Επηρεασμένο από την κυπριακή πραγματικότητα μιας άλλης εποχής, το βιβλίο «Κι οι σκιές χορεύουν στον τοίχο» ακολουθεί μέσα από τα μάτια ενός παιδιού, το οποίο στη συνέχεια περνάει στην εφηβεία, το μονοπάτι μιας γυναίκας που ξεκίνησε την καριέρα της ως σχεδιάστρια μόδας, λίγα χρόνια μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου. Η γυναίκα, η οποία δεν πτοήθηκε μπροστά στις διάφορες προκλήσεις όπως ένα διαζύγιο, η μονογονεϊκότητα και οι διάφορες στερεοτυπικές ταμπέλες, δημιούργησε το δικό της μονοπάτι ως επιχειρηματίας. Η συγγραφέας του μυθιστορήματος Μαργαρίτα Βασιλοπούλου μοιράζεται στο «Π» μερικές λεπτομέρειες για τη γυναίκα αυτή, το ταξίδι στη συγγραφή και το υπό εξέλιξη βιβλίο της για παιδιά.
Πώς ξεκίνησε το ταξίδι στη συγγραφή;
«Μου άρεσε πάντα να γράφω από τον καιρό που ήμουνα μικρή, ωστόσο έπαιξε καθοριστικό ρόλο ένας καθηγητής μας, ο γνωστός Λούης Ηγουμενίδης. Μας δίδασκε ελληνικά στην Αγγλία. Όταν διάβαζε λοιπόν τις εκθέσεις μου, έλεγε πάντα πως γράφω πολύ ωραία και ότι θα μπορούσα κάποια μέρα να γράψω και να ασχοληθώ με τη λογοτεχνία. Αυτό μου άρεσε ως ιδέα τότε και άρχισα να γράφω διάφορα πράγματα αλλά τα κρατούσα για μένα. Όταν επαναπατρίστηκα λοιπόν, γύρω στο 1995-96, ξεκίνησα να γράφω το βιβλίο 'Κι οι σκιές χορεύουν στον τοίχο'. Ίσως βοήθησε και το γεγονός ότι ήταν και μια δύσκολη περίοδος για μένα αφού έφυγα από έναν τόπο που ζούσα για 13 χρόνια. Η συγγραφή λειτούργησε για μένα σαν ψυχοθεραπεία. Ένιωθα σαν να βλέπω μια ταινία για το παρελθόν και πολλές φορές μπορώ να πω πως δεν ήμουν σίγουρη αν βίωσα αυτές τις καταστάσεις στη ζωή μου ή απλώς τις δημιουργούσε το μυαλό μου».
Πείτε μας λίγα λόγια γι' αυτό το βιβλίο το οποίο αποκαλείτε «έργο ζωής».
«Είναι ένα έργο ζωής το συγκεκριμένο βιβλίο, μιας και πήρε πολλά χρόνια να γραφτεί και να φτάσει στην τελική του μορφή. Όπως σου είπα, άρχισα να το γράφω στα μέσα του '90, όταν επέστρεψα στην Κύπρο μετά από πολλά χρόνια στο εξωτερικό, πρώτα στο Λονδίνο και μετά στην Αθήνα. Δεν ήμουν έτοιμη να το δημοσιεύσω, οπότε για χρόνια το δούλευα, αφαιρούσα κι άλλαζα, και όταν θεώρησα πως ήταν σχεδόν έτοιμο για έκδοση πρόσθεσα ένα κεφάλαιο το οποίο ένιωσα πως του έλειπε, του οποίου έδωσα τον τίτλο 'Σαν ιταλική μπουτίκ'. Αυτό επικεντρώθηκε κυρίως στην μπουτίκ που διατηρούσε εκείνη η γυναίκα και την εξέλιξη του καταστήματος, καθώς και στο πώς το αντιμετώπιζαν τα παιδιά της, τα οποία, για παράδειγμα, είδαν για πρώτη φορά τις κούκλες μανεκέν που ήταν τεράστιες και τόσο αληθινές. Η ιστορία προσεγγίζει μνήμες του παρελθόντος μέσα από το ταξίδι του μυθιστορήματος. Αφορά λοιπόν μια πολύ διαφορετική γυναίκα που υπήρξε, πράγματι, στην Αμμόχωστο της τότε εποχής, αλλά η φαντασία παίζει τα δικά της παιχνίδια μέσα στο βιβλίο».
