τουρκογιώργη μπάσο, τραγούδι και Γιάννη Σπάθα κιθάρα, και με τον Γιώργο Τρανταλίδη να επανακάμπτει στα ντραμς, οι Socrates Drank the Conium και ως τετράδα ήταν ένα πολύ αξιόλογο συγκρότημα, αν το δεις γενικότερα δηλαδή, που θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, να κάνει το μεγάλο βήμα, για καριέρα στο εξωτερικό, που ήταν η ομολογημένη επιδίωξή του, ασχέτως αν τελικά δεν το κατάφερε (για πολλούς και διαφόρους λόγους). Βηματάκια θα γίνονταν όμως...
Έτσι, στο τεύχος του αμερικάνικου περιοδικού “Billboard”, της 6ης Ιουλίου 1974, στη λίστα “Billboard FM Action / Billboard Special Survey for Week Ending 7/6/1974”, με τους καταγραμμένους ραδιοφωνικούς σταθμούς των ΗΠΑ, που συνεργάζονταν με το περιοδικό, και τα άλμπουμ, που διάλεγαν οι DJs ως «δίσκους της εβδομάδας», το LP των Socrates “On the Wings” (που είχε κυκλοφορήσει στις ΗΠΑ, από την εταιρεία Peters International, που την είχε Ελληνοαμερικάνος) θα βρισκόταν στην κορυφή στον ραδιοσταθμό WVVS-FM, της πόλης Valdosta της Georgia (για την συγκεκριμένη εβδομάδα του Ιουλίου). Όχι κάτι που θα άλλαζε τα πράγματα, για το ελληνικό συγκρότημα, αλλά όχι και κάτι εντελώς ασήμαντο.
Τέλος πάντων η είδηση είχε μαθευτεί τότε και στην Ελλάδα και την είχαν αναπαράγει τα «Επίκαιρα», στο τεύχος που θα κυκλοφορούσε την πρώτη εβδομάδα της Μεταπολίτευσης (25-31 Ιουλίου 1974)! Αντιλαμβάνεστε, τώρα, τη συγκυρία, και κατά πόσο κάτι τέτοια ζητήματα θα μπορούσε να πιάσουν τόπο στην Ελλάδα του δεύτερου μισού του ’74, όταν το ελληνικό ροκ, σαν σκηνή, δυναμικό κ.λπ., ουσιαστικά είχε παύσει να υφίσταται.
Το “On the Wings” περιείχε, πάντως, μερικά από τα σκληρότερα και ωραιότερα τραγούδια των Socrates στην πολύχρονη διαδρομή τους, όπως ήταν τα “Who is to blame”, “Distruction”[sic], “Breakdown”, “Regulations (If I were a president)” και “Death is gonna die” (προφανώς το ωραιότερο όλων, και γι’ αυτό θα το ξαναηχογραφούσαν στο “Phos” ως “Killer”) και σαν άλμπουμ θα αξίζει πάντα τα λεφτά του.
[Polydor, 1973]
Δεύτερο προσωπικό LP του Κώστα Τουρνά, μετά το θαυμάσιο, άλλα όχι εμπορικά επιτυχημένο «Απέραντα Χωράφια», το «Αστρόνειρα», που κυκλοφορεί τον Οκτώβριο του ’73, ήταν ένας δίσκος, που θα έκανε τη διαφορά.
Με ηχητικές, στυλιστικές και σκηνικές αναφορές από το glam rock –όχι τόσο εκείνο το παιδιάστικο του Gary Glitter, όσο το πιο adult του David Bowie–, o Κώστας Τουρνάς μεταφέρει στην πλακιώτικη Σοφίτα, το φθινόπωρο του ’73, και βεβαίως στη δισκογραφία, τον δικό του outer space μύθο.
Κινούμενος ουσιαστικά στη λογική των «απέραντων χωραφιών», όσον αφορά στη λειτουργία του concept, απλοποιεί, τώρα, το δικό του μουσικό υλικό, φέρνοντάς το κοντά στο πλαίσιο ενός ευπρεπέστατου ποπ-ροκ.
