Περιπλέκεται η υπόθεση Ριμπολόβλεφ με τον οίκο Sotheby’s

ΧΡΙΣΤΟΘΕΑ ΙΑΚΩΒΟΥ Δημοσιεύθηκε 15.1.2024
Ντμίτρι Ριμπολόβλεφ
Η διαφάνεια, η λογοδοσία και τα δύο μέτρα και δύο σταθμά στη μαρτυρία του Ριμπολόβλεφ φαίνεται πως κάνουν τη δίκη πιο δύσκολη για τον Ρώσο δισεκατομμυριούχο

Άρχισε η δίκη για τη λεγόμενη μεγαλύτερη απάτη στην ιστορία της τέχνης μεταξύ του οίκου δημοπρασιών της Νέας Υόρκης Sotheby's και του Ρώσου δισεκατομμυριούχου Ντμίτρι Ριμπολόβλεφ, ο οποίος έγινε ευρέως γνωστός σε Ελλάδα και Κύπρο για την αγορά του Σκορπιού από την Αθηνά Ωνάση και στη συνέχεια το όνομά του εμφανίστηκε στο βιβλίο του Μακάριου Δρουσιώτη, το οποίο βρίσκεται ενώπιον της Ανεξάρτητης Αρχής κατά της Διαφθοράς, μετά από σχετικό αίτημα που απέστειλε με επιστολή, τέλη του 2022, ο τότε υποψήφιος για τη προεδρία της Δημοκρατίας Ανδρέας Μαυρογιάννης στον Πρόεδρο της Αρχής Χάρη Πογιατζή, ζητώντας να διενεργήσει έρευνα αναφορικά με τα όσα ο Μακάριος Δρουσιώτης αποδίδει στον τότε πρόεδρο της Δημοκρατίας Νίκο Αναστασιάδη για τη σχέση του με τον Ριμπολόβλεφ στο βιβλίο «Κράτος Μαφία». Τα πρώτα δείγματα της διήμερης κατάθεσης που έλαβε χώρα στο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο του Μανχάταν δείχνουν πως ο Ρώσος δισεκατομμυριούχος θέτει τον εαυτό του ως θύμα της δικής του κατασκευής, όπως αναφέρει η υπεράσπιση του οίκου. Υπενθυμίζεται ότι ο Ριμπολόβλεφ προσέφυγε στη δικαιοσύνη κατά του Sotheby's κατηγορώντας τον οίκο δημοπρασιών πως συνεργάστηκε με τον Ελβετό έμπορο τέχνης Ιβ Μπουβιέ για να τον εξαπατήσουν, αποσπώντας του εκατομμύρια.

Την περασμένη εβδομάδα, λοιπόν, στις 11-12 Ιανουαρίου 2024 ο Ριμπολόβλεφ κατέθεσε με δάκρυα στα μάτια, μέσω διερμηνέα, ότι εμπιστευόταν τον Ιβ Μπουβιέ, λέγοντας μάλιστα πως «υπάρχει ένα σημείο στο οποίο αρχίζεις να εμπιστεύεσαι απολύτως κάποιον». Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Ελβετός έμπορος και η συμπεριφορά του παρέμειναν στο επίκεντρο της διαδικασίας παρά τη φυσική του απουσία και τον αποκλεισμό του από τον κατάλογο των κατηγορούμενων της αγωγής.

Αρχικά, η κατάθεση ξεκίνησε με τον Ντάνιελ Τζ. Κόρνστεϊν, τον κύριο δικηγόρο της ομάδας του Ριμπολόβλεφ, να ζητάει από τον δισεκατομμυριούχο να αφηγηθεί την κρίσιμη τυχαία συνάντησή του με τη διάσημη σύμβουλο τέχνης Σάντι Χέλερ σε ένα ξενοδοχείο στο Σεν Μπαρτς τον Δεκέμβριο του 2014. Μέσω της Χέλερ ο Ριμπολόβλεφ έμαθε ότι ο Μπουβιέ απέκτησε έναν πίνακα του Αμεντέο Μοντιλιάνι για τη συλλογή του σε πολύ χαμηλότερη τιμή από αυτήν που είχε πει ο Μπουβιέ στον Ρώσο ότι θα χρειαζόταν για να αποσπάσει το έργο από τους τότε ιδιοκτήτες του. Η αποκάλυψη αυτή φαίνεται πως επηρέασε σωματικά τον Ριμπολόβλεφ σε σημείο που ο σύντροφός του εκείνη την ημέρα «νόμιζε πως έπαθε καρδιακή προσβολή». Ο Ριμπολόβλεφ πρόσθεσε: «Χλόμιασα, γιατί κατάλαβα ότι αυτή [η ασυμφωνία] αφορούσε περισσότερους από έναν πίνακες».

