
Διαβάζοντας ώς την τελευταία σελίδα του το ποιητικό έργο του Δημήτρη Κοσμόπουλου με τον περίεργο -για έναν ανίδεο περί τα καπνικά- τίτλο: «Έθνος εξαιρετικά», είχα την αίσθηση πως παρακολουθούσα, στον χώρο της ποιητικής λειτουργίας, την ερμηνεία από πολυμελή ορχήστρα ενός συμφωνικού έργου, όπου τα επί μέρους στοιχεία, αν και αυτόνομα, συνέθεταν ταυτόχρονα ένα έργο συνόλου, υψηλής έμπνευσης και απόδοσης.
Ο μαέστρος σ’ αυτή τη συμφωνία λόγου κρατά ως μπαγκέτα ένα κουτί τσιγάρων φίλτρου με ονομασία που αποτέλεσε και τον τίτλο της συλλογής αυτής, η οποία περιλαμβάνει μια παλίμψηστη ποιητική κατάθεση με πολυσήμαντες αναφορές, όπου η Ιστορία δρασκελά τις δεκαετίες και τα γεγονότα με άνεση, συνδετικά, παράλληλα, εννοιολογικά, συμβολικά και συνεκτικά με την έννοια της αγάπης και της θυσίας για πεφιλημένους χώρους καταγωγής, δράσης ή αγώνων, αυτούς που σε άλλους καιρούς αποκαλούσαμε με γνησιότητα αισθήματος «πατρίδα» και που σήμερα εξέπεσαν κάπως ένεκα της καπηλείας κάποιων.
Πέρασε η εποχή που ο καπνός ήταν ένα από τα πολυτιμότερα ελληνικά προϊόντα και το τσιγάρο αποτελούσε το συνοδευτικό εξάρτημα μιας κοινωνικής παρουσίας των περισσότερων ανθρώπων. Σήμερα πάντως, που έχει περιοριστεί η κατανάλωσή του εξαιτίας της ιατρικής η οποία τον καταδίκασε ως αμαρτία για την υγεία, μπήκε στον χώρο της συλλογικής μνήμης ως ατομική απόλαυση που συνέτεινε στη χαλάρωση και ως συνοδευτικό μιας γόνιμης ή ελαφρής κουβέντας. Το «Έθνος εξαιρετικά» ήταν ένα επώνυμο προϊόν, πασίγνωστο σε όλους, καπνιστές και μη, αφού ήταν και το πρώτο σε πωλήσεις για την ποιότητα και τη δημοφιλία του. Και φυσικά ήταν ένα από τα απαραίτητα εφόδια που είχε από το κράτος ένας στρατιώτης, ιδιαίτερα στο μέτωπο, και υπήρξαν πολλά στη νεώτερη ελληνική ιστορία από τη δεκαετία του 1920 που άνθησε ως βομηχανία, ώς την εποχή που η κατανάλωσή του μειώθηκε δραστικά. Κι εκεί ακριβώς στην αρχή του, από την εξόρμηση της Μικρασίας, βρίσκεται η αφετηρία της ποιητικής ενατένισης του Δημήτρη Κοσμόπουλου.
Γύρω από το «Έθνος εξαιρετικά» αναπτύσσεται ο πολύμορφος λόγος του ποιητή, του οποίου οι λέξεις είναι φορτισμένες με μηνύματα από την πρώτη κιόλας ανάγνωση, αλλά και με υποδόρειες επισημάνσεις, κι αυτό είναι σπουδαιότερο, διευρύνοντας την αξία και γοητεία του. Επίμονος καπνιστής ο ίδιος, ακόμη κι σήμερα, εκμοντερμισμένος όμως με το ηλεκτρονικό τσιγάρο συνεχώς σε λειτουργία, για να τιθασσεύει ενδεχομένως την νευρώδη κινητικότητά του και να ελέγχει πιθανότατα τη διαρκή πνευματική του εγρήγορση, βρήκε το ελατήριο για να κινήσει τις ευαισθησίες του, μια άγκυρα για να μπορέσει να στερεώσει από το κύμα της λήθης το μέγα απόθεμα μνήμης που βαραίνει πάνω στην εθνική συνείδηση.
Αεικίνητος και δραστήριος στην καθημερινότητά του, πληθωρικός, εκδηλωτικός, ετοιμόλογος, με έξυπνη κουβέντα, δηκτική ενίοτε, βρίσκει τον τρόπο να μεταφέρει στην ποιητική του πολλά στοιχεία από τις ιδιότητές του, ντυμένα με τον μανδύα μιας τέχνης πλούσια εκφραστικής παρά τη φαινομενική της λιτότητα και μιας τεχνικής με θαυμαστή πλαστικότητα όχι τυχαία.