Μηχανές του χρόνου, διαστημάνθρωποι, σούπερμεν, ρομπότ, «ανώτερες δυνάμεις», αστρικοί άρχοντες, διαπλανητικές καταστροφές, πόλεμοι των άστρων... αλλά και η αγάπη, ως «ιερό δισκοπότηρο», να οδηγεί και να καθοδηγεί τη συμπαντική μας μοίρα, είναι τα νέα θέματα του Κ. Τουρνά, προκειμένου να καταστούν επωφελή τα «αστρόνειρά» του.
Η αναμφισβήτητη ικανότητα τού τραγουδοποιού να μετατρέπει σε ύμνους απλές νεανικές εμπνεύσεις, που δεν άγονται άμεσα από την καθημερινότητα (τα «Αστρόνειρα» συμπίπτουν με τον ξεσηκωμό του Πολυτεχνείου), αλλά εξ αντανακλάσεως την εμπεριέχουν («τι έχει γίνει, τι έχει γίνει, κι όλα χάθηκαν με μιας, μόνο ερείπια έχουν μείνει, κι όλα ανήκουνε σε μας, ένας πόλεμος της ώρας δίχως άμυνα, κι όλοι δρόμοι αυτής της χώρας, μείναν άδειοι ξαφνικά...»), έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός αληθινά ελκυστικού δίσκου.
Τα «Αστρόνειρα» θα πήγαιναν καλύτερα, εμπορικά, από τα «Απέραντα Χωράφια» και ήταν ο εν λόγω δίσκος, βασικά, που θα έκανε «πρώτο όνομα» τον Κώστα Τουρνά, καθώς το όλον «πακέτο» είχε βοηθηθεί πολύ από τα ζωντανά προγράμματα στη Σοφίτα, που ήταν το «κάτι άλλο» για την αθηναϊκή, νεανική διασκέδαση. Όπως διαβάζουμε στον «Ταχυδρόμο» (τεύχος #1021, 2 Νοε. 1973):
«Ένα ρομπότ που ζει στα 2300 μ.Χ. υποδύεται από την περασμένη Παρασκευή ο τραγουδιστής Κώστας Τουρνάς στη μπουάτ Σοφίτα της Πλάκας, όπου παρουσιάζεται κάθε βράδυ η σύνθεση “Αστρόνειρα”. Η υπόθεση του έργου εκτυλίσσεται κάπου στο διάστημα. Γίνονται κι εκεί φασαρίες (σ.σ. όπως και στην Αθήνα εξάλλου...) και το ρομπότ –ο Τουρνάς–, για να κάνει τους συμπατριώτες του να ηρεμήσουν και να μονιάσουν, τους παροτρύνει με το “χωροχρονόπλοιο” σ’ ένα ταξίδι στο παρελθόν, για να δουν τα σφάλματα των προγόνων τους και να συνετισθούν. “Σήμερα, βλέποντας το χθες, θα εκτιμήσετε το αύριο”».
Το σώου του Κώστα Τουρνά ήταν εντυπωσιακό για την εποχή, με τα εφφέ, τα φώτα, τον σκηνικό διάκοσμο, τα κοστούμια κ.λπ. να δημιουργούν όλο αυτό το φουτουριστικό κλίμα, το οποίον είχε ανάγκη η παράσταση. Σήμερα, βεβαίως, μένουν μονάχα τα τραγούδια...
VARIOUS ARTISTS: Pop Festival ’73
[EMI / Columbia, 1973]
Για το “Pop Festival ’73”, και όχι μόνο για τον δίσκο, μα και για την τηλεοπτική διοργάνωση γενικότερα, έχουμε γράψει ξεχωριστό αναλυτικότατο άρθρο, που δημοσιεύτηκε στο LiFO.gr στις 21 του περασμένου Μαΐου. Δείτε εδώ https://www.lifo.gr/culture/music/pop-festival-73-i-istoria-piso-apo-enan-thryliko-disko-toy-ellinikoy-rok.