Μετά από μια δεύτερη συνάντηση με τη Χέλερ, οι δυο τους συζήτησαν άλλες εξαγορές που πραγματοποιήθηκαν μέσω του Μπουβιέ. Εκείνη ήταν και η στιγμή, όπως είπε ο Ριμπολόβλεφ, που κατάλαβε ότι οι υπερχρεώσεις και κατ' επέκταση ζημιές του ήταν μεταξύ 500 εκατομμυρίων και ενός δισεκατομμυρίου δολ. συνολικά (αυτή η εκτίμηση, βέβαια, αφορά μόνο ένα υποσύνολο των συνολικών συναλλαγών τους). Πρόσθετα, ο Ριμπολόβλεφ δήλωσε ότι στη συνέχεια επικοινώνησε με τον Νταν Λόεμπ, τον ιδρυτή hedge fund και τότε μέλος του διοικητικού συμβουλίου των Sotheby's, σε μια προσπάθεια να κατανοήσει τον ρόλο του οίκου δημοπρασιών στις τέσσερις συναλλαγές για τις οποίες εκδόθηκε ετυμηγορία τώρα.

Καθ' όλη τη διάρκεια της κατάθεσής του, ο Ριμπολόβλεφ υποστήριξε ότι η εμπιστοσύνη του στις εκτιμήσεις και την τεκμηρίωση του Sotheby's ήταν καθοριστικής σημασίας προκειμένου να πειστεί να πληρώσει τις τιμές του Μπουβιέ. Ερωτηθείς από τον Κόρνστεϊν γιατί άσκησε τελικά μήνυση κατά του οίκου δημοπρασιών το 2018, ο Ριμπολόβλεφ είπε: «Δεν είναι μόνο θέμα χρημάτων. Είναι σημαντικό η αγορά τέχνης να είναι πιο διαφανής, γιατί όπως έχω ήδη αναφέρει, όταν η μεγαλύτερη εταιρεία σε αυτό το πεδίο [Sotheby's] εμπλέκεται σε τέτοιου είδους ενέργειες, οι πελάτες δεν έχουν καμία ευκαιρία». Μια ισχυρή δήλωση από μέρους του, ωστόσο ο τερματισμός της αρχικής ερώτησης του Ριμπολόβλεφ σε αυτό το σημείο φαίνεται πως αποτέλεσε ένα σημαντικό χαρτί στα χέρια της υπεράσπισης του οίκου.

Δύο μέτρα και δύο σταθμά

Η κατ' αντιπαράθεση εξέτασή του, με επικεφαλής τον δικηγόρο Μάρκους Άσνερ, προσπάθησε να τον περικυκλώσει σε μια παγίδα που είχε φτιάξει ο ίδιος. Η πρώτη σημαντική κίνηση προς αυτήν την προσέγγιση σημειώθηκε με τον Άσνερ να ανατρέχει τον Ριμπολόβλεφ πίσω στον χρόνο σχεδόν σε ολόκληρη την ενήλικη ζωή του και σε όλα τα ορόσημα της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας, ξεκινώντας από την είσοδό του στην ιατρική σχολή. Μετά από μερικά σημεία ελέγχου, η στρατηγική του Άσνερ άρχισε να αναδύεται όταν ρώτησε τον Ριμπολόβλεφ εάν είχε χρησιμοποιήσει δικηγόρους και λογιστές για να ιδρύσει την πρώτη του επενδυτική εταιρεία στη Μόσχα το 1992. Πιο συγκεκριμένα, εάν είχε προσπαθήσει να προσλάβει δικηγόρους και λογιστές που ήταν «ικανοί, εργατικοί και πιστοί». Ο Ριμπολόβλεφ απάντησε ναι και στις δύο ερωτήσεις.

Ο Άσνερ ακολούθησε την ίδια τακτική και με τις υπόλοιπες εταιρείες και επιχειρηματικές κινήσεις του Ριμπολόβλεφ, από τη συνίδρυση της Uralkali, το 1994, στην είσοδό της στο χρηματιστήριο του Λονδίνου γύρω στο 2007, την πώληση ενός μεριδίου σε εξωτερικούς επενδυτές το 2010 και την αγορά της ποδοσφαιρικής ομάδας AS Monaco, το 2011. Τακτική η οποία τελικά απέδωσε καρπούς, αφού ο Άσνερ πέτυχε με αυτήν την κίνηση να φτάσει στα έγγραφα εξουσιοδότησης της Accent Delight International Ltd και της Xitran Finance Ltd, τις εταιρείες που εδρεύουν στις Παρθένες Νήσους μέσω των οποίων ο Ριμπολόβλεφ απέκτησε τελικά 37 έργα μέσω του Μπουβιέ για περίπου δύο δισεκατομμύρια δολάρια από το 2003 έως το 2014.