«Κι οι σκιές χορεύουν στον τοίχο». Ποια ήταν η αφορμή για τον τίτλο;
«Σε ένα σημείο της πλοκής το κορίτσι που αφηγείται βρίσκεται σε ένα σπίτι της ευρύτερης οικογένειας και είναι μόνο. Τον χώρο φωτίζει μια λάμπα πετρελαίου, η οποία εμφανίζει σκιές στον τοίχο και προκαλεί φόβο στο κορίτσι, ιδιαίτερα επειδή του λείπει η αδελφή του. Κάπου εκεί, το μικρό κορίτσι, λέει: 'Κι οι σκιές χόρευαν στον τοίχο'. Έχει όμως και μια μεταφορική έννοια αφού η ζωή των παιδιών που πρωταγωνιστούν στο βιβλίο ήταν πολυτάραχη, οπότε μιλά και για όλες αυτές τις στιγμές που πέρασαν μέσα από τον χορό των σκιών».
Μια ιστορία για μία Κύπρια φεμινίστρια επί Αγγλοκρατίας. Ποιο είναι το μονοπάτι αυτής της γυναίκας;
«Αρχικά, να πούμε ότι η αφήγηση της ιστορίας γίνεται μέσα από τα μάτια ενός μικρού παιδιού που μεγαλώνει. Το παιδί αυτό παρατηρεί πόσο δύσκολο εγχείρημα ήταν να συνδυάζει η μητέρα του το μεγάλωμα των παιδιών της, την επαγγελματική καριέρα αλλά και την προσωπική της ζωή και παράλληλα να χρειάζεται να αντιμετωπίσει τις όποιες δυσκολίες και προκλήσεις έφερε η πατριαρχική κοινωνία με τους αυστηρούς της κανόνες που διέπουν κάθε πτυχή της γυναικείας ύπαρξης, ειδικότερα την τότε εποχή που ήταν ακόμα πιο περιορισμένες οι ευκαιρίες και πιο έντονα τα στερεότυπα. Όσον αφορά το μονοπάτι της, η ίδια γνωρίζει σε νεαρή ηλικία τον θεσμό της προίκας και το συνοικέσιο που της κάνουν καθώς δεν είχε μεγάλη προίκα. Στη συνέχεια, όμως η δυναμική αυτή γυναίκα επιλέγει να ζήσει με τους δικούς της κανόνες και παίρνει διαζύγιο, αφού δεν ένιωθε ευτυχισμένη. Έτσι, έρχεται αντιμέτωπη με το ταμπού και το στίγμα της εποχής κατά την οποία το διαζύγιο ήταν μονοπώλιο των ηθοποιών και των γυναικών ελαφρών ηθών. Παλεύει όμως και κάνει το όραμά της πραγματικότητα και καταφέρνει σύντομα να γίνει μια πετυχημένη σχεδιάστρια μόδας και αξιοζήλευτη επιχειρηματίας. Έζησα αυτήν την εποχή κι εγώ, και ως μικρή παρατηρούσα τις διάφορες ταμπέλες και περιορισμούς που κουβαλούσαν οι γυναίκες. Εργαζόμενες υπήρχαν κυρίως δασκάλες και νοσοκόμες. Μερικές μαμάδες κοριτσιών που παίζαμε τότε μαζί ήταν οι δασκάλες του σχολείου. Των υπόλοιπων κοριτσιών ήταν νοικοκυρές και τις θυμάμαι να ασχολούνται με το σπίτι και τα παιδιά, χωρίς να προσέχουν ιδιαίτερα την εμφάνισή τους. Και σε αυτό το πλαίσιο, θυμάμαι ότι υπήρχε και αυτή η γυναίκα που περιγράφω στο βιβλίο, η οποία ξέφυγε από αυτό το κουτί και διατηρούσε το δικό της ατελιέ, το οποίο εξέλιξε σε μεγάλο κατάστημα, βιοτεχνία με τουλάχιστον 40 ραπτομηχανές, και στη συνέχεια άρχισε να κάνει εξαγωγές των δικών της ρούχων. Αυτό φυσικά ήρθε και με πολλά ταξίδια κατά τα οποία έφερνε τα καλύτερα υφάσματα καθώς παρακολουθούσε διεθνείς εκθέσεις μόδας σε Παρίσι, Λονδίνο, Μιλάνο, Αθήνα, κ.ά. Επίσης, σημαντική και η εποχή που διαδραματίζεται η ιστορία, τα τελευταία χρόνια της Αγγλοκρατίας προς την ανεξαρτησία της Κύπρου, η ηρωίδα φαίνεται πως μπαίνει στο στόχαστρο και γι' αυτό, αφού έχει πελάτισσές της τις συζύγους των Άγγλων στρατιωτικών. Γενικά, μπορούμε να πούμε πως το βιβλίο ακολουθεί το μονοπάτι μιας γυναίκας πρωτοπόρου, η οποία έφερε, για παράδειγμα, το πρετ α πορτέ στην Κύπρο σε μια ευρεία κλίμακα. Είχε τα κότσια και τη μαχητικότητα μιας σημερινής γυναίκας, ήταν φεμινίστρια, έξυπνη και δυναμική γυναίκα που πολέμησε ακούραστα για να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα».