Βασικά, και όσον αφορά στον δίσκο, λέμε για την αποτύπωση σ’ ένα long-play μιας σειράς δεκατριών τραγουδιών αντιστοίχων σχημάτων, τα οποία είχαν λάβει μέρος στο «Πρώτο Ελληνικό “Pop Festival” Ερασιτεχνικών Συγκροτημάτων», που θα οργάνωνε η εταιρεία Columbia, σε συνεργασία με το περιοδικό «Φαντάζιο» και την εταιρεία Seven Arts Productions του πολύ γνωστού αργότερα παραγωγού, εκδότη, μέτοχου σε κανάλια κ.λπ. Κώστα Γιαννίκου. Τα καλύτερα συγκροτήματα, υποτίθεται, εκείνης της διοργάνωσης, θα απάρτιζαν το ωραία σχεδιασμένο LP της Columbia.
Ποια ήταν εκείνα τα δεκατρία γκρουπ; Τα εξής: Νιρβάνα, Πεταλούδα, Sweetness, Liga, Σκορπιός, Πρωτόγονοι, Boomerang, Live, Ηλεκτρικός Αργοναύτης, Κορυφαίοι, Θαρσείν Χρει, Κάστορες και Βύρωνες.
Εκείνο που πρέπει και εδώ να επισημάνουμε είναι πως σ’ αυτά τα άγνωστα, θνησιγενή και ερασιτεχνικά γκρουπ θα συμμετείχαν, νεαρότατοι και άγνωστοι, αρκετοί μουσικοί, που θα αποκτούσαν φήμη τα μετέπειτα χρόνια. Ας θυμηθούμε μερικούς…
Στους Νιρβάνα συμμετείχαν ο Βασίλης Σπυρόπουλος στο μπάσο (αργότερα στην Σπυριδούλα) και ο Δημήτρης Κατσαρός στα ντραμς (αργότερα στους Ζιγκ Ζαγκ), στους Liga συμμετείχε ο Ηλίας Τσαγκάρης (μπάσο, φωνή), γνωστός από την ομάδα παραγωγής ήχου Man Data Sound, με στούντιο στου Ψυρρή και αρκετές παραγωγές εκεί γύρω στο 2000, στους Σκορπιός έπαιζαν οι Γιάννης Γιοκαρίνης και Γιάννης Χατζησόγλου (αργότερα στους 2002 του Ηλία Ασβεστόπουλου), στους Boomerang θα συναντούσαμε τον Τάκη Μπουρμά (γνωστός από τις συνεργασίες του και την προσωπική δισκογραφία του, μετά τα μέσα του ’80), όπως και τον κιθαρίστα Δημήτρη Σινογιάννη (που, χοντρικά, έχει παίξει με τους πάντες σε συναυλίες και δισκογραφία), στους Live τραγουδούσε ο Κώστας Μπίγαλης, στον Ηλεκτρικό Αργοναύτη ο Μιχάλης Ρακιντζής, ενώ στους Κάστορες κιθαρίστας ήταν ο Γιώργος Σιέρρας.
Μερικά από τα ωραιότερα τραγούδια εκείνου του δίσκου ήταν τα: «Τι μπορείς να κάνης στη ζωή σου» με τους Πατρινούς Πεταλούδα, «Φέρε μου τύχη» με τους Liga, «Δέκα εντολές» με τους Σκορπιός, «Το αυτοκίνητο» με τους Boomerang, «Μέρα βροχερή» με τους Θαρσείν Χρει, «Βρήκαμε τη λύση» με τους Κάστορες και «Άκου και μένα» με τους Βύρωνες.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: O Μάγος
[Pan-Vox, 1973]
Η Χριστίνα ήταν μια πολύ καλή ποπ τραγουδίστρια, με άξια πορεία στην δισκογραφία, στα κλαμπ και στα κέντρα διασκέδασης, στα σέβεντις, κάνοντας πολλά εξώφυλλα για τα πάσης φύσεως περιοδικά της εποχής, συμμετέχοντας στο Ελληνικό Φεστιβάλ Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης, ενώ θα περνούσε και από τον κινηματογράφο – καθώς θα εμφανιζόταν στην κλασική πλέον ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου «Τα Χρώματα της Ίριδος» (1974).
Στο ποπ στερέωμα, η Χριστίνα, θα γινόταν γνωστή μέσα από τις συνεργασίες της με τα συγκροτήματα Music Machine και Sounds (ιδίως μ’ αυτούς), στις αρχές της δεκαετίας, προετοιμάζοντας ταυτοχρόνως αυτό το πρώτο άλμπουμ της, που διαθέτει πολλά καλά τραγούδια. Και αναφερόμαστε, βεβαίως, στα πρωτότυπα και όχι στις πέντε διασκευές, που συμπληρώνουν το track list.
