«Το κενό αυτοπροσώπως»

ΜΑΡΙΑ ΧΑΜΑΛΗ Δημοσιεύθηκε 10.4.2024

Η πολιτιστική δραστηριότητα των τελευταίων μηνών δείχνει να κινείται με γρήγορους ρυθμούς και σε πολλά επίπεδα. Οι μουσικές, οι εικαστικές και χορευτικές εκδηλώσεις, οι συναυλίες, οι παρουσιάσεις βιβλίων, τα poetry slams, οι ποιητικές βραδιές, τα performances, τα αφιερώματα δημιουργούν ένα ετερόκλητο πολιτιστικό τοπίο στο οποίο έρχονται να συμβάλουν δυναμικά, στην κυριαρχία της πρωτεύουσας, τόσο η Λεμεσός, όσο και η Λάρνακα και η Πάφος. Και ενώ πάντα τα ηνία στον πολιτισμό κρατούσε το θέατρο, τα αποτελέσματα του Θυμέλη από τη μία, αλλά και η χρόνια αδυναμία του ελεύθερου θεάτρου να αναζητήσει και να διεκδικήσει άλλες (ευρωπαϊκές) χορηγίες, πέραν της κρατικής, από την άλλη, φαίνεται να έφεραν ένα καίριο πλήγμα στη θεατρική δραστηριότητα των δύο τελευταίων μηνών. Οι πρεμιέρες που ανακοινώνονται είναι ελάχιστες, ενώ οι επιλογές των θιάσων δείχνουν μια στροφή κυρίως προς το είδος της κωμωδίας, όχι τόσο με διάθεση κοινωνικής κριτικής και σάτιρας (όπως συμβαίνει για παράδειγμα στην επίκαιρη, δυστυχώς, εύστοχη και καλοστημένη παράσταση του Θεάτρου ΑντίΛογος «Ολόκληρη η Βίβλος σε μια ώρα» σε σκηνοθεσία Ελένης Αναστασίου), όσο με μια διάθεση επιστροφής στο εύπεπτο, δοκιμασμένο και παρωχημένο, πια, είδος της κωμωδίας καταστάσεων, με έργα που αδυνατούν να συνδεθούν με τις σύγχρονες θεατρικές φόρμες, αλλά και τις ραγδαίες εξελίξεις και προβληματικές της σύγχρονης κοινωνίας. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: με ποια κριτήρια επιλέγεται ένα έργο ως μέρος του ρεπερτορίου ενός θιάσου και ποιους στόχους πρόσληψης και «εκπαίδευσης» εξυπηρετεί σε σχέση με το κοινό του;

Αυτό το ερώτημα με απασχολούσε καθώς παρακολουθούσα την παραγωγή του Θεάτρου Δέντρο, το οποίο επιλέγει να παρουσιάσει, επενδύοντας σε μια ομάδα αξιόλογων συντελεστών, το έργο του Άκη Δήμου «Το κενό αυτοπροσώπως». Η φόρμα που ακολουθεί ο Δήμου στις «μαύρες» κωμωδίες του δείχνει να ακολουθεί ένα συγκεκριμένο μοτίβο αντιθέσεων, το οποίο συνδυάζει το ρεαλιστικό με το σουρεαλιστικό, το ευτράπελα κωμικό με το τραγικό, τους γρήγορους ρυθμούς και τις εντάσεις με τους χαμηλούς τόνους και το μελαγχολικό ύφος, το ηθογραφικό με το φιλοσοφικό. Μοτίβα τα οποία είδαμε -κάποια τουλάχιστον- προ διετίας στο «Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης» σε σκηνοθεσία Κώστα Σιλβέστρου. Με τον σουρεαλιστικό και πολλά υποσχόμενο τίτλο «Το κενό αυτοπροσώπως», ο Δήμου τοποθετεί τη δράση στη σύγχρονη Αθήνα, αλλά αυτή τη φορά στο πολυτάραχο καλοκαίρι του 2015 που η πρωτεύουσα σειόταν από δημοψηφίσματα, «ναι» και «όχι», αντιμνημονιακές πορείες, επεισόδια, διαδηλώσεις, άδεια ATM και μια παραπαίουσα Αριστερά. Η δράση τοποθετείται σε αυτήν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και συγκεκριμένα σε ένα μεσοαστικό διαμέρισμα ενός αποτυχημένου κριτικού θεάτρου, όπου με αφορμή μια κηδεία και την επίσκεψη μιας γυναίκας από το παρελθόν, έρχεται αντιμέτωπος με τις συνέπειες των πράξεών του, ενώ η προσωπική του ιστορία κουβαλά μαζί της και το τραυματικό παρελθόν της Ελλάδας της μεταπολίτευσης. Κωμικά (ή μη) σύμβολα: μια φονική γραβάτα, μια αυτοκτονία, ένα drag show, ένα ερωτικό τρίγωνο, ένα παιδί αγνώστου πατρότητος και ένας καναπές που διαρκώς αλλάζει θέση αλλά παραμένει σχεδόν πάντα κενός, σύμβολο της προσωπικής και κοινωνικής αποχαύνωσης και βολέματος, και του κενού που μας συστήνεται αυτοπροσώπως. Μια «κωμωδία για την ήττα», όπως τη χαρακτηρίζει ο ίδιος ο συγγραφέας, την ήττα την προσωπική, την κοινωνική, την ταξική, την ιδεολογική. 

