Σ’ ένα απλό καφενείο, με λιτό σκηνικό, μια συγκλονιστική παράσταση

ΠΑΡΑΘΥΡΟ Δημοσιεύθηκε 6.3.2024
Γράφει ο Δημοσιογράφος Παύλος Κ. Παύλου

Ομολογώ την ενοχή μου: Έχω πολύ καιρό να παρακολουθήσω θεατρική παράσταση. Αφιερώνω τον χρόνο μου σε άλλα πεδία πνευματικής αναζήτησης και ελπίζω αυτό να δικαιολογεί εν μέρει την παράλειψή μου. Όταν όρθιος χειροκροτούσα μαζί με τους ευάριθμους τυχερούς θεατές τις τέσσερις πρωταγωνίστριες του έργου «Η Μάνα του», συνειδητοποίησα πόσα στερήθηκα εξαιτίας της απουσίας μου από τις θεατρικές αίθουσες, προπάντων εκείνο το μοναδικό συναίσθημα που κυριαρχεί ανάμεσα στο πάλκο και την πλατεία, εκείνη τη μέθεξη που αιώνες τώρα λειτουργεί ανάμεσα στον ηθοποιό και τον θεατή, εκείνη την πληρότητα που σε κυριεύει με το κλείσιμο της αυλαίας. Χαίρομαι, γιατί η συγκεκριμένη παράσταση επιβεβαίωσε την άποψη πως στο θέατρο συνυπάρχουν ταυτοχρόνως πολλά. Ο μεγάλος Κάρολος Κουν είπε πως «η αφετηρία και η βάση του θεάτρου, όπως και κάθε μορφής τέχνη, είναι η ποίηση και η μαγεία. Αν λείψουν αυτά, δεν υπάρχει θέατρο». Στην παράσταση που παρακολούθησα υπήρχε και ποίηση και μαγεία, υπήρχαν όμως, κι ας μου το συγχωρήσει ο μεγάλος δάσκαλος, κι άλλα, όπως συγκίνηση, συγκλονισμός, οργή, πολλά αναπάντητα γιατί, εξομολόγηση, συμφιλίωση, τολμώ να προσθέσω κι ένα είδος κάθαρσης, ίσως και η τόσο επιδιωκόμενη δικαίωση. Όλα αναγκαία και απαραίτητα.

Κριτικός θεάτρου δεν είμαι, ούτε έχω τη γνώση και τα εφόδια να ενεργήσω ως τέτοιος. Ανάγκη εσωτερική με ώθησε να καταγράψω τις σκέψεις και τα συναισθήματά μου, ως άνθρωπος και ως απλός θεατής, για μια παράσταση που με ταρακούνησε και μου αποκάλυψε και μιαν άλλην αλήθεια: Πως ο χρόνος επουλώνει μεν πληγές, αλλά όχι χωρίς να αφήσει ανεξίτηλα αποτυπώματα στην καρδιά και την ψυχή των ανθρώπων που δοκιμάστηκαν τόσο σκληρά και τόσο άδικα, χάνοντας πολύτιμα κομμάτια από τον εαυτό τους.

Γιατί σκότωσαν τον Κυριάκο; Γιατί χάθηκε ο Σωτήρης; Γιατί τέτοιο πένθος;

Δεκαέξι χρονών ήταν ο Κυριάκος, γιος του Παπαλάζαρου και της Αγαθονίκης, από το χωριό Χωλέτρια της Πάφου. Πολυμελής, φτωχή η οικογένεια κι ο Κυριάκος, γιος παπά, βρήκε όπως κι άλλα παιδιά ιερωμένων φιλόξενη και… ασφαλή στέγη στη Μητρόπολη Πάφου. Ήταν παιδί χαρούμενο, γελαστό, ζούσε τα πρώτα αθώα σκιρτήματα των παιδικών ερώτων, είχε όνειρα και σχέδια πολλά. Έκαμε, όμως, ένα λάθος: Ήταν γιος του Παπαλάζαρου. Γι’ αυτό δέχθηκε δολοφονική σφαίρα από το όπλο μέλους της ΕΟΚΑ Β’ μέσα στο κτήριο της Μητρόπολης, την 1η Ιουλίου 1973. Ο δράστης γνωστός. Δεν τιμωρήθηκε ποτέ για την εγκληματική του πράξη. Ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας, ο Σωτήρης, έχασε τη ζωή του την πρώτη μέρα της τουρκικής εισβολής, στις 20 Ιουλίου1974, καθώς, γιος κι αυτός του Παπαλάζαρου, δεν έμεινε στα μετόπισθεν, τον έστειλαν στην πρώτη γραμμή. Ήταν 21 ετών, φοιτητής.