Είχε ξεκινήσει από νωρίς η φάμπρικα με τις versions, στο ελληνικό ποπ-ροκ, αλλά εκεί στα πρώτα χρόνια του ’70 θα γινόταν χαμός, αφού όλοι οι ποπίστες γέμιζαν τους δίσκους τους με διασκευές.
Εδώ, στον δίσκο της Χριστίνας, ακούμε τα “Lady hi lady ho” των Les Costa από το 1971 («Θέλω να γελώ»), “Pour un flirt” του Michel Delpech από το 1971 («Φλερτ»), “Viva” της Mary Roos από το 1972 («Ζήσε»), “Tu te reconnaîtras” της Anne Marie David από το 1973, που ήταν πρωτιά για το Λουξεμβούργο στην Eurovision («Θα σε βρω») και ακόμη το “Alone again (Naturally)” του Gilbert O’Sullivan από το 1972 («Το τραγούδι της βροχής»).
Το θέμα είναι πως αν εξαιρέσεις κάπως το «Φλερτ», που ήταν ευχάριστο (κι έκανε επιτυχία στην Ελλάδα), όλα τα υπόλοιπα ξένα τραγούδια ήταν απείρως κατώτερα από τα ελληνικά (ακόμη και η πρωτιά της Eurovision δεν έπιανε μία μπροστά στις τραγουδάρες του Ηλία Ασβεστόπουλου και του Νίκου Καλογεράκη).
Λοιπόν «Ο μάγος» (μουσικοί και στίχοι από τον Ηλία Ασβεστόπουλο – βραβείο στίχου στο Ελληνικό Φεστιβάλ Τραγουδιού του 1973) είναι ένα από τα ωραιότερα ελληνικά ποπ τραγούδια όλων των εποχών (εφάμιλλο των καλυτέρων των Poll και των Νοστράδαμος).
Εξ ίσου ωραία ήταν, όμως, και τα «Πού θα βρω νερό» των Νίκου Καλογεράκη (από τους Blue Birds), Ηλία Ασβεστόπουλου (από τους Persons) και Αντώνη Πιτσολάντη (από τους Persons), «Ελπίδα» (γραμμένο από την προηγούμενη τριάδα), «Νεανικά παιχνίδια» (των Ηλία Ασβεστόπουλου-Άκη Σκαμάγκα) και «Εγώ κι εσύ» (των Ηλία Ασβεστόπουλου-Αντώνη Πιτσολάντη).
Αν αυτοί οι άνθρωποι υπέγραφαν και τα υπόλοιπα πέντε τραγούδια του δίσκου (γιατί σίγουρα θα είχαν γράψει κι άλλα) είναι πολύ πιθανόν να μιλούσαμε, τότε, για έναν κορυφαίο δίσκο της ελληνικής ποπ – με τοπ ενορχηστρώσεις από τον Κώστα Καπνίση!
Κι έτσι, όμως, το άλμπουμ αυτό της Χριστίνας, το ντεμπούτο της από το 1973, είναι πολύ καλό και ξεχωρίζει.
ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΤΖΗΣ: Ουαί!
[Philips, 1973]
Ο Κώστας Χατζής δεν είχε ποτέ άμεση σχέση με το ροκ, αν και σε διάφορους δίσκους του ροκ ηχοχρώματα ακούγονταν εδώ κι εκεί (να θυμηθούμε, για παράδειγμα, τα άλμπουμ του «Πέτρα και Φως» και «Ο Γιός της Άνοιξης»).
Γενικώς θα λέγαμε πως ο Χατζής ήταν πάντα ένας ακατάτακτος τραγουδοποιός, εντελώς μοναδικός σε όλο το ελληνικό τραγούδι, από το ’60 και μετά. Κανένας δεν του μοιάζει και κανένας δεν πλησίασε ποτέ εκείνο που έφτιαξε και άπλωσε μέσα στις δεκαετίες.
