Νίτσα Χατζηγεωργίου | «Όταν αγγίζονται τα μάτια μας» 

ΧΡΙΣΤΟΘΕΑ ΙΑΚΩΒΟΥ Δημοσιεύθηκε 22.1.2024
Η Αλυκή της Λάρνακας φιλοτεχνημένη σε διαφορετικές στιγμές και εποχές (1996-2010) από τη Νίτσα Χατζηγεωργίου. Φωτογραφία από την έκδοση.
Το έργο της σπουδαίας Κύπριας εικαστικού αναδεικνύεται μέσα από μία σύγχρονη επιμελητική και γραφιστική έκδοση που προσεγγίζει τα διάφορα επίπεδα της δημιουργίας της

Η νέα χρονιά ανατρέχει σε μία αναδρομική έκθεση που έλαβε χώρα το 2022 μέσα από μία έκδοση που παρουσιάζεται το Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2024 στην Κρατική Πινακοθήκη Σύγχρονης Τέχνης – Majestic, στη Λευκωσία. Πρόκειται για την εικαστική έκθεση της σπουδαίας Κύπριας εικαστικού Νίτσας Χατζηγεωργίου με τίτλο «Όταν αγγίζονται τα μάτια μας» (21 Ιανουαρίου – 2 Απριλίου 2022) η οποία διοργανώθηκε από τον Δήμο Λάρνακας και τις Πολιτιστικές Υπηρεσίες (-τότε- του υπουργείου Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας). Αυτή την περίοδο, η έκθεση «επανέρχεται» και μας θυμίζει το έργο της Νίτσας Χατζηγεωργίου μέσα από μία έκδοση με σύγχρονη και γραφιστική ματιά, η οποία αποτελεί έρευνα και επιμέλεια του θεωρητικού τέχνης Ευαγόρα Βανέζη που ετοιμάστηκε με αφορμή την αναφερόμενη έκθεση.

Στόχος της έκθεσης ήταν να παρουσιαστεί το εύρος των ζωγραφικών έργων της Χατζηγεωργίου, και μέσω μιας διαθεματικής ανάλυσης της πρακτικής της να προσεγγιστούν θέματα που άπτονται της δημιουργικής διαδικασίας, αλλά και της συσχέτισης του ζωγραφικού με τον κοινωνικό χώρο. Σήμερα, όλα αυτά παρουσιάζονται μέσα από την έκδοση η οποία αναδεικνύει αυτή την πυκνή δημιουργική πορεία της εικαστικού, που έχει καθιερωθεί ως μια από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της κυπριακής τέχνης, με αναλυτικό και ολιστικό τρόπο, καθώς διευρύνθηκε με περισσότερα έργα και ανάλυσή τους.

Το «Π» συστήνει την έκδοση μέσα από αποσπάσματα και αναφορές του θεωρητικού τέχνης Ευαγόρα Βανέζη, ο οποίος πραγματοποίησε την έρευνα και την επιμέλεια. Ο ίδιος αρχίζει με συστάσεις και μοιράζεται μαζί μας μερικά σημαντικά σημεία της πορείας της που μπορεί να μην αφορούν τη δουλειά της αλλά αποτελούν μέρος της εικαστικής της πορείας, αφού η ίδια είχε και ακτιβιστική δράση κατά τα φοιτητικά της χρόνια.

Η Νίτσα

«Η Ελένη (Νίτσα) Χατζηγεωργίου, γεννημένη στην Αμμόχωστο στις 13 Νοεμβρίου 1949, αναπτύσσει καλλιτεχνικές ανησυχίες από πολύ νεαρή ηλικία, οι οποίες υποστηρίζονται από την οικογένειά της, αφού οπατέρας της, άτομο με αγάπη για τις τέχνες, της χαρίζει λαδομπογιές με τις οποίες δημιουργεί πορτρέτα, τοπία και νεκρές φύσεις.», λέει ο Ευαγόρας Βανέζης.