Η Αλεξία, η μικρή αδελφή, ήταν τριάμισι χρόνων όταν δολοφονήθηκε ο Κυριάκος. Τεσσεράμισι όταν χάθηκε ο Σωτήρης. Στα παιδικά της χρόνια, αντί σ’ ένα περιβάλλον με παιχνίδι, γέλιο, χαρά, ανεμελιά, βρέθηκε σ’ ένα μαύρο πέπλο ατέλειωτου πένθους. Σήμερα, καταξιωμένη σκηνοθέτης και ηθοποιός, η Αλεξία Παπαλαζάρου βγαίνει στο θεατρικό πάλκο, για να εξομολογηθεί δημοσίως όσα έζησε, όσα ένιωσε, όσα στερήθηκε, αλλά και για να πει στη μάνα της, τη μάνα του Κυριάκου και του Σωτήρη, όσα δεν της είπε όσο ζούσε. Στη σκηνή είναι παρούσα και η ίδια η μάνα της κι οι δυο αδελφές της. Συνεχώς παρόντες είναι κι ο Κυριάκος, κι ο Σωτήρης, κι ο ίδιος ο Παπαλάζαρος, κι ας μην τους βλέπουμε. Είναι όλοι εκεί, παρόντες-απόντες στην οικογενειακή σύναξη, για τον αναγκαίο απολογισμό. Που χάρη στη δύναμη του θεάτρου, τον ευρηματικό λόγο του συγγραφέα και ποιητή Μιχάλη Παπαδόπουλου, τη σκηνοθετική μαεστρία και υποκριτική της Αλεξίας και τη θαυμάσια, πειστική και πολύ αληθινή ερμηνεία της Χριστίνας Χριστόφια, της Ηλιάνας Κάκκουρα και της Μυρσίνης Χριστοδούλου γίνεται κατορθωτή. Ο Εδουάρδος Γεωργίου και η βοηθός του Μόνικα Χατζηβασιλείου, με ένα απλό, λιτό σκηνικό και κοστούμια, μας μετέφεραν στο φτωχικό του Παπαλάζαρου και της Αγαθονίκης στα Χωλέτρια: Με άσπρα πουκάμισα απλωμένα στον ήλιο στα τέλια της αυλής, ένα μανουάλι με κεριά και μια ξύλινη διάβαση για να ενώνει το χθες με το τώρα, τη ζωή με τον θάνατο, τις κόρες με τη μάνα που βρίσκεται στα επέκεινα. Προσθήκη ταιριαστή ο φωτισμός του Βασίλη Πετεινάρη και η μουσική του Γιώργου Κάρβελλου, διανθισμένη με το παραδοσιακό κυπριακό ηχόχρωμα. Όλα τόσο απλά, λιτά, μίνιμαλ, μα τόσο υποβλητικά.