Αφ’ ης στιγμής δεν μπορεί να τον διεκδικήσει κανένας... μπορούν να τον διεκδικήσουν όλοι. Και οι νεοκυματικοί, και οι «έντεχνοι» και οι πιο ποπ (εξάλλου έχει συνεργαστεί με την Ελπίδα, τον Δάκη και άλλους ποπ καλλιτέχνες), ενώ με τον δίσκο του «Ουαί!» θα μπορούσε να τον διεκδικήσει ακόμη και το ροκ (και με την ευρεία και με την στενή έννοια).
Κατ’ αρχάς ο Χατζής ήταν τότε, το 1973, ιδιαιτέρως δημοφιλής στην νεολαία και τους φοιτητές. Είχε δημιουργηθεί γύρω του η βεβαιότητα ενός κατατρεγμένου καλλιτέχνη, μοναχικού, που τον τοποθετούσε, λόγω χρώματος ή και θρησκευτικών πεποιθήσεων, κάπως στο περιθώριο. Σπανιότατα τον έβλεπες τότε στην τιβί, στα εξώφυλλα των περιοδικών κ.λπ. Ήταν κάπως σαν αποσυνάγωγος ο Χατζής, και αυτό το εκτιμούσαν άνθρωποι, που ένοιωθαν κι αυτοί το δικό τους στρίμωγμα (για τους δικούς τους λόγους, πολιτικούς, κοινωνικούς, θρησκευτικούς, ακόμη και ερωτικούς).
Τα τραγούδια του, περαιτέρω, ήταν γεμάτα με κοινωνικά μηνύματα (αντιπολεμικά και άλλα), τα οποία μπορούσε να «παίξουν» σε πολλά επίπεδα –ακόμη και αντιδικτατορικά–, ενώ δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως σύνθημα «Ουαί!» (έστω και λανθασμένα γραμμένο, ως «Ουέ!») υπήρχε και σε πανό του Πολυτεχνείου.
Τρία τουλάχιστον τραγούδια από το «Ουαί!» μοιάζει να αφορούν στη δολοφονία του στρατιώτη, αντιρρησία συνείδησης και μάρτυρα του Ιεχωβά, Βασίλη Καραφάτσα, ο οποίος θα βρισκόταν νεκρός τον Ιούνιο του ’71, σε μια σιδηροδρομική γέφυρα του ποταμού Πηνειού, κάπου κοντά στα Τρίκαλα. Η επίσημη εκδοχή «μιλούσε» για αυτοκτονία, αλλά κατά πάσα πιθανότητα ο στρατιώτης είχε υποκύψει λόγω βασανιστηρίων (επειδή αρνιόταν να πάρει όπλο). Η υπόθεση είχε γίνει ευρύτερα γνωστή και ο Χατζής, ευαισθητοποιημένος ων, δεν γινόταν να σιωπήσει (αν και χωρίς να κατονομάζει, εννοείται). Ο κόσμος, που τον παρακολουθούσε, τα αντιλαμβανόταν αυτά και μπορούσε να τα εκτιμήσει.
Το «Ουαί!» ήταν double LP, και ήταν ζωντανά ηχογραφημένο στον Σκορπιό, στο στέκι, τότε, του Κώστα Χατζή, στην Πλάκα, με τον πρώτο δίσκο να είναι ακουστικός (ο Χατζής και η κιθάρα του) και με τον δεύτερο να περιλαμβάνει κι άλλα όργανα (ντραμς, ηλεκτρική κιθάρα, πιάνο, φλάουτο).
Τα πιο ροκ-να-τα-πούμε τραγούδια του «Ουαί!», που κυκλοφορεί την άνοιξη του ’73, ήταν τα «Μάθε να μη βαρυγκομάς», «Ένας Γερμανός και μια Εβραία» (γνωστό), «Απ’ τ’ αεροπλάνο» (γνωστότατο), «Αχ και να ήμουν ποιητής», το επίσης γνωστό «Περιστρεφόμαστε» και πάνω απ’ όλα το blues «Έχουν δίκιο για τα χέρια μου», που δεν είχε ακουστεί τότε και θα περνούσε απαρατήρητο. Ας το ακούσουμε τώρα... Μοναδικός Κώστας Χατζής...