Τα δύο σχεδόν πανομοιότυπα έγγραφα όριζαν τον Ριμπολόβλεφ ως τον πληρεξούσιο δικηγόρο ή τον τελικό λήπτη αποφάσεων, ο οποίος θα χρησιμοποιούσε την «πείρα, την τεχνογνωσία και τις ειδικές γνώσεις» του σε έργα τέχνης «για σκοπούς αξιολόγησης, συζήτησης και διαπραγμάτευσης τιμών και συμμετοχής σε δημοπρασίες», και πρόσθετα για «τη λήψη όλων των απαραίτητων ενεργειών» και την «υπογραφή όλων των απαραίτητων εγγράφων» σχετικά με την απόκτηση των έργων αυτών. Αυτό το σημείο ενίσχυσε τη θέση του Άσνερ: Ο Ριμπολόβλεφ είχε επιβεβαιώσει ξανά και ξανά ότι, καθώς οι κύριες επιχειρηματικές του δραστηριότητες και ο προσωπικός πλούτος είχαν αυξηθεί, είχε προσλάβει έμπειρους νομικούς και οικονομικούς επαγγελματίες για να διασφαλίσει ότι οι σημαντικοί κανονισμοί ακολουθήθηκαν και οι δικές του αποφάσεις εξετάστηκαν από εμπειρογνώμονες του θέματος. Ωστόσο, όταν ήταν να δαπανήσει περίπου δύο δισεκατομμύρια δολάρια για έργα τέχνης μέσω του Μπουβιέ, ο Ριμπολόβλεφ παρέσυρε τον εαυτό του, σύμφωνα με τα λόγια του Άσνερ αργότερα, κάνοντας «το αφεντικό».

Η υπεράσπιση του οίκου προώθησε το θέμα διερευνώντας το επίπεδο δέουσας επιμέλειας του Ριμπολόβλεφ γύρω από τον Μικαΐλ Σαζόνοφ. Ο Ριμπολόβλεφ κατέθεσε προηγουμένως ότι εμπιστεύτηκε στον Σαζόνοφ πολλές από τις τεχνικές λεπτομέρειες της δημιουργίας της συλλογής του. Μεταξύ αυτών των ευθυνών ήταν η διασύνδεση με τον Μπουβιέ και η επισημοποίηση της συμφωνίας τους να ενεργεί ως πράκτορας του Ριμπολόβλεφ, αντί ως έμπορος ο οποίος ορίζει ελεύθερα τις τιμές του.

Κάτι όμως που ο Σαζόνοφ δεν διασφάλισε, αφού δεν υπάρχει γραπτή συμφωνία, αφήνοντας τη συμφωνία μεταξύ του Ριμπολόβλεφ και του Μπουβιέ προφορική και επομένως ανοιχτή σε ερμηνείες. Κάνοντας τα πράγματα χειρότερα, ο Ριμπολόβλεφ επιβεβαίωσε ότι μόνο μετά τις συναντήσεις του με τη Χέλερ στα τέλη του 2014, περίπου 11 χρόνια μετά τη γνωριμία του με τον Μπουβιέ, έλεγξε με τον Σαζόνοφ για πρώτη φορά τον Μπουβιέ ώστε να επαληθεύσει αν είχε πράγματι επισημοποιήσει στα χαρτιά τη συμφωνία τους, πόσω μάλλον αν είχε λάβει έγγραφα που αποδεικνύουν ότι ο Μπουβιέ είχε μεταφέρει τις πληρωμές από την Accent Delight και τη Xitrans στους πωλητές των εν λόγω έργων.

Ο Ριμπολόβλεφ υπερασπίστηκε την προσέγγιση «laissez-faire», υποδεικνύοντας ότι δεν είχε την ικανότητα να επαληθεύει κάθε επιχειρηματικό έργο που αναθέτει και πως εμπιστευόταν τον Σαζόνοφ να βρει «τον σωστό τρόπο να το κάνει» σε αυτό το πλαίσιο. Και πρόσθεσε: «Επειδή οι πίνακες αγοράζονταν και όλα ήταν σε καλή κατάσταση, δεν είχα κανέναν λόγο να τον αμφισβητήσω».

Την Παρασκευή φαίνεται πως ο Ριμπολόβλεφ «έχασε» και το επιχείρημα της αδιαφάνειας στη βιομηχανία τέχνης, αφού ο Άσνερ, στη συνέχεια, κατηύθυνε τον Ριμπολόβλεφ μέσω μιας σειράς emails μεταξύ του Μπουβιέ, του Σαζόνοφ, του στελέχους των Sotheby's Σάμουελ Βαλέτ και άλλων δευτερευόντων στην ιστορία σε μια προσπάθεια να παρουσιάσει τον Ρώσο δισεκατομμυριούχο ως υποκριτή για την υποτιθέμενη πίστη του στη διαφάνεια της αγοράς τέχνης. Κάτι που ίσως να προκύπτει, όπως φάνηκε στο εδώλιο, από τις διαπραγματεύσεις των Ριμπολόβλεφ, Σαζόνοφ και Μπουβιέ για την απόκτηση του πίνακα «Σαλβαντόρ Μούντι». Βέβαια, η πορεία της διαμάχης έχει δρόμο ακόμη, καθώς η δίκη συνεχίζεται αυτήν την εβδομάδα...

Με πληροφορίες από το The Art Newspaper

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