Η ιστορία του Παπαλάζαρου, του σπουδαίου, του διαφορετικού εκείνου ιερέα που κυνηγήθηκε πολύ για το ελεύθερο πνεύμα του, το δημοκρατικό του φρόνημα, την αντιστασιακή του δράση, που του δολοφόνησαν τον γιο στα δεκαέξι του χρόνια, για να φιμώσουν τον ίδιο, που έναν χρόνο αργότερα, μαύρο Ιούλιο και πάλι, έχασε δεύτερο γιο στον προδομένο πόλεμο, που δεν σταμάτησε λεπτό να αγωνίζεται για να πάρει απαντήσεις στα πολλά γιατί του, είναι λίγο-πολύ γνωστή. Γιατί, λοιπόν, η Αλεξία θέλησε να επαναφέρει αυτήν την ιστορία και να επαναλάβει τα γιατί της οικογένειας, αλλά κυρίως τα δικά της γιατί; Όσοι είχαμε την τύχη να δούμε το θεατρικό έργο «Η Μάνα του», ξέρουμε γιατί. Μας το είπε με καθαρότητα λόγου η Αλεξία αφηγηματικά, με τους διαλόγους με τη μάνα και τις αδελφές της, με τους μονολόγους και τις εξομολογήσεις της. Το είπε και στον Γιάννη Χατζηγεωργίου στον «Φιλελεύθερο», σε μια συνέντευξη που αν τη χαρακτηρίσω απλώς αποκαλυπτική, αδικώ τον καλό συνάδελφο και την ίδια, γιατί ήταν υποδειγματική, αφοπλιστική. Είπε η Αλεξία: «Κάθε μωρό θέλει τη σημασία του, τα τραγούδια του, το παιχνίδι του, τα ωραία ρούχα του. Αυτά εγώ δεν τα είχα από τη μάνα μου. Γιατί η μάνα μου πενθούσε. Είχα πιο μεγάλες αδελφές που με πρόσεχαν, αλλά δεν είναι το ίδιο με τη μάνα. Ενώ λάτρευα τη μάνα μου, ταυτόχρονα είχα και μια απόσταση από εκείνην! Είχα θυμό! Αυτό θυμάμαι. Όμως, μεγαλώνοντας, κατάλαβα το μεγαλείο της μάνας μου. Και ένιωσα 'μικρή' απέναντί της, πολύ 'μικρή', που είχα παράπονο από αυτήν τη γυναίκα! Κι όσο περνάει ο καιρός, τη νιώθω ακόμα πιο πολύ μέσα μου και λέω 'πού είσαι, ρε μάμμα, τώρα που σε έχω ανάγκη στα δύσκολα;'».

Με αυτά τα εξομολογητικά της λόγια, πιστεύω, η Αλεξία αποκαλύπτει τον κύριο ίσως λόγο που την ώθησε να παρουσιάσει αυτό το έργο. Για να πει η ίδια στη μάνα της όσα εμφιλοχωρούν ακόμη στο είναι της, αλλά και για να δώσει λόγο στην Αγαθονίκη, να πει όσα κι η ίδια δεν είπε ποτέ δημοσίως.

Ο Παπαλάζαρος, δυναμικός και εξωστρεφής, μίλησε πολλές φορές για το δράμα της οικογένειάς του. Δεν ζήτησε ποτέ εκδίκηση, ζήτησε δικαιοσύνη. Η Αγαθονίκη ήταν οργισμένη, καταριόταν τους φονιάδες, ήθελε την τιμωρία τους. Αφού δεν μίλησε όσο ζούσε, μίλησε τώρα, μέσα από τον θεατρικό λόγο του Μιχάλη. Και είπε πολλά. Της είπε και η Αλεξία άλλα τόσα. Όσο παρακολουθούσα την παράσταση, άκουγα στα πίσω καθίσματα γοερό κλάμα. Είδα σκυθρωπά πρόσωπα. Ένιωθα πως λειτουργούσε απόλυτα εκείνη η μέθεξη, για την οποία έγινε αναφορά προηγουμένως. Κατάλαβα ότι, σε μια εποχή αδιαφορίας και απαξίωσης, δυσκολιών και αντιξοοτήτων, αδιεξόδων και απουσίας ελπίδας, νέων επαναστατικών τρόπων έκφρασης χάρη στην τεχνολογική πρόοδο, το θέατρο είναι μαζί μας και λειτουργεί ακόμη. Ευτυχώς.

Κρατώ αυτό που μου ψιθύρισε ο Νεόφυτος Παπαλαζάρου στο τέλος της παράστασης, τον οποίο ευχαριστώ για την πρόσκληση: «Μακάρι, καμιά άλλη οικογένεια να μην ζήσει όσα έζησε η δική μας». Και τα λόγια του Παπαλάζαρου: «Δεν νοιώθω μίσος, δεν ζητώ εκδίκηση, εν για δικαιοσύνην που αγωνίζουμαι».

*Δημοσιογράφος

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