Η μικρασιατική μνήμη πάει κι έρχεται στην πλειονότητα των ποιημάτων του. Η μνήμη της πίκρας και της θυσίας, όχι του αρχαίου και βυζαντινού κλέους και της θαυμαστής ανά τους αιώνες επιβίωσης. Μια μνήμη που συνοδεύεται εξίσου δυνατά από ανάλογες άλλες που ακολούθησαν: Του μεγάλου πολέμου, του εμφύλιου, της Κύπρου. Μια αλυσίδα δοκιμασιών από αιτίες που προκάλεσαν οι άλλοι, αλλά και από δικές μας αφορμές. Η μνήμη είναι μεγάλη δύναμη. Άλλωστε, «δεν είναι δυνατόν να καταλάβουμε την ποίηση χωρίς μια πλούσια μνήμη», κατά τον Ιρλανδό ποιητή William B. Yeats (1865-1939), τον κορυφαίο της αγγλόφωνης ποίησης του εικοστού αιώνα. Αν λοιπόν χρειάζεται για να την καταλάβουμε πόσο πιο αναγκαία είναι για κείνον που δημιουργεί. Πάνω στο ίδιο θέμα ο Γιώργος Σεφέρης έδωσε τη δική του εκτίμηση: «… η πλούσια μνήμη δεν περιορίζεται μόνο στη μνήμη ενός μόνο ανθρώπου· είναι μνήμη και πολλών άλλων πριν απ’ αυτόν. Βαθιά μνήμη· χωρίς αυτήν δεν μου φαίνεται να υπάρχει καλλιτεχνική λειτουργία» («Δοκιμές Β’, έκδοση 1999, σ. 246).
Πυξίδα, λοιπόν, η μνήμη. Και στην ποιητική λετουργία του Δημήτρη Κοσμόπουλου πρωταγωνιστεί. Ο ίδιος γίνεται φορέας της συλλογικής μνήμης, όχι από πλευράς πολιτικής ή ιδεολογικής αφετηρίας. Η υψηλόφρονη ποιητική του κατάθεση είναι βαθιά ανθρώπινη, μαρτυρία προσωπικής και συλλογικής αγωνίας.
Ο ερεθισμός του μυαλού μέσα από τα νοήματα, η κατάδυση στην ιστορία μέσα από τα γεγονότα, ο παραλληλισμός των αξιών μέσα από τη διαχρονική τους παράθεση, με μια ελλειπτική γραφή που δίνει τη δυνατότητα επέκτασης των μηνυμάτων μέσα και από τη σκέψη του αποδέκτη, λειτουργούν μ’ ένα τρόπο που καθηλώνει τον αναγνώστη, τον κάνει να ψάχνει, να διαπιστώνει και να ευφραίνεται τελικά από την αλήθεια και από τον τρόπο που διατυπώνεται. Μπορεί ακόμη, αν έχει την αναγκαία ευαισθησία, να σκύψει, όπως και ο ποιητής, στα στοιχεία εκείνα, ακόμη και στις λεπτομέρειες, που συνιστούν την ταυτότητά μας και συγκροτούν την αυτογνωσία μας.
Θα δώσω ένα μόνο ολοκληρωμένο ποίημα, ενδεικτικό της όλης καταγραφής. Δεν προσπάθησα πολύ για να το επιλέξω γιατί αναπνέουν όλα στην ίδια ατμόσφαιρα. Έχει τον τίτλο «Πάροδος» (σ. 19) και την πλαγιότιτλο: «Άνθη για τα τεφρά μαλλιά 1922-2023». Έχει μια αδιόρατη μελαγχολία κι ένα κρυφό σαρκασμό.
Θα πούνε, τάχα, πως εμείς δεν ήμασταν ποτέ.
Θα θάψουν τη φωνή μας τόνοι διαφημίσεις.
Και των παιδιών μας τα παιδιά -αν θα ζήσεις-
πάνω στους τάφους, θα τα κάνουν χορευτές.
Ωχρέ της μνήμης μου καπνέ, έρημος μαραμένη
φωτογραφία από το άγριο φως κιτρινισμένη,
από τη Σμύρνη, τον Σαγγάριο, την Μενεμένη.
Μια τρύπα χλαίνη απόμεινε πάνω μας ειμαρμένη.
Σκεπάζει τα ορφανά κορμιά, τα σπίτια, τα βουνά
κι από τις τρύπες της φυσά της ιστορίας άμμος:
Πίνδος, Βελούχι, Άγραφα, Λιοπέτρι, Πέργαμος.
Τα εγγόνια σας θα λένε «ούτε ξέρω, ούτε τους είδα
πουθενά».