Συγκεκριμένα, η Νίτσα Χατζηγεωργίου σε ηλικία μόλις 15 ετών διοργάνωσε την πρώτη της έκθεση με παρότρυνση της ζωγράφου και καθηγήτριάς της, Ελένης Χαρικλείδου. Στη συνέχεια, σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών Αθήνας και από τότε δεν έχει σταματήσει να δημιουργεί, ενώ επιτελεί ταυτόχρονα έργο ως εκπαιδευτικός στη Μέση Εκπαίδευση και ως εμπλεκόμενη στο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι, αλλά και τα κοινά.

Ο Ευαγόρας Βανέζης αναφέρει πως μία σημαντική πινελιά της έκδοσης αποτελεί και η γενικότερη ζωή της εικαστικού, καθώς μεταφέρεται και στα έργα της. Έτσι, η έκδοση παρουσιάζει επίσης ένα χρονολόγιο της πορείας της καλλιτέχνιδας με βιβλιογραφικές λεπτομέρειες. Σύμφωνα με τον ίδιο, ως φοιτήτρια κατά την περίοδο της χούντας ήταν ενεργό μέλος του αντιστασιακού κινήματος των φοιτητών και τον Νοέμβριο του 1972, ένα χρόνο πριν από την κατάληψη του Πολυτεχνείου, ξυλοκοπήθηκε άγρια από αστυνομικούς.

Μάλιστα, σε ένα απόσπασμα της έκδοσης, η ίδια περιγράφει το συγκεκριμένο περιστατικό: «Ήμουν στην αίθουσα Ιστορίας της Τέχνης με τον Παντελή Πρεβελάκη και του έδειχνα δουλειά μου. Στο προαύλιο τριακόσιοι αστυνομικοί είχαν κλείσει τις πόρτες και χτυπούσαν τους φοιτητές. Όταν είδα έναν αστυνομικό να κλωτσάει μια κοπέλα στο έδαφος, έπεσα πάνω του και τη γλύτωσα. Αυτός άρχισε να με βρίζει, να με δέρνει και να μου τραβάει τα μαλλιά. Όταν γύρισα στο διαμέρισμα, έλειπαν τούφες από τα μαλλιά μου».

Ένα περιστατικό που δείχνει την ιδιαιτερότητα του χαρακτήρα της καλλιτέχνιδας, η οποία πρόσφερε στον τόπο και την εικαστική δημιουργία μέσα από διάφορους τρόπους, εκτός από τη δική της δημιουργία. Όπως αναφέρει ο επιμελητής: «Ηταν μια πρωτοπόρος και τολμηρή ζωγράφος, καθηγήτρια Τέχνης για 34 χρόνια, η οποία μεταδίδει στους μαθητές και στις μαθήτριές της όλα όσα έχει μάθει, είναι εξετάστρια αυτών που στοχεύουν σε μια θέση στις Σχολές Καλών Τεχνών της Ελλάδας και επιτέλεσε πρόεδρος του Επιμελητηρίου Καλών Τεχνών Κύπρου (Ε.ΚΑ.ΤΕ) από το 2013 μέχρι το 2016».

Η προσέγγισή της στη δημιουργία

Αξίζει να πούμε πως το ποικιλόμορφο έργο της έχει παρουσιαστεί σε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις. Σημαντικές είναι οι εκπροσωπήσεις της Κύπρου σε διοργανώσεις στο εξωτερικό όπως η Τριενάλε Νέου Δελχί (1991), όπου έργα της σειράς «Οικολογική Αγωνία» απέσπασαν πρώτο βραβείο, η Μπιενάλε Αλεξάνδρειας (1995). Για την πορεία των έργων της, ο Ευαγόρας μας μιλά για μία πορεία που χαρακτηρίζεται από την ταυτόχρονη δημιουργία έργων με διαφορετικά θεματικά και εικαστικά χαρακτηριστικά τα οποία αναπτύσσονται σε περιόδους έντονου πειραματισμού με ετερογενή στοιχεία για να ανακτηθούν αποσπασματικά και συνδυαστικά σε μεταγενέστερο χρόνο, και να δημιουργήσουν έτσι νέες συνέργειες και συσχετισμούς. «Οι περιπλοκές του έργου της αντανακλούν τη δική της στάση προς μια ανοιχτή και συνεχώς διαφοροποιούμενη προσέγγιση ως προς το θέμα και την τεχνική, που έχει ως αποτέλεσμα ένα πολύπλευρο ζωγραφικό ιδίωμα που ισορροπεί ανάμεσα στην εξερεύνηση οπτικών φαινομένων και την έκφραση μιας συναισθηματικής κατανόησης του κόσμου», αναφέρει.