Το βιβλίο αγγίζει και τον ρόλο της μητέρας. Πείτε μας γι' αυτόν.
«Σε ένα δεύτερο επίπεδο μιλάει για τη σχέση αυτής της τόσο διαφορετικής μητέρας με τα μικρά παιδιά της, τα οποία την αγαπούν και τη θαυμάζουν απεριόριστα, μα την ίδια στιγμή τη νιώθουν αρκετά απομακρυσμένη. Τα ίδια χρειάζεται αρχικώς να διαχειριστούν το στίγμα του διαζυγίου το οποίο είχε αντίκτυπο και σε αυτά και όχι μόνο στη μητέρα τους, καθώς 'γνωρίζουν' τη συχνή απουσία της, αφού δούλευε και ταξίδευε πολύ. Ωστόσο, τα δίδυμα αυτά παιδιά φαίνεται πως βρίσκουν στήριξη το ένα στο άλλο και ο δεσμός τους γίνεται ακόμα πιο στενός, κάτι που εν τέλει λειτουργεί σαν το πιο τρυφερό και δυνατό στήριγμά τους, αφού θα τους δώσει την ανθεκτικότητα να διαχειριστούν τη γεμάτη προκλήσεις ζωή τους και την αρκετά δύσκολη μητέρα τους».
Έχετε ασχοληθεί και με την παιδική λογοτεχνία. Πώς προέκυψε αυτό;
«Σχεδόν όλη μου τη ζωή εργαζόμουν με παιδιά, εκτός από ένα διάλειμμα που δούλεψα στο πεδίο της έρευνας αγοράς. Όταν δίδασκα Αγγλικά στην Ελλάδα, δίδασκα σε μικρά παιδιά. Επίσης, θυμάμαι τη μητέρα μου όταν ήμασταν μικρές να μας διαβάζει παραμύθια ή ακόμα και να σκαρφίζεται ιστορίες από το μυαλό της. Όταν γέννησα τον γιο μου Αλέξανδρο, στα 28 μου, ένιωθα μεγάλη ευχαρίστηση να του διαβάζω παραμύθια αλλά και να φτιάχνω ιστορίες για να του τις διηγηθώ εκείνη τη στιγμή. Είναι ιδιαίτερα πεδία η παιδική λογοτεχνία και ο αναγνώστης του. Για να κερδίσεις ένα παιδάκι δεν πρέπει να το κουράσεις με πολλές σελίδες και δύσκολο κείμενο. Ξέρεις, παίζουν σημαντικό ρόλο και η εικονογράφηση του βιβλίου και η απλότητά του. Επίσης, στα παιδιά, όπως και στους ενήλικες δεν αρέσει ο διδακτισμός. Άρα, ο συγγραφέας χρειάζεται να κτίζει με τέτοιο τρόπο την πλοκή που ναι μεν να δίνει κάποια στοιχεία που να θέτουν προβληματισμούς αλλά δεν πρέπει σίγουρα να του κουνάει το δάχτυλο».
Υπάρχει κάποιο βιβλίο υπό εξέλιξη;
Αυτή τη στιγμή ένα άλλο βιβλίο μου βρίσκεται σε διαδικασία εικονογράφησης. Το έγραψα την ίδια περίπου περίοδο με το πρώτο μου παιδικό βιβλίο, το «Ο δράκος ο δικός σου». Ωστόσο, πέρασε μια μεγάλη διαδρομή για να βρεθεί εικονογράφος, για να φτάσει, τελικά, πριν από λίγο καιρό, στην εικονογράφο Πέρσα Ζαχαριά η οποία βραβεύτηκε κιόλας, φέτος, με το Κρατικό Βραβείο Εικονογράφησης Παιδικού Βιβλίου Ελλάδος. Έχει ένα μοναδικό στυλ. Το βιβλίο, το οποίο θα τιτλοφορήσει ως «Το αγόρι που δεν άκουγε», καταπιάνεται με τη σημασία της ακρόασης και την προσοχή που πρέπει να δίνουμε στον συνομιλητή/τριά μας όταν μιλάει και παράλληλα εμπλέκει μέσα το στοιχείο του παιδιού με μεταναστευτική βιογραφία. Είναι ένα βιβλίο που πραγματεύεται πολλές έννοιες, όπως η επικοινωνία, η ενσυναίσθηση, η διαφορετικότητα, ο εγωισμός κ.ά. Το πρώτο εξάμηνο του 2024 αναμένεται να κυκλοφορήσει. Βέβαια, πρέπει να πω πως έχω γράψει κι άλλες ιστορίες παραμυθιών, οι οποίες δεν έχουν εκδοθεί ακόμη αλλά ενδέχεται, σε κάποια φάση, να βρουν κι αυτές τον δρόμο τους.