Είναι και η υποψία, που φτάνει στα όρια του φόβου, για τη σκόνη του χρόνου που κατακάθεται στα ανεπίστροφα σημαντικά, ανεπίτρεπτο όχι μόνο για τον ίδιο αλλά και για το σύνολο της κοινωνίας, στην οποίαν το ατομικό «γνώθι σαυτόν» θεωρεί ότι πρέπει να έχει ισότιμη καθολική εφαρμογή. Τα ονόματα, επιπλέον, παραπέμπουν σε γεγονότα ορόσημα, επισημαίνουν δύσκολες περιόδους που άφησαν πίσω τους εμπειρίες για διάφορους λόγους διάτρητες, σαν την τρύπια χλαίνη που χαίνει ως πληγή έκτοτε, μια χλαίνη που καλύπτει τα πάντα ως δοκιμασία και η οποία μόνο στο χώρο της μνήμης επιβιώνει.
Ανάμεσα στα ονόματα είναι κι εκείνο του Λιοπετρίου της επαρχίας Αμμοχώστου - για ν’ αναφερθώ σε γεγονότα σχετικώς πιο πρόσφατα - σ’ έναν αχυρώνα του οποίου τέσσερις αγωνιστές έδωσαν την ύστατη πολύωρη μάχη και έπεσαν όλοι τον Σεπτέμβριο του 1958, έχοντας απέναντι ως πολιορκητές τους στρατιώτες του αποικιοκρατικού καθεστώτος. Η ιστορική γραμμή που ακολουθεί ο ποιητής πάει πιο πίσω από το διπλό έγκλημα του 1974, προβάλλει έμμεσα και λακωνικά και τις μεγάλες στιγμές του απελευθερωτικού αγώνα. Ο Δημήτρης Κοσμόπουλος συγκινείται ως Έλληνας και εκμυστηρεύεται ως ποιητής μπροστά στις τελευταίες Θερμοπύλες του ελληνισμού. Δεν κάνει πολιτική. Μένει μακριά από τέτοια ολισθήματα και παίρνει ευδιάκριτες αφορμές για να τοποθετήσει, έστω και με την αναφορά ενός ονόματος, την ποιητική του δάφνη. Ομνύει στη μνήμη την οποίαν θέλει να αγρυπνεί.
Μια βαθειά ώς το κόκκαλο ελεγεία, αν και συνεσταλμένη σε ελεγμένους συναισθηματικά τόνους, αποτελούν αρκετά ποιήματα της συλλογής όπως στο απόσπασμα από το «Πάντα είναι Ψυχοσάββατο» (σ. 34)
…Έχουνε γεράσει
τα δέντρα που τον γέννησαν στου φεγγαριού το φως.
Τα δέντρα τον σκεπάζουνε κι η σιγαλιά του πρέπει.
Εκείνη η αρχαία σιγαλιά που την διψάει ο τάφος
όπως μια μυστική δροσιά, καθώς μητέρας σκέπη.
Σ’ ένα άλλο του ποίημα με τίτλο «Συμβαίνει νύχτα» (σ. 30) παίρνει τη θέση της και πάλι η Κύπρος τού 1974 πλάι στη Μικρασία του 1922. Είναι στίχοι στο απόσπασμα που παραθέτω που θυμίζουν κάπως δημοτικό τραγούδι. Η παράδοση είναι στο εικονοστάσι του ποιητή:
Τώρα θα πω για το πουλί από μαύρο χώμα.
Έλεγε, το είδε πρώτη του φορά στρατιώτης
κάπου εκεί, ανάμεσα Εσκή Σεχίρ – Σεϊντί Γαζή.
Σε μέρος που το λέγαν Πέντε Μίλι, Μια Μηλιά, Αθαλάσσα.
Ερχότανε κι ανάδευε τα σπλάχνα του με τα φτερά
κι έπινε από τα μάτια του να δροσερέψει.
Με εικονοπλαστική δύναμη ζωγραφίζει με τις λέξεις, ενώ η ανέλιξη των διατυπώσεών του, είτε υπάρχει ομοιοκαταληξία (την οποίαν πετυχαίνει άνετα, σαν να προκύπτει αυθόρμητα) είτε εκφράζεται σε ελεύθερο στίχο ή ακόμη όταν η διάταξη του κειμένου είναι σε πεζό, που πεζό δεν είναι, έχει μουσικότητα, μέτρο, ισορροπία, με άλλα λόγια διαθέτει εσωτερικό ρυθμό ο οποίος προσθέτει στην υποβλητικότητα της γραφής του.
«Ξεχέρσευε και κλάδευε και έσκαβε τ’ αμπέλια», γράφει στο άτιτλο ποίημά του (της σελίδας 10) και λίγο πιο κάτω η εικόνα αναπτύσσεται με συγγενικές έννοιες: «της σιωπής σπορηάς του πόνου τρυγητής», παραπέμποντας σε άλλα επίπεδα.