Αν και στο έργο αυτό μπορεί κανείς να εντοπίσει και πάλι τη χαρακτηριστική, καυστική γραφή του Δήμου, το σκοτεινό χιούμορ του, τους γρήγορους διαλόγους που δομούνται στις σύντομες αλλά καίριες ατάκες, πιστεύω ότι εδώ παγιδεύεται μέσα στα χιουμοριστικά κλισέ, χωρίς να οδηγεί τις θεματικές του σε βάθος και έξω από τα στενά όρια ενός διαμερίσματος, αφού οι ήρωές του αναλώνονται στις δικές τους ιδιαιτερότητες, χωρίς να κατορθώνουν να γενικευτούν και κυρίως να πείσουν τον θεατή ότι τον αφορούν. Επιπλέον, η αγωνία του συγγραφέα να μιλήσει για τόσα πολλά ζητήματα και να ασκήσει, μέσα από τη σάτιρα (και το, σχεδόν μελοδραματικό, δεύτερο μέρος), κριτική στα κοινωνικά, πολιτικά και προσωπικά ήθη της σύγχρονης Ελλάδας, δεν του επιτρέπει να μπει στην ουσία. Αντιθέτως, τον κρατάει στην επιφάνεια των θεμάτων του, τα οποία εν τέλει δείχνουν να αποτυπώνονται με τρόπο τετριμμένο, γραφικό, σχεδόν «κενό» νοήματος.  

Επενδύοντας περισσότερο στα δυνατά διαλογικά μέρη, ο Γιώργος Μουαΐμης δίνει τη δική του σκηνική ανάγνωση στο έργο του Δήμου, επιλέγοντας να τοποθετήσει στους κεντρικούς ρόλους το δυνατό δίδυμο Αννίτα Σαντοριναίου και Σταύρο Λούρα, παρά το ότι οι δύο χαρακτήρες δίνουν την αίσθηση ότι ανήκουν, μάλλον, σε μια πιο νεαρή, ηλικιακά, ομάδα, γεγονός που θα έδινε μια εντελώς διαφορετική ερμηνεία και δυναμική στην προσωπική τους κατάσταση και σχέση, αφού η ματαίωση, η αποτυχία και το βόλεμα αποκτούν σίγουρα άλλες διαστάσεις στη γενιά των πενηντάρηδων. Πέρα όμως από αυτό, η ανάγνωση του σκηνοθέτη δείχνει να μην έχει κατασταλάξει στην αισθητική γραμμή που θέλει να ακολουθήσει, αφού καθηλώνεται από τα ρεαλιστικά στοιχεία του έργου χωρίς να μπορεί να αναδείξει τη σουρεαλιστική συνθήκη στην οποία τοποθετείται η ιστορία. Αυτή η αισθητική ανισορροπία υπάρχει και στον σκηνικό χώρο που δημιουργεί ο Λάκης Γενεθλής, ο οποίος προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την ακατάλληλα μεγάλη, για το συγκεκριμένο έργο δωματίου, σκηνή του Θεάτρου Δέντρο. Ο κεντρικός σκηνικός χώρος επικεντρώνεται στη ρεαλιστική αναδημιουργία ενός κιτς μεσοαστικού διαμερίσματος με όλα τα απαραίτητα σκηνικά αντικείμενα (καναπές, πολυθρόνες, τραπεζαρία, καρέκλες, σερβίτσια) όπου διαδραματίζεται σχεδόν ολόκληρη η δράση, ενώ ο υπόλοιπος πίσω χώρος «μοιράζεται» αμήχανα και ασύνδετα στη μουσικό επί σκηνής και στις υπερμεγέθεις κρεμασμένες κούκλες-σύμβολα ίσως, ενός λαού που «κρεμάστηκε» από τους πολιτικούς της αλλά και τις ίδιες του τις επιλογές. Τα τρία αυτά σκηνικά σημεία ωστόσο δεν κατορθώνουν να δέσουν μεταξύ τους (γεγονός στο οποίο δεν συνέβαλαν ούτε οι φωτισμοί του Χρίστου Γωγάκη), ούτε να αναδείξουν τις απαραίτητες ισορροπίες, αντιθέσεις και αμφισημίες του έργου. Η παρουσία της Κυριακής Ιακωβίδου στο πιάνο, η οποία αιτιολογείται μόνο στην εναρκτήρια σκηνή του μπαρ, στερεί  από την παράσταση το ηχητικό τοπίο που θα μπορούσε να υπονοήσει έστω, τον απόηχο της ταραγμένης Ελλάδας, αλλά και τις σκοτεινές στιγμές του έργου. Οι μουσικές επιλογές, εξαίρετα εκτελεσμένες ομολογουμένως, παραμένουν ασύνδετες με την ιστορία του έργου, ενώ συχνά «πατούν» στα λόγια των ηθοποιών, απορρυθμίζοντας τις κινήσεις τους, και αδυνατώντας, εν τέλει, να αποτελέσουν ένα οργανικό στοιχείο της παράστασης.