«Η επιτελεστικότητα της εικόνας παραμένει, μετά από την τακτοποιημένη κατάταξη των έργων σε κατηγορίες, και σαν να υπάρχει πριν ακόμα ρίξουμε πάνω τους μια αναλυτική ματιά και να γεμίσουμε τις απορίες της αίσθησης με βιογραφικά στοιχεία και τακτικές προσέγγισης. Εδώ είναι που κρατούμε ανοιχτή τη δυναμική της τέχνης της Χατζηγεωργίου, είναι σίγουρα δικό της το ιδίωμα που μας απασχολεί, η οποία κατορθώνει να μας συν-κινήσει με τις μυριάδες εντυπώσεις που εγείρονται όταν τα μάτια μας αγγίζουν τους πίνακές της, που είναι μοναδικοί μέσα στο πλαίσιο του τελάρου και ταυτόχρονα πολλαπλοί μέσα στη σιωπηλή επικοινωνία με όλες μας τις αισθήσεις, προσθέτει. Ο ίδιος λέει επίσης πως «άλλωστε, ένας τίτλος που προτιμά η καλλιτέχνιδα είναι το ‘Χωρίς λόγια’, ιδιαίτερα για έργα που έχουν ως θεματική τις ανθρώπινες σχέσεις».

Η Αλυκή της Λάρνακας φιλοτεχνημένη σε διαφορετικές στιγμές και εποχές (1996-2010) από τη Νίτσα Χατζηγεωργίου. Φωτογραφία από την έκδοση.
Η Αλυκή της Λάρνακας φιλοτεχνημένη σε διαφορετικές στιγμές και εποχές (1996-2010) από τη Νίτσα Χατζηγεωργίου. Φωτογραφία από την έκδοση.
Οπισθόφυλλο έργων. Έκδοση για τη Νίτσα Χατζηγεωργίου, «Όταν αγγίζονται τα μάτια».
Οπισθόφυλλο έργων. Έκδοση για τη Νίτσα Χατζηγεωργίου, «Όταν αγγίζονται τα μάτια».

Μας θυμίζει, πρόσθετα, όσα κρύβουν τα έργα και λένε σιωπηλά, αναφερόμενος στα γραφόμενα του Ντεριντά, ο οποίος έγραψε: «Το "να δούμε" απαιτεί την παράδοξη συνύπαρξη της όρασης ως τη μέρα που επιθυμεί την κατάλυση της απόστασης, και της αφής ως ‘τη νύχτα της απόσυρσης, που μας προστάζει να δούμε πίσω από τα μάτια για να αναγνωρίσουμε τη ματιά του άλλου’. Αυτή η παράδοξη συνύπαρξη της μέρας με τη νύχτα είναι που υποδηλώνει ότι το άγγιγμα της ματιάς, για μια έστω στιγμή, είναι αποστασιοποίηση από τη σιγουριά για το αυταπόδεικτο αυτού που υπάρχει και που βλέπουμε: "Αν δύο βλέμματα έλθουν σε επαφή το ένα με το άλλο, το ερώτημα θα είναι πάντα αν χαϊδεύουν ή αν χτυπάει το ένα το άλλο –αι πού θα βρίσκεται η διαφορά"».