Στο «Ενθύμιον Προύσης» (της σελίδας 31), όπου και πάλι η μνήμη καραδοκεί γράφει για ένα νέο που έμεινε για πάντα εκεί με μια καυτή σαν από μέταλλο περιγραφή: «Στου χρόνου το αναπόδραστο, βαρύ από σίδερο καιρού κι από χαλκό βασάνων».
Μια άλλη περιγραφή του είναι σαν να βγήκε από παλιό παραδοσιακό τραγούδι (από τη σελίδα 14). «Κανείς δεν μένει πια εδώ. Μήτε πουλί πετούμενο, μήτε φωνή διαβάτη».
Στο «Σκυλάδικο» (από τη σελίδα 56) στέκεται σε άσματα της πίκρας που έρχονται να δέσουν με το ξόδεμα από ανάλογες μνήμες. Τα περασμένα, παλαιά και πρόσφατα, έρχονται να συναντήσουν την καθημερινότητα τη σημερινή:
«Γδαρμένα ράκη τραγουδιών μ’ ακολουθούν
ξεφτίδια που ένας άνεμος τα φέρνει»
για να καταλήξει:
«Αθήνα – Καλαμάτα – Κοντογόνι
κι είναι μαζί μου φίλοι και προγόνοι
στρατιώτες, πρόσφυγες, μιας λύπης συνοδοί».
Στην Αθήνα ζει, στην Καλαμάτα μεγάλωσε, στο Κοντογόνι Μεσσηνίας γεννήθηκε. Οι άνθρωποι, η μοναξιά, η καθημερινότητα, η αγάπη, η ξενιτειά, ο θάνατος, η συμπόνια, η φύση, τα δένδρα και τα ζώα, οι μυρουδιές, το νερό, η θάλασσα, ο τόπος, η ορθοδοξία, η πατρίδα, οι θυσίες είναι μερικά από τα σύνεργα που συνοδεύουν τη γραφή του και χρωματίζουν τη μνήμη μέσα από ένα ακένωτο γλωσσικό στερέωμα όπου τεντώνεται με δύναμη το τόξο της ποιητικής του έκφρασης.
Στο «Έθνος εξαιρετικά», τα νοήματα, η διαχρονικότητα, τα γεγονότα, οι δοκιμασίες, οι αρετές, αλληλοστηρίζονται και παραλληλίζονται με αριστοτεχνικό τρόπο που ενισχύει τη μαγεία των εντυπώσεων, τη γοητεία των μηνυμάτων, την ηδύτητα της γλώσσας.
Η κομψότητα και ευγένεια του λόγου συμβαδίζει με την αναλογούσα προς αυτές επιμέλεια της λεπτού γούστου εκτύπωσης από τις εκδόσεις «Περισπωμένη» των Αθηνών. Τα δυο σχέδια με μολύβι, το ένα στο εξώφυλλο τον άλλο στον κολοφώνα από τον περίφημο Σπύρο Παπαλουκά (1892-1957), με φιγούρες στρατιωτών της Μικρασιατικής Εκστρατείας, παραπέμπουν ως εικαστική νότα στη στόχευση του περιεχομένου.
Βιογραφικό
Ο Δημήτρης Κοσμόπουλος γεννήθηκε το 1964 στο Κοντογόνι Πυλίας στη Μεσσηνία, το χωριό του Παπαφλέσσα, γι’ αυτό κι έχει πάρει και τ’ όνομά του. Ποιητής, δοκιμιογράφος και μεταφραστής. Αυτή είναι η 13η συλλογή του. Έχει εκδόσει και τρία δοκίμια με θέματα κριτικής και λογοτεχνίας. Έργα του έχουν μεταφραστεί στις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες και στα αραβικά κι έχουν συμπεριληφθεί σε ελληνικές και ξένες ανθολογίες. Το 2005 του απονεμήθηκε το βραβείο «Λάμπρος Πρφύρας» της Ακαδημίας Αθηνών, η οποία τον τίμησε και με το βραβείο «Κώστα και Ελένης Ουράνη» για το βιβλίο του «Θέριστρον». Τιμήθηκε ακόμη με τα διεθνή βραβεία Jean Moréas και Κ. Π. Καβάφη για το σύνολο του έργου του. Για μια δεκαετία διηύθυνε το λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Ευθύνη» και επί χρόνια είναι ραδιοφωνικός παραγωγός για τη λογοτεχνία και πήρε μέρος σε εκπομπές στην τηλεόραση. Το κανάλι της Βουλής παρουσίασε ωριαίο αφιέρωμα στη ζωή και στο έργο του. Έχει εκπροσωπήσει την Ελλάδα σε διεθνείς συναντήσεις για την ποίηση και συμμετείχε σε διεθνή κι ελληνικά συνέδρια για τη λογοτεχνία και την κριτική.
Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων
Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας parathyro.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.