Πολύγραφος και παραγωγικός, ο Μιχάλης Παπαδόπουλος έδειξε, ιδιαίτερα κατά την τελευταία δεκαετία, πολλά και διαφορετικά δείγματα γραφής, ενώ τα συγγραφικά του ενδιαφέροντα εκτείνονται σε διαφορετικές θεματικές περιοχές τόσο της σύγχρονης κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας όσο και του ιστορικού παρελθόντος της Κύπρου και της Ελλάδας. Επιπλέον, φαίνεται να είναι και ένας από τους συγγραφείς που ευτύχησαν να δουν τα περισσότερα έργα τους επί σκηνής, αφού η συνεργασία και η σύμπνοιά του τα τελευταία χρόνια με το Θέατρο ΑντίΛογος (τουλάχιστον στην Κύπρο) του έδωσε την ευκαιρία, σπάνια ομολογουμένως για τους θεατρικούς μας συγγραφείς, να επικοινωνήσει την τέχνη και τα έργα του με το ευρύ κοινό. Φέτος, είχε την τύχη να συνεργαστεί με τον θίασο αρχικά μέσα από τη βιογραφική αφήγηση της τραγικής ιστορίας της σκηνοθέτιδος Αλεξίας Παπαλαζάρου και της οικογένειάς της με τίτλο «Η μάνα του», όπου οι όποιες συγγραφικές αδυναμίες ή αμηχανία διαχείρισης του βιογραφικού υλικού σε μια πιο πρωτότυπη φόρμα και δομή εξισορροπούνται μέσα από την τραγικότητα των γεγονότων, αλλά κυρίως μέσα από τη λιτή αλλά και σπαρακτική σκηνική αφήγησή τους από την ίδια τη σκηνοθέτιδα. Παρά το γεγονός ότι η νέα χρονιά ξεκίνησε φτωχικά ως προς τη θεατρική δραστηριότητα, κυρίως λόγω του ακανθώδους και πολύπαθου θέματος των κρατικών επιχορηγήσεων, το Θέατρο ΑντίΛογος, ταγμένο στον πολιτικό και κοινωνικό ρόλο του θεάτρου, συμπράττει με τη Σόλο για τρεις και τη Μαρία Μανναρίδου-Καρσερά σε μια προσπάθεια αλληλοστήριξης και συνένωσης δυνάμεων, παρουσιάζοντας και πάλι το νέο έργο του Μιχάλη Παπαδόπουλου με τίτλο «Σκοπευτήριο».
Έχοντας ως αφετηρία το ναυάγιο της Πύλου και τον ρατσιστικό απόηχο που προκάλεσε, ο συγγραφέας αντλεί το υλικό του μέσα από αρχειακό υλικό που σχετίζεται με την παράνομη δράση της καταδικασμένης Χρυσής Αυγής, τα πρακτικά των δικών του Ζακ Κωστόπουλου και του Παύλου Φύσσα, αλλά και μέσα από πρόσφατα ρατσιστικά περιστατικά στην Κύπρο και την Ελλάδα, και την καταγραφή μαρτυριών των θυμάτων, κυρίως μεταναστών. Θίγοντας ένα θέμα το οποίο αν και οι καταβολές του ριζώνουν πίσω στο ιστορικό παρελθόν, απλώνει τα ποικίλα παρακλάδια του μέχρι τη σύγχρονη εποχή, ο Μιχάλης Παπαδόπουλος εστιάζει στο θέμα του ρατσισμού όπως αυτό εκδηλώνεται μέσα από τους υποστηρικτές της ακμάζουσας Ακροδεξιάς, έχοντας ως βασικό στόχο κυρίως μετανάστες και ομοφυλόφιλους. Επιθυμώντας να δείξει πώς αυτές οι ιδεολογίες μπορούν να εκκολαφθούν ακόμα και στα σπίτια με τις καλύτερες προδιαγραφές, αυτά που κατοικούνται από ανθρώπους μορφωμένους, πνευματώδεις και φαινομενικά ανοιχτόμυαλους, τοποθετεί τη δράση στο σαλόνι ενός τέτοιου σπιτιού το οποίο βρίσκεται δίπλα από το Σκοπευτήριο της Καισαριανής, έναν χώρο σύμβολο της αντίστασης ενάντια στον φασισμό. Ένα παντρεμένο ζευγάρι μεσήλικων αστών, μία δημοσιογράφος και ένας θεατρικός συγγραφέας, οι οποίοι γνωρίστηκαν στις νεανικές μαχητικές τους πορείες υπέρ της Αριστεράς, εν αναμονή ενός καλεσμένου (ενός διευθυντή Καλλιτεχνικού Φεστιβάλ) ξετυλίγουν μέσα από τον καθημερινό τους διάλογο την πορεία της ζωής και της σχέσης τους, αλλά και της επίδρασης που είχε σε αυτές η πάροδος του χρόνου, η ρουτίνα, το βόλεμα και η απώλεια της νεανικής φλόγας και επαναστατικότητας. Τη φαινομενική