Ως προς το ερμηνευτικό μέρος, αν και ο Γιώργος Μουαΐμης επιλέγει μια πολύ δυνατή διανομή, έμπειρη και δοκιμασμένη στο δύσκολο είδος της κωμωδίας, δεν κατορθώνει να δημιουργήσει την απαραίτητη σκηνική χημεία ανάμεσα στους τέσσερις ηθοποιούς. Η Αννίτα Σαντοριναίου και ο Σταύρος Λούρας, στυλοβάτες της υποκριτικής τέχνης και του θεάτρου στην Κύπρο, με αδιαμφισβήτητο ταλέντο, μακρά και πολυποίκιλη εμπειρία σε ετερόκλητους ρόλους -τραγικούς και κωμικούς-, αλλά και με πολυάριθμες μεταξύ τους συνεργασίες στη σκηνή, στο έργο του Δήμου δείχνουν να μην βρίσκουν μια σκηνική ταύτιση και έναν κοινό ρυθμό. Ακριβώς λόγω αυτής της εμπειρίας και του ταλέντου τους δίνουν την αίσθηση ότι σχεδόν αυτοσκηνοθετούνται, δημιουργώντας χαρακτήρες ανεξάρτητους τον έναν από τον άλλον, χωρίς να συναντιούνται ουσιαστικά στη σκηνή και χωρίς να ακολουθούν ένα κοινό σκηνοθετικό όραμα. Η Έρικα Μπεγέτη, δοκιμασμένη όχι μόνο στην κωμωδία αλλά και στα έργα του Άκη Δήμου, είναι αυτή που δίνει έναν πιο ζωηρό ρυθμό στην παράσταση εξυπηρετώντας την υπαινικτική και «ατακαδόρικη» γραφή του συγγραφέα, παρά το γεγονός ότι θυμίζει, αναπόφευκτα, την ερμηνεία της στο «Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης», η οποία βασίζεται στις υψηλές εντάσεις, την ταχυλογία και την υπερκινητικότητα. Ο Άγγελος Χατζημιχαήλ περιορίζεται σε έναν ρόλο που συγγραφικά παραμένει στο περιθώριο, αλλά και ερμηνευτικά δεν κατορθώνει να δώσει ένα εύστοχο, σουρεαλιστικό κωμικό στίγμα, αφού η drag περσόνα που δημιουργεί παραμένει επιδερμική, ασχημάτιστη και γραφική. 

Ίσως, η επιλογή ενός άλλου, πιο πρωτότυπου ως προς τη δομή και πιο σχετικού με το σύγχρονο κοινό της Κύπρου, έργου να μπορούσε να εκμεταλλευτεί πιο καίρια τη δυνατή ομάδα των συντελεστών της συγκεκριμένης παραγωγής. Τόσο οι αδυναμίες του ίδιου του έργου, όσο και η έλλειψη μιας πιο ξεκάθαρης και εύληπτης σκηνικής ανάγνωσης δίνουν μια παράσταση από την οποία απουσιάζουν ο ρυθμός, η πύκνωση, η ζωντάνια, η ακρίβεια, ο συντονισμός και η σκηνική επικοινωνία. Τελικά, μπορεί το «κενό» να συστήνεται «αυτοπροσώπως» αλλά δηλώνει έντονα την παρουσία του και στον θεατή, αφού τόσο το έργο όσο και η σκηνική του εκτέλεση παραμένουν σε μια ανώφελη επιφάνεια, χωρίς να μπορούν να τον τροφοδοτήσουν με ουσιαστικά σημεία επαφής και σύνδεσης με ό,τι λέγεται ή ό,τι συμβαίνει επί σκηνής. 

Συγγραφέας: Άκης Δήμου

Σκηνοθεσία: Γιώργος Μουαΐμης

Παραγωγή: Θέατρο Δέντρο

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