Παράθυρο logo
Νίκος Νικολάου Χ'Μιχαήλ: Ο Μόντης ήταν και πολύ καλός διηγηματογράφος
Δημοσιεύθηκε 24.02.2014 23:11
Νίκος Νικολάου Χ'Μιχαήλ: Ο Μόντης ήταν και πολύ καλός διηγηματογράφος

Στο πλαίσιο του αφιερώματος «ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ: 90 χρόνια σε 12 μέρες» με αφορμή την ανακήρυξη του 2014 ως Έτος Μόντη, ο λογοτέχνης Νίκος Νικολάου Χατζημιχαήλ επιλέγει να παρουσιάσει ένα διήγημα του Κώστα Μόντη, επισημαίνοντας ότι ο ποιητής ήταν και πολύ καλός διηγηματογράφος.


Το διήγημα έχει τίτλο «Η Αρτούλα, το Παράξενο Λουλούδι» και είναι παρμένο από τη συλλογή ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ, Λευκωσία 1970.


 













Η Αρτούλα, το Παράξενο Λουλούδι


Ένα παράξενο λουλούδι μπορεί να φυτρώσει ξαφνικά εκεί που κανείς δεν το περιμένει.


Το παράξενο λουλούδι ήταν η Αρτούλα. Στο χωριό που τα κορίτσια δου­λεύουν πολύ κι έχουν δυνατά, σφιχτοδεμένα κορμιά, η Αρτούλα δε δούλευε καθόλου και το κορμί της ήταν όσο μπορούσε πιο αδύνατο. Στο χωριό που τα κορίτσια δεν ανοίγουν βιβλίο, η Αρτούλα κλεινόταν σ' ένα δωμάτιο να διαβάσει ό,τι έβρισκε. Στο χωριό που τα κορίτσια βάνουν την Κυριακή τα γιορτινά τους και παν΄ στο γιο­φύρι, στην αυλή της εκκλησιάς, στο γάμο, η Αρτούλα έμενε μονάχη στο σπίτι να μελαγχολήσει.


Κι έπεφταν τα κακά απάνω στο λουλούδι.


- Μωρή καταραμένη, πού βρέθηκες στο σπίτι μου; (—Μωρή καταραμένη, πού βρέθηκες στο σπίτι μου; έλεγε η μητέρα, ο πατέρας, οι αδερφές της, ακόμα και τα παιδάκια).


Έλεγαν όλοι εχτός απ' τη γιαγιά της. Η γιαγιά δεν έλεγε «μωρή καταραμέ­νη». Έλεγε: «Δεν τους έπρεπε αυτούς τέτοια κόρη».


Τέτοια κόρη;


- Μωρή, κάθισε στον αργαλειό να δούλεψης! (—Μωρή, κάθισε στον αργα­λειό να δούλεψης, έλεγε η μητέρα, ο πατέρας, όλοι).


Το λουλούδι στέναζε — η Αρτούλα στέναζε σκυμμένη στον αργαλειό.


Και στέναζε κι η γιαγιά:


- Ειν' αυτή κόρη για τον αργαλειό;


- Πού ήσουνα πάλι κρυμμένη, μωρή; Διάβαζες; Θα τα κάψω εκείνα τα παλιοβιβλία σου (—Πού τάχεις; Δε λες; Θα τα κάψω).


- Θα σε σκοτώσω, μωρή (—Θα σε σκοτώσω, μωρή, έλεγε η μητέρα, ο πατέ­ρας, τα παιδιά).


Ούτε το χέρι δε σήκωνε να φυλαχτεί απ' το ξύλο η Αρτούλα.


- Παναγιά μου, σώσε την, έλεγε η γιαγιά κι έκλαιε.


- Παναγιά μου, σώσε την, παρακαλούσε η γιαγιά. Είναι κορίτσι για γάμο;


- Να παντρευτείς, μωρή, να ησυχάσουμε, έλεγαν όλοι.


Και το λουλούδι τ' αρραβώνιασαν. Τ' αρραβώνιασαν μ' ένα όμορφο, μελαψό, δυνατό παλληκάρι του κάμπου. Ήταν κι η Αρτούλα όμορφη μά ΄ταν χλωμή κι αδύ­νατη και δεν ήταν του κάμπου.


Και το παλληκάρι αγάπησε την Αρτούλα. Και την έβγανε απ' τον αργαλειό και δεν άφηνε κανένα να της κακομιλήσει και παρατούσε τις δουλειές του κι έτρεχε στη Χώρα να της αγοράσει βιβλία (-Ό,τι θες, Αρτούλα). Καθόταν μαζί της, έσκυβε μαζί της απάνω στα γράμματα του βιβλίου που δεν τα καταλάβαινε (—Ναι, ναι).


- Δόξα νάχεις, Παναγιά μου μεγαλοδύναμη, έλεγε η γιαγιά.


Όμως το παλληκάρι είχε αγαπήσει ένα πολύ παράξενο λουλούδι.


Ούτε μια φορά δεν τού ΄δειξε ευγνωμοσύνη η Άρτούλα. Κι όχι μονάχα αυτό μα πέθανε κιόλας μια μέρα. Έγειρε έτσι και πέθανε.


Κι εκείνος τη φιλούσε, τη φιλούσε, φιλούσε τα βιβλία της, τ' αγκάλιαζε κλαίον­τας και τα φιλούσε.



ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Ο Κώστας Μόντης και η σύζυγος του, Έρση, στη βεράντα του σπιτιού τους. [via Ίδρυμα Κώστα Μόντη]