ισορροπία έρχεται να ταράξει η παρουσία του δεκαοκτάχρονου γιου ο οποίος αποδεικνύεται μέλος Ακροδεξιάς οργάνωσης με βίαιο παρελθόν εναντίον μεταναστών. Ο γιος όχι μόνο καταδικάζει και γελοιοποιεί τα πιστεύω με τα οποία τον μεγάλωσαν οι γονείς του, αλλά τους αποδεικνύει περίτρανα ότι το ίδιο τους το παιδί αποτελεί γι' αυτούς έναν ξένο, έναν άγνωστο. Το ζευγάρι καλείται να ξυπνήσει από τον λήθαργο του χρόνου και να δράσει αποφασίζοντας ανάμεσα στην υπεράσπιση των πιστεύω του και την προστασία του ίδιου του του παιδιού. Η πρώτη πράξη του έργου ολοκληρώνεται χωρίς να είμαστε ακριβώς βέβαιοι για την κατάληξή της, ενώ η δεύτερη πράξη έρχεται να ξεκινήσει την ιστορία από την αρχή. Το ζευγάρι αναμένει, συζητάει, οι ατάκες αλλάζουν θέση και χρονική στιγμή αλλά βρίσκουν και πάλι τη θέση τους στον διάλογο που διακόπτεται ξανά από την είσοδο του γιου, ο οποίος αυτή τη φορά δεν έχει θέση θύτη αλλά θύματος από ομοφοβικούς οπαδούς της Ακροδεξιάς. Σε αυτήν την εκδοχή το ζευγάρι καλείται να παλέψει με τις δικές του προκαταλήψεις και να αποδεχθεί για πρώτη φορά επί της ουσίας, και όχι στα λόγια, τη διαφορετικότητα του παιδιού του.
Το εγχείρημα του Μιχάλη Παπαδόπουλου είναι τολμηρό και φιλόδοξο, όχι τόσο ως προς το θέμα και το υλικό στο οποίο επενδύει (τα θέματα των ενδοοικογενειακών σχέσεων και της όποιας μορφής ρατσισμού κουβαλούν πια σημάδια κορεσμού στην παγκόσμια δραματουργία), όσο ως προς τη διαχείρισή του στη δομή και τη φόρμα του κειμένου. Ωστόσο, έχω την αίσθηση ότι τα πολλαπλά κοινωνικά ζητήματα τα οποία θέλει να θίξει συνωστίζονται ασφυκτικά σε ένα σαλόνι και δύο πράξεις, οι οποίες στην πραγματικότητα επαναλαμβάνονται με διαφορετικό τέλος. Ενώ η έκταση την οποία δίνει στο χτίσιμο της σχέσης του ζευγαριού, μέσα από στακάτους διαλόγους με χιούμορ και σύγχρονη, σκληρή γλώσσα, αναδεικνύει πειστικά τα προβλήματα που κρύβονται πίσω από τη βιτρίνα του σπιτιού και την περιρρέουσα κοινωνική και πολιτική ατμόσφαιρα, στην ξαφνική εμφάνιση του παιδιού θύτη/θύματος δεν δίνονται ο χώρος, ο χρόνος και η έκταση που θα χρειάζονταν για να αναπτυχθεί σε βάθος και να πείσει ότι προκύπτει αβίαστα και φυσικά. Το ρατσιστικό μένος, η λεκτική και σωματική βία, η ξενοφοβία, η ομοφοβία αποκαλύπτονται λεκτικά και αναλύονται φλύαρα χωρίς να υπονοούνται, χωρίς να αφήνονται στον θεατή να τα ανακαλύψει ή να τα υποθέσει. Τα σύμβολα φανερώνονται, οι συσχετισμοί αποκαλύπτονται. Η αίσθηση αυτής της φλυαρίας γίνεται πιο έντονη μέσα από το στιγμιαίο πάγωμα της δράσης κατά το οποίο ακούμε τις εσωτερικές σκέψεις των ηρώων, τεχνική που παραπέμπει σε μια κινηματογραφική αισθητική αλλά η οποία έχει δοκιμαστεί στο θέατρο ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα (π.χ. στο Παράξενο Ιντερμέτζο του Ευγένιου Ο'Νηλ). Η επιθυμία του συγγραφέα για μια πρωτότυπη, κινηματογραφική και πάλι, δομή, όπου η ιστορία επαναλαμβάνεται αλλά μέσα από δύο διαφορετικές εκδοχές περιορίζει τις δυνατότητες του έργου να εστιάσει και να εμβαθύνει σε αυτά τα τόσο ουσιώδη θέματα τα οποία, εδώ, προλαβαίνουν να κινηθούν μόνο στην επιφάνεια, ενώ αντίστοιχα αφήνει τους χαρακτήρες σχηματικούς και ανολοκλήρωτους. Επιπλέον, τα δύο τέλη που προτείνει σε θέματα τα οποία παραμένουν πάντα ανοιχτά δείχνουν να προκύπτουν βιαστικά, εύκολα, ίσως υπερβολικά τακτοποιημένα.