«Γινόμαστε έτσι μέρος μιας πυκνότητας σε έναν χώρο που δεν είναι ακριβώς της όρασης και ούτε ακριβώς της αφής αλλά αυτού του πορώδους, αμφίδρομου πλαισίου μεταξύ του σώματός μας και του σώματος των έργων. Η επιθυμία που μας οδηγεί εδώ δεν είναι άλλη από το ότι θα θέλαμε να είμαστε και να κάνουμε τα έργα μέρος της σιωπηλής κατάλυσης του μέσα και του έξω, αυτής που η ζωγραφική πετυχαίνει τόσο καλά. Για το αίνιγμα των ματιών που αγγίζονται στη σύνδεση της μέρας με τη νύχτα ίσως το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι μας δίνουν την άβυσσο πάνω σε μια επιφάνεια.», λέει.

Όσον αφορά τη σημαντικότητα τέτοιων εκδόσεων που αφορούν εκθέσεις και το έργο των καλλιτεχνών, ο Ευαγόρας επισημαίνει πως «τα βιβλία για την τέχνη είναι σημαντικά για την καταγραφή των έργων και την τεκμηρίωσή τους, επιτρέποντας μια ολοκληρωμένη παρουσίαση της πορείας κάποιου καλλιτέχνη».

Επιπλέον, αναφέρει πως είναι ένας τρόπος να γίνουν τα έργα πιο προσβάσιμα σε ένα μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων, τόσο αυτόν της ερευνητικής κοινότητας όσο και το ευρύ κοινό. «Ανοίγει ο χώρος για περαιτέρω έρευνα και συσχέτιση με την τέχνη, "μεταφέροντας" έτσι τη σημασία του έργου σε διαφορετικά πλαίσια. Η παρούσα έκδοση, λέει, προσφέρει μέσω του σχεδιασμού της μια εμπειρία θέασης των έργων που δημιουργήθηκε ειδικά για τη δομή και μορφή που παίρνει το βιβλίο.

Περισσότερες λεπτομέρειες για τη σπουδαία εικαστικό και την ανάλυση του έργου και της καλλιτεχνικής της οπτικής συγκεντρώνονται στην έκδοση, η οποία διατίθεται και προς πώληση στην τιμή των 30 ευρώ. Το κοινό μπορεί να την προμηθευτεί είτε από την παρουσίαση στις 27 Ιανουαρίου είτε από την Κρατική Πινακοθήκη Σύγχρονης Τέχνης – Majestic.

[Πληροφορίες για την παρουσίαση:

Σάββατο, 27 Ιανουαρίου 2024, 11.00-12.30
Κρατική Πινακοθήκη Σύγχρονης Τέχνης – Majestic: Λεωφόρος Στασίνου & Κρήτης 1, 1060 Λευκωσία.

Χαιρετισμό θα απευθύνει η κ. Λούλη Μιχαηλίδου, υφυπουργείο Πολιτισμού – Τμήμα Σύγχρονου Πολιτισμού. Για το βιβλίο θα μιλήσει ο συγγραφέας και επιμελητής Ευαγόρας Βανέζης. Σύντομες παρεμβάσεις από τη Μυρτώ Μακρίδου (εικαστικό) και την Άντρη Χατζηγεωργίου-Λυμπουρή (τέως επιθεωρήτρια Μουσικής στη Μέση Εκπαίδευση). Αντιφώνηση από τη Νίτσα Χατζηγεωργίου.

Επιμέλεια Έκδοσης, κείμενο, επιλογή από Αρχείο Τύπου: Ευαγόρας Βανέζης
Σχεδιασμός: hi studio (Ναταλί Γιαξή)
Χρονολόγιο: Μυρτώ Μακρίδου, Νίτσα Χατζηγεωργίου
Φωτογραφίες: Louca Photographic Studios (Νίκος Λουκά)
Επιμέλεια κειμένου: Άντρη Κωνσταντίνου
Επιμέλεια και μετάφραση χρονολογίου: Διαμάντω Στυλιανού]

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