Το γεγονός ότι πρόκειται για ένα κατά βάση ρεαλιστικό, νατουραλιστικό θα έλεγα, έργο, το οποίο τοποθετείται σε μια αντιρεαλιστική συνθήκη (επανάληψη ιστορίας με διαφορετική εκδοχή), αναπόφευκτα δημιουργεί σύγχυση στον θεατή ο οποίος προσπαθεί να συμπυκνώσει, σε δύο μόλις πράξεις, πολλαπλά θεματικά μέτωπα και νοήματα και να εντοπίσει την ουσία. Η έμπειρη Μαρία Μανναρίδου-Καρσερά δίνει έμφαση και αναδεικνύει, ιδιαίτερα μέσα από την καθοδήγηση της Χριστίνας Χριστόφια και του Χάρη Κκολού, τα δυνατά σημεία του έργου, δηλαδή τη δημιουργία της σχέσης του ζευγαριού, στο πρώτο μέρος της κάθε πράξης. Η ρεαλιστική σκηνοθετική αισθητική που επιλέγει συμπληρώνεται από το σκηνικό της Θέλμας Κασουλίδου, από το οποίο εάν έλειπαν τα υποτιθέμενα τζάμια που τοποθετούνται μπροστά στους θεατές θα έδινε λιγότερο την αίσθηση της προχειρότητας και θα διευκόλυνε περισσότερο την κίνηση των ηθοποιών. Ωστόσο, ο σκηνοθετικός ρεαλισμός δείχνει να μην μπορεί να αναδείξει την αντιρεαλιστική μετάβαση από την πρώτη πράξη στη δεύτερη, από τη μία εκδοχή της ιστορίας στην άλλη. Η μετάβαση αυτή θα απαιτούσε, πιστεύω, ένα πιο αφαιρετικό σκηνικό, όπως επίσης και τη συνδρομή ενός αντιρεαλιστικού ηχητικού τοπίου και φωτιστικού σχεδιασμού (Κυριάκος Σιαμπτάνης) ο οποίος εδώ επικεντρώνεται σχεδόν αποκλειστικά στην ανάδειξη των εσωτερικών σκέψεων των ηρώων, που εν τέλει γίνεται αμήχανα και επιτηδευμένα.
Οι τρεις ηθοποιοί κινούνται με φυσικότητα και καλό συντονισμό, παραμένοντας συνεπείς τόσο στη σκηνοθετική γραμμή όσο και στο κείμενο. Η Χριστίνα Χριστόφια δείχνει να βρίσκει πιο εύστοχα την υποκριτική της ταυτότητα σε ένα έργο που αφορά το τώρα και μια γλώσσα σύγχρονη και τολμηρή. Η σκηνική χημεία που αναπτύσσουν με τον Χάρη Κκολό χτίζει σταδιακά και πειστικά τη σχέση του ζευγαριού, αφήνοντας να διαφανούν οι ρωγμές της, όχι τόσο στις αμήχανες στιγμές των εσωτερικών σκέψεων όσο στις παύσεις, στα βλέμματα και στις σιωπές. Ο Μιχάλης Καζάκας αναδεικνύει τις υποκριτικές του δυνατότητες πολύ πιο εύστοχα στην πρώτη εκδοχή της ιστορίας όπου εκδηλώνει όλη την παράνοια, το μίσος και τη βία που γεννιούνται μέσα από τις ακμάζουσες νεοφασιστικές θεωρίες, σε αντίθεση με τη δεύτερη, όπου δεν αποφεύγει κάποιες στιγμές τους μελοδραματικούς τόνους. Παρά το γεγονός ότι πρόκειται για μια παράσταση καλοστημένη με αξιέπαινη προσπάθεια από τους συντελεστές της, και παρά το ότι ο θεατής την παρακολουθεί με ενδιαφέρον, εν τέλει αφήνει την αίσθηση ενός εγχειρήματος με αξιώσεις οι οποίες όμως δεν κατορθώνουν να ευοδωθούν, αφού παραμένουν στο επίπεδο μια δοκιμής και ενός πειράματος που δεν ολοκληρώνεται ούτε σε δραματουργικό, ούτε σε σκηνικό επίπεδο.
Συγγραφέας: Μιχάλης Παπαδόπουλος
Σκηνοθεσία: Μαρία Μανναρίδου-Καρσερά
Θέατρο ΑντίΛογος/Σόλο για τρεις